Για το 30ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου – 19 Οκτώβρη μέχρι 1 Νοέμβρη
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Τριαντάρισε το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το μακροβιότερο αθηναϊκό Φεστιβάλ, με εξαιρετικά αφιερώματα στον Βισκόντι και στις σύγχρονες μαυρόασπρες ταινίες, αλλά και ένα υψηλού επιπέδου Διαγωνιστικό πρόγραμμα, επιλογής του Νίνου-Φένεκ Μικελίδη, Διευθυντή του Φεστιβάλ, με ταινίες που βρίσκουν δύσκολα διανομή στη δική μας χώρα. Οι κινηματογραφόφιλοι είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν ταινίες εστιασμένες στην ανθρωποκεντρική παράδοση του ευρωπαϊκού ανεξάρτητου σινεμά, που ανιχνεύουν τις συνέπειες της ραγδαίας φτωχοποίησης των λαϊκών στρωμάτων και της κατάργησης του κράτους πρόνοιας.
Το Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) απέσπασε το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα σπαραχτικό δράμα Una famiglia, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του 34χρονου Ιταλού Σεμπαστιάνο Ρίζο, που πρωτοεμφανίστηκε στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας, τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Επιλέγοντας να μην πάρει θέση, ο Ρίζο σμιλεύει την αμφισβητούμενη ηθική των ηρώων του σε ανεπαίσθητες, συναισθηματικής φόρτισης αποχρώσεις του γκρι. Οι δηλητηριασμένες σχέσεις ενός άλλοτε αγαπημένου ζευγαριού αποκαλύπτεται σύντομα πως διέπονται από ένα ένοχο μυστικό. Οι ψυχοπαθολογικές αντιδράσεις της διαταραγμένης γυναίκας απέναντι στη σκληρή στάση του επιβλητικού άντρα οφείλονται στην επιδίωξη συστηματικής τεκνοποίησης, με σκοπό την επικερδή επιχείρηση πώλησης των μωρών τους, σε εύπορες οικογένειες, ετερόφυλες και ομόφυλες. Η ευρηματική αυτή σεναριακή ανατροπή, με επίκεντρο ένα σκληρό ηθικό ζήτημα, στηρίζεται στις δυνατές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, με την εξαιρετική Μικαέλα Ραματζότι στο ρόλο της τραυματισμένης μάνας και έναν αγνώριστο Πατρίκ Μπρυέλ, που δίνει βουτιά σε ένα αχαρτογράφητο πεδίο δραματικής ερμηνείας, σε παραδόξως ιταλόφωνο ρόλο, εγκαταλείποντας τη σιγουριά της εμπορικής γαλλικής κωμωδίας. Η ρεαλιστικού ύφους υποδειγματική σκηνοθεσία βασίζεται κυρίως σε κοντινά πλάνα τηλεοπτικής αισθητικής, που ενισχύονται με μερικά αξιοσημείωτα μονοπλάνα ταρκοφσκικής έμπνευσης, με την κάμερα να επιτρέπει στον έξω κόσμο να εισέλθει στην οθόνη, μέσα από την κυκλική καταγραφή εικόνων μιας εξαθλιωμένης καθημερινότητας, αφήνοντας τις πράξεις ανατριχιαστικής βίας εκτός κάδρου.
* * *
Το Βραβείο κοινού της επιτροπής αναγνωστών του «Αθηνοράματος» δόθηκε στο Reinventing Marvin της Γαλλίδας Αν Φοντέιν, από κοινού με το Una famiglia.
Το Βραβείο Fipresci -Θόδωρος Αγγελόπουλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου απέσπασε η ρωσική ταινία Arrhythmia του Μπόρις Χλέμπνικοφ, όπου στα πλαίσια ενός αδυσώπητου καπιταλισμού τα κέρδη μπαίνουν πάνω απ’ τις ανθρώπινες ζωές. Η ντοκιμαντερίστικη γραφή της κάμερας ακολουθεί από κοντά σε μεγάλης διάρκειας λήψεις τους έντονους ρυθμούς ενός νεαρού ζευγαριού στα πρόθυρα διαζυγίου, που εργάζεται στα επείγοντα ενός δημόσιου νοσοκομείου, σε ένα υπό διάλυση εθνικό σύστημα υγείας. Ακολουθώντας τη βαθιά παράδοση της ανάδειξης ανθρωποκεντρικών αξιών του σοβιετικού σινεμά, ο Χλέμπνικοφ με επίκεντρο δυο καθημερινούς ήρωες, εισχωρεί στις πολύπλοκες διαπροσωπικές σχέσεις για να αναδείξει λιτά, δίχως πολιτικά κηρύγματα την εύθραυστη αλληλεπίδραση του ιδιωτικού μικρόκοσμου των ερωτικών προβλημάτων με την οικονομική διάσταση της κοινωνίας, χαράζοντας διασυνδέσεις με την συλλογική διεκδίκηση στους χώρους εργασίας. Άψογη ισορροπία ανάμεσα σε κωμικό και τραγικό στοιχείο, με συγκινητικές ρεαλιστικές ερμηνείες.
