του Βασίλη Σιώκη

Πολλές φορές η απόσταση μεταξύ ονείρου και συνειδητής σκέψης είναι τόσο ισχνή που μπορεί να προσομοιάζει με μια κατάσταση ψυχεδέλειας ή παραίσθησης. Αν το καλοσκεφτούμε, ίσως, μια τέτοια συνθήκη παρομοιάζεται και από τις λεπτές ισορροπίες, σε πρακτικό και μη, επίπεδο που διακρίνονται ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, δύο καταστάσεις τόσο αλληλένδετες και αναπόσπαστες εν τέλει, όπου η μια τροφοδοτεί την άλλη. Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς τον θάνατο και το αντίθετο. Αυτό, ίσως, είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα, το άγχος θανάτου, των περισσότερων ανθρώπων διαχρονικά (είτε συνειδητά είτε μη). Και εδώ διερωτόμαστε, πως μπορεί να επέλθει αυτή η ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου; Για την επίτευξη της είναι απαραίτητη η κατάσταση παραίσθησης;

Ζώντας σε μια δυτική κοινωνία, όπως είναι διαρθρωμένη σήμερα, απολαμβάνοντας συνθήκες ειρήνης, οικονομικής σταθερότητας, ύπαρξης δικαιωμάτων, κάποιας μορφής παιδείας κ.λπ., απέχουμε από το να αντιληφθούμε, κατανοήσουμε και να αισθανθούμε την με ωμό και πολλές φορές βίαιο τρόπο αίσθηση / ύπαρξη του θανάτου. Είναι κοινά αποδεκτό και φανερό ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, διαχρονικά και ειδικότερα αυτή τη στιγμή, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπο με καταστάσεις πολέμου, ακραίας φτώχειας, εκμετάλλευσης, εκφοβισμού και όχι μόνο, που θέτουν σε κίνδυνο ανά πάσα στιγμή την ίδια τους τη ζωή. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει τόσο έμμεσα, από τις διάφορες πήγες σε ιστορικά και μη κείμενα ανά τον κόσμο, αλλά και άμεσα με οπτική επαφή, αφιερώνοντας χρόνο και ενέργεια σε τέτοια μέρη. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί η πραγματική αίσθηση του θανάτου με το θεωρητικό άγχος που αυτός μας δημιουργεί και με όποιες προεκτάσεις μπορεί να έχει.

Ένας από τους τρόπους που η ζωή απαντάει στον θάνατο είναι το ταξίδι, σε όλο το φάσμα του από το όνειρο μέχρι την πραγματοποίησή του. Μπορεί, σήμερα, τα ταξίδια να έχουν πάρει τη μορφή μόδας και τουριστικής επίδειξης, αλλά, αν δει κανείς την μεγάλη εικόνα, θα διαπιστώσει πιθανόν κάτι πιο ουσιαστικό και βαθύ. Η σημαντικότερη αποσκευή του ταξιδιώτη είναι η ελευθερία στο μυαλό και τη ψυχή του. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πιο «ασφαλή έξοδο κίνδυνου», από τα δεινά της καθημερινότητας, όμοια με μικρούς θανάτους. Οι εμπειρίες, οι γνώσεις και το τσίγκλισμα των αισθήσεων μετατοπίζει και μικραίνει, ταυτόχρονα, το στίγμα σου. Μικρή και μεγάλοι κίνδυνοι στη διάρκεια του ταξιδιού σε φέρνουν αντιμέτωπο ενός ιδιότυπου τέλους, ως και αυτή ακόμα τη θέα του θανάτου. Σκοπός σου είναι βγεις νικητής απέναντι σε όλους αυτούς τους «μικρούς θανάτους». Ένα ταξίδι, εν τέλει, αποτελεί τον παλμογράφο των χτύπων του συνειδητού, του ονείρου, ακόμη και των ψευδαισθήσεων ή παραισθήσεων.

