«Η παγκόσμια συγκυρία επιβάλλει σεμνότητα και χαμηλούς τόνους. Αλλά η πορεία της χώρας και τα αποτελέσματα του πρώτου χρόνου διακυβέρνησης έχουν δημιουργήσει αισιοδοξία και ελπίδα», δήλωσε ο Κ. Μητσοτάκης, αποτιμώντας το έργο της κυβέρνησης του.
Έχει γίνει συνήθεια, οι κυβερνώντες να βρίσκονται σε τόση αναντιστοιχία με το κοινό αίσθημα που η παραπάνω δήλωση δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Ο σημερινός πρωθυπουργός ανάγει αυτή τη συνήθεια σε ιδιαίτερη «τέχνη». Οι «χαμηλοί τόνοι» μπροστά στη «διεθνή συγκυρία» αξιοποιείται ως άλλοθι για κάθε μελλοντικό οικονομικό και γεωπολιτικό στραβοπάτημα, που είναι και το πιο πιθανό. Οι αναφορές σε «αισιοδοξία-ελπίδα» αποτελούν εύκολη ευλογία των «επιτυχιών» του. Εύκολο έργο αν συνυπολογιστεί ότι αντικατέστησε στη δικομματική εναλλαγή ένα κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, που απέδειξε πολλαπλά ότι διαθέτει ισχυρές δόσεις προσαρμογής, υποτέλειας, ανικανότητας, αγκυλώσεων και διαφθοράς. Το «γλέντι» των θετικών κυβερνητικών απολογισμών στήνονται, όχι τυχαία, στο κλίμα των αποκαλύψεων Μιωνή, Καλογρίτσα & Σια… Ξεχνιέται εκκωφαντικά η συνέχιση της ίδιας πολιτικής, σε όλα τα μεγάλα οικονομικά και γεωπολιτικά θέματα, που εφάρμοσε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως ξεχνιούνται σκόπιμα οι ήδη ορατές συνέπειες της κρίσης, που ανέδειξε και μεγέθυνε η πανδημία, και οι εξίσου ορατές άμεσες καταστροφικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους και τους νέους.
Ο Κ. Μητσοτάκης, εκλέχθηκε στις εκλογές του προηγούμενου Ιουλίου, με πρωτοφανή άνεση για τα δεδομένα των τελευταίων χρόνων, εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, και τη φθορά της δημοφιλίας του Αλ. Τσίπρα στην κοινωνία, ειδικά μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η άνετη εκλογή του, αλλά και η αποδιάρθρωση οποιασδήποτε κοινωνικής ή πολιτικής αντιπολίτευσης, του έδωσε το περιθώριο να εφαρμόσει χωρίς εμπόδια τη δική του πολιτική. Θεώρησε πλεονέκτημα ότι οι οικονομικές επιλογές του εγκρίθηκαν στις εκλογές και άρα δεν ήταν προϊόν πιέσεων πιέσεις της ευρωκρατίας.
Εκλέχθηκε υποσχόμενος γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας, ρεαλιστική και αποτελεσματική διοίκηση και μια πιο αποφασιστική πολιτική στα εθνικά θέματα. Η πρώτη χρονιά κρίθηκε κυρίως, απ’ την συνεχιζόμενη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την επιθετικότητα της Τουρκίας να συναντά το μεταναστευτικό/προσφυγικό που κορυφώθηκε με την κρίση στον Έβρο, και την πανδημία που αποδιάρθρωσε τον πλανήτη και άλλαξε δραματικά τις κοινωνίες.
