Συνεχίζεται βάσει χρονοδιαγράμματος η διαδικασία προσέγγισης Ελλάδας και Τουρκίας, στο φόντο του νέου γύρου ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή. Μετά και την επίσημη έναρξη του διαλόγου στις 17 Οκτωβρίου, τόσο όσον αφορά τις πολιτικές διαβουλεύσεις με ορίζοντα τη Χάγη όσο και τη λεγόμενη θετική ατζέντα, η ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών διαδικασία διαλόγου προχωράει με στόχο στις 7 Δεκεμβρίου στην αναμενόμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Ανώτατο Συμβούλιο Ασφαλείας στην Θεσσαλονίκη να υπάρξουν απτά αποτελέσματα.
Η ελληνική πλευρά επιμένει στη θετική ατζέντα και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ένα από τα πεδία, που δίνεται ιδιαίτερο βάρος είναι αυτό του μεταναστευτικού. Καμιά καταγγελία δεν απευθύνει η χώρα μας προς την πλευρά του καθεστώτος Ερντογάν που δρα ως οργανωτής των δουλεμπορικών δικτύων στο Αιγαίο και τον Έβρο μετατρέποντας το μεταναστευτικό σε όπλο του εν εξελίξει υβριδικού πολέμου. Αντιθέτως Ελλάδα και Τουρκία παρουσιάζονται ως σύμμαχοι στην προσπάθεια ελέγχου των μεταναστευτικών ροών. Σε επίσκεψη του στην Άγκυρα, στις 23 Οκτωβρίου, ο υπουργός Μετανάστευσης κ. Καιρίδης είχε συναντήσεις με ομολόγους του και συμφώνησαν να βαθύνουν τη συνεργασία στον τομέα αυτό, εκφράζοντας και την «ικανοποίηση για την πρόοδο που έχει υπάρξει στον Έβρο», κόντρα στα ίδια τα πραγματικά δεδομένα που δείχνουν σταθερές ή και αυξημένες τις ροές μεταναστών σε Αιγαίο και Έβρο.
Σε κάθε περίπτωση ο διάλογος αυτός δεν διεξάγεται εν κενώ. Η Άγκυρα, μετά από ένα χρόνο θετικής στάσης προς τη Δύση και τις ΗΠΑ, ανεβάζει τους τόνους μετά την επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, κατηγορώντας το Ισραήλ αλλά και τις ΗΠΑ για συνενοχή σε εγκλήματα πολέμου. Την ίδια στιγμή, κύκλοι στην Ουάσιγκτον καλούν σε απομόνωση της Τουρκίας όσο αυτή δεν κόβει τις σχέσεις με την Χαμάς. Παραμένει ερώτημα, αν οι παραπάνω εξελίξεις θα επηρεάσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και προς ποια κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει σταθερή η επιδίωξη των ΗΠΑ να αξιοποιήσουν τη χώρα μας –και τις υποχωρήσεις που μοιάζει διατεθειμένη να δεχθεί– ως μοχλό συγκράτησης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο.
Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος, ακόμη και εν μέσω γενικευμένης ανάφλεξης, στη συνάντηση της Θεσσαλονίκης, να έχουμε μια fast track διαδικασία επιβολής τετελεσμένων «λύσεων» με απώλεια στοιχείων εθνικής κυριαρχίας για τη χώρα μας, παραμένει. Και απαιτεί να υπάρξουν αντιστάσεις απ’ όσους συναισθάνονται ότι οι ΝΑΤΟϊκής κοπής σχεδιασμοί αποτελούν μια παγίδα, μια ανοιχτή απειλή για την ίδια τη βιωσιμότητα της χώρας και του Ελληνισμού γενικότερα.
Δ. Γκ.