Στα πλαίσια της εορταστικής διοργάνωσης, παρευρέθηκαν στην Αθήνα και έδωσαν διαλέξεις σπουδαίοι σκηνοθέτες. Τιμώντας την παρουσία του 81χρονου πλέον Άγγλου Κεν Λόουτς για δεύτερη φορά στη χώρα μας, αποκλειστικά από το Πανόραμα, προβλήθηκε για πρώτη φορά σε ελληνική αίθουσα η ταινία του Riff–Raff (1991), καθώς δεν είχε ποτέ τύχει εγχώριας διανομής.
Στη σχεδόν δίωρη συνέντευξη τύπου, που έδωσε ο Κεν Λόουτς στην κατάμεστη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, απάντησε ακούραστα σε όλες τις ερωτήσεις του ενθουσιασμένου κοινού, σχετικά με το σινεμά και την πολιτική επικαιρότητα. Με βαθιά πίστη στο κοινοβουλευτικό δημοκρατικό όραμα, δήλωσε σχετικά με το Brexit ότι πάντα αναζητούσε μια Ευρώπη των λαών και όχι μια Ευρώπη των οικονομικών τραστ και των επιχειρήσεων. Παίρνοντας θέση στο θέμα της Καταλονίας, τόνισε πως αποτελεί πολυσύνθετο ιστορικο-πολιτικό ζήτημα, συμπληρώνοντας σκεπτικός, πως με την αυτονόμηση δεν διαφαίνεται κάποια διεκδίκηση κοινωνικού χαρακτήρα, τονίζοντας τη διαφθορά και στις δύο πλευρές, ενώ υποστήριξε τον τωρινό ηγέτη του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν. Συνεχίζοντας να υποστηρίζει με θέρμη ένα σινεμά με επίκεντρο τον άνθρωπο, βαθιά ενάντιος στην εκμετάλλευση των σχέσεων παραγωγής της κινηματογραφικής βιομηχανίας, δήλωσε πως το σινεμά αποτελεί τέχνη που ανακαλεί βαθιά συναισθηματικές αντιδράσεις, αιχμαλωτίζοντας μαγικά την αυθεντική αλήθεια του ερμηνευτή, καθώς η πολιτική ζει μέσα στις ανθρώπινες εκφράσεις και σχέσεις. Ο Λόουτς έκλεισε όπως πάντα με σηκωμένη αγωνιστική γροθιά, παροτρύνοντας τον κόσμο να οργανωθεί και να αντισταθεί.
Την τελετή λήξης ακολούθησε η προβολή της ταινίας Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς του Ραούλ Πεκ που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες από 9/11. Όπως είχε δηλώσει ο 64χρονος Αϊτιανός κινηματογραφιστής στο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου πρωτοεμφανίστηκε η ταινία του, επανέκαμψε στα διαβάσματα της δικιάς του νιότης, προκειμένου να διαμορφώσει θεωρητικούς προβληματισμούς στις νέες γενιές.
Ονόματα γνωστά στους σημερινούς νέους μονάχα από τις ράχες βιβλίων σε σκονισμένα ράφια βιβλιοθηκών παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από μια απλοποιημένη μυθοπλασία, που αποδίδει στις παρατηρήσεις τους, σε πραγματικές συνθήκες εκμετάλλευσης, τις βάσεις πολιτικών ιδεολογιών. Η ταινία μας πάει πίσω, στα 1844-45 και ρίχνει φως στην αρχή της δημιουργικής φιλίας των δυο νεαρών συγγραφέων του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (1848), αλλάζοντας συθέμελα την τάξη πραγμάτων. Παραμένει συναρπαστικά ψυχαγωγικό να βλέπεις τον Μαρξ και τον Ένγκελς να τρέχουν να γλιτώσουν από την αστυνομία που τους κυνηγάει, να ερωτεύονται και να μεθάνε, ενώ ο Μαρξ νικάει πάντα στο σκάκι τόσο τον Ένγκελς όσο και τον Μιχαήλ Μπακούνιν (!). Από έναν πρωτίστως ντοκιμαντερίστα σκηνοθέτη, πολιτική παρακαταθήκη για τις νέες γενιές αποτελεί το τέλος της ταινίας, τόσο με τον εμπνευσμένο τρόπο που ο φακός αιχμαλωτίζει την έννοια της εργατικής τάξης μέσα από διαδοχικά πλάνα συλλογικών πορτρέτων ανώνυμων εργατών, όσο και η ουσιαστική πολιτική παρέμβαση στους τίτλους τέλους, υπό τους ήχους του like a rolling stone του Μπομπ Ντύλαν, που συνδέει πραγματικές εικόνες της ιστορίας του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, με τα κινήματα πολιτικής αμφισβήτησης στα χρόνια του ’60, μέχρι την εποχή μας, τις ταραγμένες διαδηλώσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που ακολούθησαν την αραβική άνοιξη, περνώντας και από το δικό μας Σύνταγμα του 2011, καταδεικνύοντας τη θεμελιώδη επίδραση του κομμουνιστικού μανιφέστου, εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com