Φωτ.: Παλαιστίνιοι ορθόδοξοι χριστιανοί γιορτάζουν το Πάσχα
στο Μπέιτ Σαχούρ, στη Δυτική Όχθη
Του Σωτήρη Ρούσσου*
Τα προβλήματα της Πανορθοδόξου Συνόδου έφεραν στην επιφάνεια τη γεωπολιτική της θρησκείας και, στην περίπτωση των Ορθοδόξων, τη γεωπολιτική των Εκκλησιών. Ο Ψυχρός Πόλεμος και κυρίως η αντίληψη ότι στις βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες η θρησκεία, κυρίως η χριστιανική, περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα, οδήγησαν στην «παραμέληση» της γεωπολιτικής των Εκκλησιών από αναλυτές και διαμορφωτές πολιτικής. Ο ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ των Εκκλησιών ήταν ένα πολύ έντονο φαινόμενο σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μέχρι τουλάχιστον τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάργηση του τσαρικού καθεστώτος από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αλλά ακόμη και στην πρώτη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο Στάλιν είδε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, που ήταν υπό τον έλεγχο του καθεστώτος, ένα εργαλείο επιρροής κυρίως στη Συρία και την Αίγυπτο.
Στο τέλος του 19ου αιώνα ήταν σαφές σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο «μεγάλος ασθενής», ακολουθούσε μια πορεία ραγδαίας αποσάθρωσης και, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες μεταρρύθμισής της, παρουσίαζε έντονα διαλυτικά φαινόμενα. Δηλαδή, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής παρουσίαζε στοιχεία ρευστότητας και αλλαγής, με κυρίαρχη πλευρά αυτής της αλλαγής την προσχώρηση της περιοχής στη μεγαλύτερη ίσως οικονομική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση, αυτήν του 19ου αιώνα. Το όχημα της σύνδεσης της περιοχής με το παγκόσμιο κεφάλαιο και τις ιδέες που το συνόδευαν ήταν οι χριστιανικές κοινότητες, οι οποίες και αποτελούσαν τα πιο δυναμικά κοινωνικά στοιχεία. Στην πλευρά των Βαλκανίων είχαμε την ανάδυση των νέων κρατών, και κυρίως των νέων εθνικισμών και αλυτρωτισμών που εντάσσονταν γοργά στον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων.
Διαχρονικός ρόλος του Πατριαρχείου της Μόσχας
Ήταν τότε προφανές ότι το θρησκευτικό στοιχείο, και ειδικά αυτό της Ορθοδοξίας, αποτελούσε βασικό συστατικό των νέων βαλκανικών εθνικισμών και το σημαντικότερο γνώμονα κοινοτιστικής ταυτότητας για τους περισσότερους από τους Χριστιανούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ρωσία ήταν αναμενόμενο ότι θα εκμεταλλευόταν την κεντρική θέση του Πατριαρχείου Μόσχας στο τσαρικό καθεστώς και την πολύ μεγάλη ισχύ του σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους για να αυξήσει την επιρροή του στα, ούτως ή άλλως συγγενή γλωσσικά, σλαβόφωνα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.
Το ζήτημα του σχίσματος της Βουλγαρικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν η αποκορύφωση αυτού που στην Ελλάδα ονομάστηκε πανσλαβισμός και ουσιαστικά ήταν η προσπάθεια της Αυτοκρατορικής Ρωσίας να ενώσει υπό την ηγεσία της όλους τους σλαβόφωνους λαούς της Βαλκανικής, αποσπώντας τους από την επιρροή της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το βασικό όχημα αυτής της επιρροής σε επίπεδο κοινωνιών και ιδεολογικής νομιμοποίησης ήταν βέβαια η σλαβόφωνη Ορθοδοξία.
Την ίδια περίοδο, το Πατριαρχείο της Μόσχας ξεκινούσε μια εκστρατεία επιρροής στη Συρία και την Παλαιστίνη με βάση τους Άραβες Ορθόδοξους στις περιοχές αυτές. Η παρουσία της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα διαμορφωνόταν από τις σχέσεις της με τις δύο αυτοκρατορίες, την Οθωμανική και την Περσική, και αφορούσε κυρίως τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, των Στενών και του Καυκάσου. Με την προϊούσα παρακμή και αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ρωσική πολιτική βασιζόταν στην επιρροή επί των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποσκοπούσε στον έλεγχο των Στενών και της πρόσβασης στη Μεσόγειο. Αποτέλεσμα των ρωσικών βλέψεων και της αντίδρασης των υπολοίπων Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η έκρηξη του Κριμαϊκού Πολέμου το 1853, με το ζήτημα των Αγίων Τόπων στην Παλαιστίνη να αποτελεί απλά την αφορμή. Ο Μεγάλος Πόλεμος θα έκρινε τελεσιδίκως την τύχη των εδαφών της Μέσης Ανατολής.