Απέναντι σε αυτά η κυβέρνηση κατάφερε να βγει αλώβητη, προς το παρόν, και κέρδισε τις πρώτες εντυπώσεις. Αν και κινήθηκε χωρίς στρατηγική και όραμα για τη χώρα, ακολουθώντας την πεπατημένη που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, εντός των πλαισίων που ορίζει η επιτροπεία από την Ε.Ε. και προσδεμένη γεωπολιτικά στο άρμα της Δύσης, είχε την τύχη να μην αντιμετωπίσει κάποια μεγάλη «στραβή στη βάρδια της». Στη δημόσια διοίκηση και την οικονομία διαχειρίστηκε τη διακυβέρνηση της χώρας σαν «επιχείρηση», επιτάχυνε την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων διανθίζοντας την με τις συνηθισμένες «αρπαχτές». Παράλληλα τροποποίησε επί το αντιδραστικότερο τις συλλογικές ελευθερίες, τις εργασιακές σχέσεις και τη δημόσια παιδεία. Σε όλα αυτό δεν είχε καμιά σοβαρή αντιπολίτευση. Σε όλα τα μεγάλα ζητήματα το πολιτικό σύστημα ανέδειξε μια πρωτοφανή ομοφωνία. Οι αντιπαραθέσεις και οι τσακωμοί κυριαρχήθηκαν από τις αποκαλύψεις γύρω από διακομματικά σκάνδαλα, ενώ στα όσα αφορούσαν καταργήσεις λαϊκών κατακτήσεις και δικαιωμάτων ήταν φανερή η απουσία των άμεσα θιγομένων.
Στο κλείσιμο του πρώτου χρόνου η Ν.Δ. επαίρεται για την «επιστροφή στην κανονικότητα» και για «την αισιοδοξία» που έχει επιστρέψει στους πολίτες της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματική αντιπολίτευση, περιορίζεται σε κατηγορίες για έλλειμμα «κοινωνικής δικαιοσύνης και ακροδεξιά ρητορική». Τα ΜΜΕ, θα παρουσιάζουν συνεχώς δημοσκοπήσεις «αποδοχής» του κυβερνητικού έργου. Και ενώ ο κυβερνητικός «μήνας του μέλιτος» οδεύει προς το τέλος, επικρατεί η εικόνα, προσωρινά, ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι ότι καλύτερο μπορεί να παράξει το εγχώριο πολιτικό σύστημα.
Την ίδια στιγμή όλοι αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα που είναι μπροστά μας με άγνωστο συντελεστή το αν η παθητικότητα θα συνεχιστεί ή θα σπάσει…
Το κράτος έχει συνέχεια
Ίδια πολιτική στο μεταναστευτικό
Ίσως το πρώτο μεγάλο ζήτημα που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν αυτό του μεταναστευτικού/προσφυγικού, με την πολιτική εγκλωβισμού χιλιάδων ανθρώπων που επέβαλε η Ε.Ε., με τον συνεχή εκβιασμό από τον Ερντογάν, αλλά και με την ασφυκτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στα νησιά, αποτέλεσμα της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ.
Η Ν.Δ., κινήθηκε από την πρώτη στιγμή αποδεχόμενη τα τετελεσμένα της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας, προσπαθώντας να επιβάλει τη παραμονή χιλιάδων ανθρώπων στη χώρα μας. Άλλαξε τη ρητορική της, μιλώντας για κλειστές δομές. Έστειλε τα ΜΑΤ εναντίον των κατοίκων του Β.Α. Αιγαίου που αγωνίζονταν ενάντια στη μετατροπή του τόπου τους σε hot-spot.
Η κατάσταση έφθασε στα όρια όταν ο Ερντογάν οργάνωσε τη μαζική εισβολή μεταναστών και προσφύγων στον Έβρο, απειλώντας με κατάρρευση την ελληνική συνοριογραμμή. Στην πραγματικότητα και παρά την αλλαγή ρητορικής η πολιτική Μητσοτάκη κινήθηκε και κινείται στα όρια που υπαγορεύει η γερμανική Ευρώπη. Οι χώρες της Ε.Ε. συνεχίζουν να κρατούν κλειστά τα σύνορά τους και η χώρα παραμένει εκτεθειμένη στις μεθοδεύσεις του Ερντογάν. Ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η ευρωπαϊκή πολιτική στο μεταναστευστικό πρόβλημα και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η μετατροπή της χώρας σε προχωρημένο φυλάκιο της Ε.Ε. και ταυτόχρονα σε χώρο μόνιμης εγκατάστασης και απέραντη φυλακή των θυμάτων των σύγχρονων δυτικών σταυροφοριών
Ελληνοτουρκικά και συνεκμετάλλευση
Στα ελληνοτουρκικά η «εθνική γραμμή» είχε χαραχθεί από καιρό. Στο όνομα αυτής της γραμμής, η Κύπρος κείται όλο και πιο μακράν, το Καστελόριζο, η Ρόδος, η Κως και η Κρήτη έχουν ελάχιστη ή μηδενική επήρεια στη θαλάσσια κυριαρχία και νέοι «επώδυνοι συμβιβασμοί» ετοιμάζονται σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο. Ταυτόχρονα μεγαλώνει η πρόσδεση της εξωτερικής μας πολιτικής στο νατοϊκό άρμα ενώ όλο και πιο συχνά η χώρα συμμετέχει στη δυτική εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας.