Ένα ταξίδι στην Κολομβία, μια κατά τεκμήριο ασφαλή πλέον χώρα στο μεγαλύτερο κομμάτι της, μπορεί να σου δώσει ποικιλοτρόπως μια μοναδικά μαγευτική εικόνα ισορροπίας μεταξύ ζωής και θανάτου. Από την μία πλευρά, βλέπεις έναν αστείρευτο φυσικό πλούτο (τροπικά δάση, Αμαζόνιος, Καραϊβική θάλασσα), έναν υπέροχο πολιτισμό και ιστορία (προ-ιστορικό, προ-κολομβιανό, πιο σύγχρονο σε διάφορες εκφάνσεις), έναν μοναδικό πλουραλισμό τεχνών (ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, χορός, γκράφιτι) και ένα αναπόφευκτό μείγμα ανθρώπων που μέσα από την τυραννική πολλές φορές ταλαιπωρία βγάζουν απίστευτη χαρά, αγάπη για ζωή, έρωτα, χαμόγελο και αισιοδοξία. Από την άλλη πλευρά, αντικρίζεις έντονη φτώχεια, τρόμο και φόβο, σπίτια συνεχώς κλειδωμένα, βλέμματα μέσα στην καχυποψία, ψυχές φυλακισμένες που αδυνατούν παρά τη φιλότιμη προσπάθεια να ξεχάσουν το (πρόσφατο) παρελθόν τους.

Και εδώ έρχεται μια επίσκεψη στο Μεντεγίν, την πόλη που «μεγαλούργησε» ο γνωστός Πάμπλο Εσκομπάρ, με τη φημισμένη γειτονιά «Κομούνα 13». Η περιοχή αυτή έζησε επί πολλά χρόνια βίαιες καταστάσεις, στο πλαίσιο της διακίνησης –και όχι μόνο– ναρκωτικών, γεμάτες ανθρωποκυνηγητό, αιματοχυσίες αθώων ανθρώπων, αστυνομικών, πολιτικών, δημιουργώντας ένα ανατριχιαστικό σκηνικό τρόμου, φόβου, και θανάτου. Ένα πρωινό περπάτημα στο κέντρο και στα πέριξ του Μεντεγίν, σε αντίθεση με ένα σύγχρονο μουσείο για τη βία στην περιοχή, μπορεί να σου αποτυπώσει πλήρως όλο αυτό το σκηνικό. Μια-δύο εικόνες των ανθρώπων (φτώχεια, πείνα, πορνεία, ναρκωτικά), μια-δύο βόλτες στα σοκάκια, μια-δύο τζούρες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας αρκούν για να σκιαγραφήσεις την παραίσθηση από την απέναντι πλευρά. Μια τέτοια παραίσθηση, βέβαια, όντας πρωτόγνωρη εικόνα στα μάτια ενός δυτικού, αποτυπώνει πολύ σύντομα και συνοπτικά όλη την κατάσταση που επικρατούσε στην Κομούνα 13, δηλαδή με μία λέξη «δίψα». Η δίψα αυτή από την μία μπορεί να φέρει τον ανθρώπινο οργανισμό σε κατάσταση σωματικού θανάτου εν τέλει, αλλά από την άλλη μπορεί να του ξυπνήσει τη δίψα για τη ζωή, στην ουσιαστική σημασία της λέξης. Ένα πρωινό στο Μεντεγίν, λοιπόν, αρκεί για να φαντασιωθείς (ακόμη και σε επίπεδο παραίσθησης) την οδυνηρή πραγματικότητα του θανάτου, ώστε όταν ξυπνήσεις από το όνειρο να νιώσεις με όλες τις αισθήσεις σου (αντιληπτές η/και μη) το νόημα της ίδιας ζωής. Γιατί, άλλωστε, «τι νόημα έχει το όνειρο, χωρίς μικρές νοθείες»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!