Του Γιώργου Γιαλούρη

Ο πατέρας του κοριτσιού εργαζόταν είκοσι δύο χρόνια σ’ ένα εργοστάσιο κατασκευής οικιακών ηλεκτρικών συσκευών ελληνικής εταιρείας, κατ’ ευφημισμόν ελληνικής διότι είχε πουληθεί εξ ολοκλήρου και προ πολλού σε μία πολυεθνική εταιρεία η οποία προπαγάνδιζε ότι θα αναμόρφωνε σε κάθε επίπεδο τη μικρή ελληνική εταιρεία και θα την τοποθετούσε στον διεθνή στίβο της ανταγωνιστικότητας με πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, τα προϊόντα της θα ανασχεδιάζονταν με σεβασμό στην παραδοσιακή αισθητική αλλά αναβαθμισμένα πια με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας με στόχο τη διεύρυνση του πελατολογίου, ο κύκλος εργασιών θα εκτινασσόταν με την εφαρμογή όλων των δοκιμασμένων στην πράξη τεχνικών του σύγχρονου management, οι απολαβές των εργαζομένων όχι μόνο θα διατηρούνταν αλλά και θα ενισχύονταν με όρους ανταγωνιστικότητας, το οικονομικό μοντέλο θα επανεξεταζόταν με την εισαγωγή ετήσιων και πιο επιθετικών business plans, με λίγα λόγια η εταιρεία θα ξεπερνούσε το παρωχημένο της εσωστρεφές μοντέλο και θα περνούσε στον σύγχρονο κόσμο της εξωστρέφειας και της διαρκούς ανάπτυξης και τελικά οι εργαζόμενοι μετά από μερικές σποραδικές αντιδράσεις συνηγόρησαν στην πώληση της εταιρείας ιδιαίτερα μετά από την παρότρυνση των συνδικαλιστών της λαϊκής δεξιάς και του προοδευτικού τόξου οι οποίοι αποκαλώντας τους απέναντί τους ως απολιθώματα της ιστορίας, παρότρυναν τους εργαζόμενους να περάσουν στην νέα εποχή και να μην μείνουν προσκολλημένοι στο παρελθόν, έτσι η εταιρεία πουλήθηκε κάτι το οποίο θα γινόταν έτσι κι αλλιώς αφού ο μοναδικός μέτοχος της εταιρείας, ονομαστό μέλος καλής οικογενείας που γιγάντωσε τις επιχειρήσεις της κατά την περίοδο του «οικονομικού θαύματος» της επταετίας ήθελε να απαγκιστρωθεί από το αγκάθι του εκδημοκρατισμού, των συνδικάτων και της δυσλειτουργικής ελληνικής εργατικής νομοθεσίας και να επικεντρωθεί στις νέες του επιχειρήσεις στα Βαλκάνια με αποτέλεσμα η εταιρεία να μπει πλέον σε τροχιά ανάπτυξης η οποία αποδείχθηκε εξαιρετικά ευεργετική για τους μετόχους αλλά όχι για την ίδια την εταιρεία και σίγουρα όχι για τους εργαζόμενους οι οποίοι με τον καιρό συνειδητοποίησαν ότι δούλευαν περισσότερο για λιγότερα, με μειωμένα δικαιώματα, οι παλαιότεροι έφευγαν άρον άρον με εθελούσιες εξόδους και αντικαθίσταντο με ενοικιαζόμενους εργαζόμενους που υπάγονταν σε διαφορετικό και πιο ευέλικτο εργασιακό καθεστώς και κάποια στιγμή η εταιρεία μπήκε μετά βαΐων και κλάδων στο χρηματιστήριο, η μετοχή ανέβηκε, κατέβηκε, ξανανέβηκε και ξανακατέβηκε, μάλιστα αρκετοί εργαζόμενοι πείστηκαν κι αγόρασαν μετοχές και όταν η εταιρεία μετά από έναν χρόνο, πάλι μετά βαΐων και κλάδων βγήκε από το χρηματιστήριο, οι μικρομέτοχοι είχαν χάσει σχεδόν όλα τους τα χρήματα και η εταιρεία πουλήθηκε εν μέρει σε άλλη πολυεθνική που με τη σειρά της εκχώρησε ποσοστά και υπηρεσίες σε hedge funds και όλοι μαζί αποφάσισαν ένα όμορφο πρωινό να κλείσουν το εργοστάσιο και να μεταφέρουν ολόκληρη την παραγωγή στην Τουρκία, κάποιος ψέλλισε κάτι για απεργία, αλλά πλέον από τα εξακόσια πενήντα άτομα προσωπικό είχαν απομείνει κάτι περισσότερο από διακόσιοι, ο σύλλογος εργαζομένων ήταν ένα κενό γράμμα, ένα γραφειοκρατικό απολειφάδι που επικύρωνε τα πάντα και έβγαζε δύο ανακοινώσεις τον χρόνο για την επέτειο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και για την εργατική πρωτομαγιά, αλλά ακόμη και να αποφάσιζαν απεργία, ακόμη και αν δεν κηρυσσόταν παράνομη και καταχρηστική, τα κεφάλαια των ιδιοκτητών ήταν τέτοια που δεν τους ενδιέφερε αν έμενε το εργοστάσιο κλειστό για μήνες, όμως σε κάθε περίπτωση τις αντιδράσεις θα τις συνέτριβαν ακόμη και αν δεν κινδύνευαν από αυτές, με λίγα λόγια ο πατέρας του κοριτσιού θα έμενε σε λίγους μήνες από δουλειά, θα έπαιρνε μία πενιχρή αποζημίωση και αντί να βρει ένα διαμέρισμα πιο νότια, όπως πάντα ονειρευόταν μαζί με τη γυναίκα του για να είναι πιο κοντά στη θάλασσα, βρήκε ένα μικρότερο, σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτό που ζούσε τώρα, κάπου στο Μενίδι.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Το εγχείρημα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!