Το μόνο που συγκρατεί την πολιτική ελίτ της χώρας είναι η αδιαλλαξία και η παράλογη επιθετικότητα του Ερντογάν. Η κυβέρνηση της Ν.Δ., μέσω του ΥΠΕΞ κ. Δένδια, πρόβαλε ως αντίβαρο στις προκλήσεις της Τουρκίας την προσπάθεια διακρατικών συμφωνιών με άλλες χώρες της περιοχής. Έτσι επιδιώχθηκε βάθεμα της συνεργασίας με το Ισραήλ, συμφωνία για ΑΟΖ με την Ιταλία, δηλώσεις στήριξης στον Χάφταρ στη Λιβύη και συζητήσεις για τη χάραξη ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Παρόλα αυτά τίποτα δεν έχει τροποποιήσει την πορεία των εξελίξεων. Το Ισραήλ κρατάει στάση Πόντιου Πιλάτου κρατώντας ανοιχτούς διαύλους με την Τουρκία, η συμφωνία με την Ιταλία ανοίγει τον ασκό του Αιόλου της μειωμένης επήρειας στην ΑΟΖ των νησιών, πράγμα που έρχονται να επιβεβαιώσουν και οι προκλητικές αιτιάσεις της Αιγύπτου για Καστελόριζο, Ρόδο και Κρήτη που ανοίγουν το δρόμο για συμφωνία και με την Τουρκία.
Ανάπτυξη για λίγους και ξένους
Βασικό στοιχείο του κυβερνητικού αφηγήματος ήταν εξ’ αρχής αυτό της ανάπτυξης και της επιχειρηματικότητας. Το δίδυμο Χατζηδάκη-Γεωργιάδη, ανέλαβε να προωθήσει τη συγκεκριμένη ατζέντα. Με σημαία την επένδυση στο Ελληνικό, εγκαινιάζεται μια επιθετική πολιτική μπουλντόζας και επιχειρηματικής ασυδοσίας. Συνεχίζεται η πολιτική που ονομάζει «ανάπτυξη» την εκποίηση της χώρας και τη μονοκαλλιέργεια της τουριστικής βιομηχανίας. Απουσία οποιουδήποτε παραγωγικού σχεδιασμού για τη χώρα, η κυβέρνηση παίζει τον ρόλο του μεσίτη. Ενέργεια, πράσινες επενδύσεις για γερμανικές πολυεθνικές και καταστροφή περιοχών μεγάλης φυσικής ομορφιάς για τουριστικές υποδομές, είναι τα πεδία που παρατηρείται η μεγαλύτερη κινητικότητα. Κατά τα λοιπά, η οικονομία συνεχίζει τις χαμηλές πτήσεις παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες.
Η διαχείριση της πανδημίας
Ένα ακόμη ζήτημα, που η κυβέρνηση σπεύδει να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά είναι της επιτυχούς αντιμετώπισης του πρώτου κύματος της πανδημίας. «Αλληλοσυγχαίρονται» οι κυβερνητικοί παράγοντες και πανηγυρίζουν για την επιστροφή στην κανονικότητα και το άνοιγμα του τουρισμού. Κάπως έτσι η ευαισθησία του κ. Τσιόδρα, αντικαθίσταται απ’ την επιχειρηματική δεινότητα του κ. Θεοχάρη, και δίνεται γη και ύδωρ στους μεγάλους touroperators. Τα ανοιχτά σύνορα, όμως, χωρίς μαζικά τεστ, απειλούν μ’ ένα δεύτερο κύμα πανδημίας.
Υ.γ.: Η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη υποτίθεται ότι θα επανεξέταζε, καταργούσε, αναθεωρούσε, κάτι τέλος πάντων, τη Συνθήκη των Πρεσπών. Ακόμα περιμένουμε…