Η ίδρυση της Αυτοκρατορικής Ορθόδοξης Παλαιστινιακής Εταιρίας το 1882 είχε σκοπό την εδραίωση αυτής της επιρροής μέσω της εκπαίδευσης, αλλά κυρίως μέσω της υποστήριξης των αιτημάτων των Αράβων Ορθοδόξων να πάρουν τον έλεγχο των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων από τον ελληνικό ανώτερο Κλήρο. Αυτό επιτεύχθηκε στην περίπτωση του Αντιοχείας, όχι όμως και στα Ιεροσόλυμα. Ένα άλλο σημαντικό εργαλείο ήταν ο τεράστιος αριθμός προσκυνητών, που άλλαζε την οικονομία και το περιβάλλον της Παλαιστίνης. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του πολιτικού ρόλου της Ρωσικής Εκκλησίας στην εξωτερική πολιτική θα πρέπει να συνδεθεί με μια εσωτερική αναζήτηση ταυτότητας και αλλαγών εντός της ρωσικής κοινωνίας στο τέλος του 19ου αιώνα, που τελικά οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο «εκκλησιαστικός ακτιβισμός» της σημερινής Ρωσίας
Κατά τη μετασοβιετική περίοδο, ιδιαίτερα στην περίοδο Πούτιν, η Ρωσία βρίσκεται και πάλι σε αναζήτηση ταυτότητας και ρόλου στην παγκόσμια σκηνή, ενώ η Ρωσική Εκκλησία αποκτά κύρος και επιρροή στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Το προσκύνημα Ρώσων στην Αγία Γη της Παλαιστίνης έχει φθάσει τους αριθμούς της τσαρικής εποχής, δίνοντας στη Ρωσική Εκκλησία τη δυνατότητα να αποκαταστήσει στενούς δεσμούς με τις αραβικές χριστιανικές κοινότητες, αλλά και τους μουσουλμάνους, και δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας με τις πολιτικές δυνάμεις.
Στο πλαίσιο αυτό η Ρωσική Εκκλησία προσέφερε μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια της ισραηλινής επιχείρησης στον Λίβανο, το 2006, και ουσιαστικά αναγέννησε την παλαιά Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Εταιρεία, η οποία είχε πάψει να υφίσταται μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ως διεθνή μη-κυβερνητική οργάνωση με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσκυνητών και την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας για τους Αγίους Τόπους.
Ο απηνής διωγμός των χριστιανών από τις τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία και το Ιράκ επέτεινε επίσης το ενδιαφέρον της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων στην περιοχή. Το 2011 το ζήτημα της «χριστιανοφοβίας» σε μουσουλμανικά κυρίως κράτη και κοινωνίες (κατ’ αντιστοιχία της ισλαμοφοβίας στα χριστιανικά) τέθηκε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Ρωσικής Εκκλησίας.
Σύμφωνα με το Τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων του Ρωσορθόδοξου Πατριαρχείου, «μόνο αιματηρό χάος μπορεί να προκύψει από τα κοντόφθαλμα σχέδια να εμφυτευθούν στη βιβλική γη μοντέλα από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψιν τους την κοσμοαντίληψη και τις αξίες που έχουν διαμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων (τη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο) για αιώνες και χιλιετηρίδες». Η άποψη αυτή έρχεται ως κριτική τόσο κατά της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ όσο και της δυτικής υποστήριξης προς τη συριακή αντιπολίτευση. Σύμφωνα με την ίδια θέση, «η οικοδόμηση εξωτερικής πολιτικής χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν ο θρησκευτικός παράγων θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή και στο θάνατο χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων». Σήμερα πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αυτή η σύζευξη πολιτικής στρατηγικής και εκκλησιαστικού ακτιβισμού της Μόσχας επαναφέρει στη μνήμη τον τσαρικό καισαροπαπισμό.
Η επάνοδος της ρωσικής εκκλησιαστικής επιρροής στην περιοχή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής αναδεικνύει δύο στρατηγικές. Η μία είναι αυτή της Μόσχας, που θεωρεί ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, λόγω της θέσεώς του και της πίεσης που του ασκείται από την Άγκυρα, έχει περιορισμένες δυνατότητες ηγετικού ρόλου στην Ορθοδοξία σε μια εποχή που οι Ορθόδοξοι και γενικά οι χριστιανοί αντιμετωπίζουν το φάσμα του αφανισμού στη Μέση Ανατολή και όχι μόνο. Για τη Μόσχα, η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να αποτελέσει ιδεολογικό/πνευματικό ανάχωμα όχι μόνο για τους τζιχαντιστές αλλά κυρίως για την παγκόσμια επιρροή του Βατικανού και των Ευαγγελικών Εκκλησιών.
Από την άλλη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρεί οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση ανατροπή της εκκλησιαστικής τάξης θα μετατρέψει την Ορθοδοξία σε μια χαλαρή «ομοσπονδία εκκλησιών» χωρίς σημαίνοντα πνευματικό ρόλο. Πάντως εδώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος Ορθοδόξων Χριστιανών δεν βρίσκεται πλέον στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, αλλά στη Βόρειο Αμερική και κυρίως τις ΗΠΑ. Και το τελευταίο που θα επιθυμούσε η Ουάσιγκτον θα ήταν η αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς όφελος της Μόσχας.
* Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr