Σπαρμένος με πολιτικές και οικονομικές νάρκες σε Ελλάδα και Ε.Ε. ο «οδικός χάρτης» της συγκυβέρνησης για μετεκλογική επιβίωση και «έξοδο» από τα μνημόνια

 Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Μια εβδομάδα πριν στηθούν οι πρώτες κάλπες, οι δανειστές της Ελλάδας, δειλά-δειλά, αρχίζουν να επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ. Στις παρεμβάσεις στην προεκλογική διαδικασία, έστω και χωρίς την ωμότητα που τους διέκρινε στις εκλογές του 2012. «Πολιτική σταθερότητα» είναι το ζητούμενο για τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις, κάτι ανάλογο ζήτησε ο επίτροπος Όλι Ρεν, αλλά και το ίδιο το Eurogroup έθεσε όλη τη συζήτηση για τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους υπό πολιτική αίρεση. Η μετάθεση της συζήτησης για τον Νοέμβριο έχει τους «τεχνικούς» λόγους της, αλλά συναρτάται σε μεγάλο βαθμό και με τις αβεβαιότητες για την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά.

Έχουν τα δίκια τους κι οι δανειστές. Τι άλλο να πουν όταν βλέπουν τον Ευ. Βενιζέλο να εκβιάζει και τους κυβερνητικούς εταίρους του και την κοινή γνώμη ότι σε περίπτωση εκλογικής κατάρρευσης της Ελιάς δεν υπάρχει κυβέρνηση; Και τι άλλο να συμπεράνουν, όταν βλέπουν τον Αντ. Σαμαρά να αντιτείνει ότι η απάντηση στον κίνδυνο του «μη διαχειρίσιμου εκλογικού αθροίσματος» Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ δεν είναι η διάσωση του αδύναμου κυβερνητικού κρίκου, αλλά η πρωτιά της Ν.Δ. ακόμη και εις βάρος του ΠΑΣΟΚ; Τι άλλο να συμπεράνουν από το γεγονός ότι η μόνη βεβαιότητα για το εκλογικό αποτέλεσμα είναι η πολιτική αστάθεια;

 

Εστίες αστάθειας

Και δεν είναι η μόνη βέβαιη αστάθεια η πολιτική. Όλη η πολιτική και οικονομική δραστηριότητα στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη εξελίσσονται σε ένα εξαιρετικά ασταθές έδαφος, με τις κρίσιμες παρεμβάσεις να μετατίθενται μετά τις Ευρωεκλογές. Ο Ολάντ κραυγάζει ότι «έξοδος της Γαλλίας από την Ευρώπη σημαίνει έξοδος από την Ιστορία» και, παρακολουθώντας έντρομος τη δημοσκοπική άνθηση του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν, διακηρύσσει ότι «εθνικισμός ίσον πόλεμος, Ευρώπη ίσον ειρήνη». Τι θα απαντούσε στο ερώτημα αν αυτό ισχύει και στο Μάλι ή, πολύ περισσότερο, στην Ουκρανία που είναι ένας άλλος παράγοντας αστάθειας στην Ε.Ε, δοκιμάζοντας όχι μόνο τις αντοχές του ευρώ, αλλά και την πολιτική συνοχή της στο πλευρό της «δυτικής συμμαχίας»; Είναι, άραγε, βέβαιο ότι η Γερμανία είναι διατεθειμένη να φτάσει μέχρι τέλους τη ρήξη με τη Ρωσία; Κάθε άλλο.

Το ανατιμημένο (και λόγω ουκρανικής κρίσης) ευρώ και η αναιμική ανάκαμψη της Ευρωζώνης κινητοποιούν την «ανεξάρτητη» ΕΚΤ και τον «αυτοκράτορα» Ντράγκι να προαναγγείλουν την ετοιμότητά τους να προσφύγουν σε «μη συμβατικά μέσα» κατά του αποπληθωρισμού από τον Ιούνιο. Ήτοι, ακόμη χαμηλότερα επιτόκια κι ακόμη περισσότερη ρευστότητα, με αγορά κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων. Η προοπτική ενός γενναιόδωρου προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» αλά αμερικανικά (έμμεσο κόψιμο χρήματος) προκαλεί φλύκταινες στη γερμανική ηγεσία που, διά στόματος Σόιμπλε, ζητάει το αντίθετο απ’ αυτό που υπόσχεται ο Ντράγκι: «Πρέπει να μειώσουμε την πλεονάζουσα ρευστότητα ώστε να αποτρέψουμε νέες φούσκες», είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών. Παραδόξως, με την άποψή του συμφωνεί, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά για όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, ο πολύς Νουριέλ Ρουμπινί, που εκτιμά ότι είμαστε στην αρχή μιας νέας πιστωτικής φούσκας, αντίστοιχης με αυτήν που προκάλεσε την κρίση του 2007-2008. Σε τι συνίσταται αυτή η φούσκα; Στην αγορά χρέους και ιδιωτικών ομολόγων, χωρίς επαρκείς εγγυήσεις. Δηλαδή, στο ίδιο το «φάρμακο» με το οποίο προτίθεται να «θεραπεύσει» την Ευρωζώνη ο Ντράγκι. Με κάποιες ισχυρές δόσεις αυτού του «φαρμάκου» διασώθηκε ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας, δημιουργήθηκε μια χωματερή ευρωπαϊκών bad banks με ενεργητικό 2,5 τρισ. ευρώ (ο Σόιμπλε ξέρει ότι οι μεγαλύτερες από αυτές είναι γερμανικές και γι’ αυτό τάσσεται αναφανδόν υπέρ της πιστωτικής εγκράτειας) και με το ίδιο «φάρμακο», χρησιμοποιούμενο ως ισχυρό ναρκωτικό, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια εγκατέλειψαν τις αναπτυσσόμενες χώρες και μετέφεραν το πάρτι τους στην Ευρώπη, στο ευρώ και στα ομόλογα με τις υψηλές αποδόσεις, ανάμεσά τους και τα ελληνικά με τα οποία η συγκυβέρνηση «γιόρτασε» την έξοδο στις αγορές.

 

Μνημόνια for ever

Σ’ αυτό το ευρύτερο περιβάλλον αστάθειας κι αβεβαιότητας είναι μάλλον απίθανο να ευδοκιμήσει το success story σταθερότητας στο οποίο επενδύει η κυβέρνηση Σαμαρά. Οι εκλογικές παράμετροι αυτού του story σταθερότητας είναι προφανείς: πρώτος στόχος μια πρωτιά στις Ευρωεκλογές, με γαλάζια υπεροχή στις περιφέρειες, εναλλακτικός στόχος μια διαχειρίσιμη, οριακή ήττα που θα δώσει χρόνο για ανασύνταξη, ενόψει προεδρικών και εθνικών εκλογών.

Ανοίγοντας το κεφάλαιο της συνταγματικής αναθεώρησης ο Σαμαράς έστειλε σαφέστατο μήνυμα και στους εταίρους δανειστές: η Ν.Δ. είναι διατεθειμένη να δώσει συνταγματικό κύρος στην μακρόχρονη δέσμευση της χώρας στο μνημονιακό status και στην εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό συνάδει όχι μόνο με τις δεσμεύσεις της τροϊκανής επιτήρησης, αλλά και με τη δημοσιονομική επιτήρηση νέου τύπου που ισχύει για όλες τις χώρες της Ε.Ε., και για την Ελλάδα μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια, το 2016. Το νέο, πανευρωπαϊκό «μνημόνιο» προβλέπει αντίστοιχους θηριώδεις όρους για μειώσεις των διαρθρωτικών ελλειμμάτων, ετήσια μείωση του χρέους κατά 1/20 του ΑΕΠ για το μέρος του που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ (περίπου 10 δισ. τον χρόνο με τα σημερινά δεδομένα) αυτόματα μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης εσόδων, παύση πληρωμών από το ΕΣΠΑ, αν μια χώρα δεν συμμορφώνεται στις «μεταρρυθμιστικές» δεσμεύσεις της, χρηματοδοτικές διευκολύνσεις από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς (EFSF, ESM) με μνημονιακούς όρους κ.ά.

Εξάλλου, και για την περίοδο μετά την τελευταία αξιολόγηση της τρόικας το καλοκαίρι, οπότε οι ευρωπαϊκές συνιστώσες τελειώνουν με τις δόσεις τους, δεν είναι σαφές πώς θα συνεχιστεί η επιτήρηση από το ΔΝΤ, που έχει υπόλοιπα δανειακών δόσεων μέχρι και το 2016. Κι ακόμη περισσότερο, η δανειακή σύμβαση είναι σε πλήρη ισχύ και ο ευρωπαϊκός EFSF έχει πλήρη δικαιώματα μνημονιακής επιτήρησης μέχρι την αποπληρωμή του 75% των δανείων των 200 δισ. ευρώ που έχει λάβει η Ελλάδα από τους εταίρους της. Δηλαδή, για τουλάχιστον μια δεκαετία.

Τα δεδομένα αυτά καθιστούν το έδαφος κάτω από τα πόδια της κυβέρνησης κινούμενη άμμο. Κι αυτός ήταν κι ο λόγος που το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας περιορίστηκε να οριστικοποιήσει το χρονοδιάγραμμα της συζήτησης για το χρέος με ορίζοντα τον Νοέμβριο. Το μόνο που κατάφερε να πάρει ο Γ. Στουρνάρας είναι η υπόσχεση ότι θα εξεταστεί το ενδεχόμενο αξιοποίησης των 11 δισ. που έχουν απομείνει στο ΤΧΣ – είτε για να καλύψουν τα χρηματοδοτικά κενά μέχρι το 2016, είτε για να μειώσουν το χρέος. Αλλά και αυτό τελεί υπό την αίρεση οι ελληνικές τράπεζες θα περάσουν τα πανευρωπαϊκά stress tests του Οκτωβρίου και δεν θα χρειαστούν άλλα κεφάλαια. Εξού και η πρεμούρα τους να τελειώσουν τις αυξήσεις κεφαλαίου και να πριμοδοτήσουν το κερδοσκοπικό παιχνίδι στο Χρηματιστήριο.

 

Χάδια και χαστούκια

Σε ρητορικό επίπεδο οι εταίροι κάνουν κάποιες προσπάθειες να στηρίξουν τον «οδικό χάρτη της σταθεροποίησης» της κυβέρνησης Σαμαρά. Οι έπαινοι για το πλεόνασμα, η έκθεση της Κομισιόν για αναιμική ανάπτυξη 0,6% του ΑΕΠ φέτος, η υπόρρητη ενθάρρυνση σε δεύτερη έξοδο στις αγορές, τώρα, όσο κρατά η δίψα των κερδοσκοπικών κεφαλαίων για υψηλές αποδόσεις, είναι η πενιχρή εισφορά των δανειστών στην εκλογική επιβίωση της κυβέρνησης. Ακόμη κι αυτή, όμως, συνοδεύεται από αστερίσκους και αμφισβητήσεις. Ο Σόιμπλε δηλώνει ευχάριστα έκπληκτος για το πλεόνασμα, αλλά υπενθυμίζει ότι «η Ελλάδα δεν έχει αποφύγει τον κίνδυνο». Την ίδια στιγμή, η «βαθιά» γερμανική ελίτ αποδομεί σαρκαστικά τον μύθο του ελληνικού success story. «Η Ελλάδα δεν έχει πετύχει κανένα πρωτογενές πλεόνασμα, αντίθετα έχει ένα τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα», λέει ο Χανς Βέρνερ Ζιν του Ifo, καρφώνοντας τη δημιουργική λογιστική που ανέχεται η τρόικα. «Οι καλές ειδήσεις από την Ελλάδα είναι παραπλανητικές», κραυγάζει το γερμανικό περιοδικό Focus και επιστρατεύει οικονομολόγους που χαρακτηρίζουν τη χώρα «αποτυχημένο κράτος». Είναι σχεδόν παράδοξο. Παρά την ακραία εθελοδουλία του εγχώριου συστήματος εξουσίας που παρέδωσε τα κλειδιά της χώρας στους πιστωτές, η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ παραμένει ασταθής κι αναποφάσιστη για την τύχη της. «Έχω σταματήσει να λέω οτιδήποτε οριστικό όσον αφορά την Ελλάδα», λέει χαρακτηριστικά ο επίτροπος Ρεν. Αν η αστάθεια των δανειστών, έναντι της χώρας, προδίδει φόβο έναντι της ελληνικής κοινωνίας και των επιλογών της, έχουμε λόγους να ελπίζουμε. Το χειρότερο θα ήταν να κρύβει απάθεια, αδιαφορία και υπέρβαση του ελληνικού ταμπού. 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!