Ενώ η κυβέρνηση επενδύει πολιτικά στη διαμόρφωση θετικών προσδοκιών σε ευρύτατες κατηγορίες πολιτών, με σειρά εξαγγελιών που ήδη άρχισαν να υλοποιούνται τουλάχιστον νομοθετικά (βλέπε διάταξη για αναδρομικά), ταυτόχρονα διατρέχει τον κίνδυνο να πέσει θύμα της επιτυχίας της.

Το μείζον ζήτημα της μη περικοπής των συντάξεων από 1/1/2019, για το οποίο οι δανειστές έχουν αφήσει να διαφανεί πως το συζητάνε, περιπλέκεται από την καταιγίδα προσφυγών, αιτήσεων και δικαστικών αποφάσεων για την αναδρομική επιστροφή των περικοπών από το 2012. Παρότι οι πιθανότητες να ευδοκιμήσουν αυτές οι προσφυγές στο ανώτατο δικαστικό επίπεδο δεν είναι μεγάλες, η εκκρεμότητά τους δημιουργεί αβεβαιότητες και δεύτερες σκέψεις στους δανειστές. Ήδη, η έκθεση της Κομισιόν που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα με τις βασικές δημοσιονομικές προβλέψεις για το 2019 και το 2020 βάζει έναν αστερίσκο για τα «πτωτικά ρίσκα» τα οποία μπορεί να προκαλέσουν οι δικαστικές εκκρεμότητες ή κυβερνητικές πρωτοβουλίες που επηρεάζουν το μισθολογικό κόστος του δημοσίου.

Προκρίνουν τον συμβιβασμό

Παρ’ όλα αυτά, σε γενικές γραμμές η έκθεση της Κομισιόν και οι βασικές προβλέψεις της για το ΑΕΠ, το πλεόνασμα, την κατανάλωση και την ανεργία διαμορφώνουν το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους θεσμούς, ώστε να αποφευχθεί η περικοπή των συντάξεων. Η απόκλιση μεταξύ των εκτιμήσεων της Επιτροπής και αυτών στο σχέδιο Προϋπολογισμού της κυβέρνησης δεν είναι τεράστια (0,3% στην εκτίμηση για το πρωτογενές πλεόνασμα και από 0,3% έως 0,5% για το ΑΕΠ). Αλλά όταν εκφραστεί σε χρήμα –από 300 έως 500 εκατ. ευρώ– αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντική για την υλοποίηση των κυβερνητικών εξαγγελιών. Πάντως, παρότι οι εκτιμήσεις υπογραμμίζεται ότι είναι προσωρινές, η Κομισιόν κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να «αβαντάρει» πολιτικά το συμβιβαστικό σενάριο –ήτοι, χωρίς περικοπές στις συντάξεις, αλλά με προσαρμογές στα αντίμετρα– προβλέποντας ότι θα οδηγήσει σε ισχυρότερη ανάπτυξη 2,3% του ΑΕΠ τη διετία 2019 -2020.

Σε κάθε περίπτωση, στο έκτακτο Eurogroup της 19ης Νοέμβρη –που έχει θέμα την εμβάθυνση της Ευρωζώνης– ή το αργότερο σε αυτό του Δεκεμβρίου θα πρέπει να οριστικοποιηθεί μια συμφωνία κυβέρνησης-δανειστών για την τελική σύνθεση του εναλλακτικού πακέτου μέτρων που θα αντικαταστήσει όσα είχαν συμφωνηθεί στο τρίτο Μνημόνιο, μαζί με τις περικοπές των συντάξεων. Το ΔΝΤ, όπως έγινε προφανές και από τις δηλώσεις Τόμσεν, παρότι επιμένει στην αναγκαιότητα των περικοπών, δεν θέλει να είναι και δεν θα είναι μέρος αυτής της διαπραγμάτευσης – «δεν είμαστε στον διάλογο αυτόν», είπε ο Τόμσεν. Παραδόξως, το ΔΝΤ προβλέπει κι αυτό και μάλιστα λίγο πιο αισιόδοξο από την Κομισιόν, ανάπτυξη 2,4% του ΑΕΠ το 2019.

Μετά τον Νόμο Κατσέλη τι;

Ωστόσο, ένα ακόμη πεδίο δύσκολης διαπραγμάτευσης ενδέχεται να αποτελέσει το ζήτημα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, καθώς ο τροποποιημένος προς το χειρότερο νόμος Κατσέλη καταργείται στο τέλος του έτους, όπως έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές. Ενώ κατά εκατοντάδες δανειολήπτες στεγαστικών σπεύδουν να αξιοποιήσουν την τελευταία ευκαιρία ένταξης στον νόμο, υπό τον φόβο μιας καταιγίδας κατασχέσεων από το 2019, ο υπουργός Οικονομίας Γ. Δραγασάκης κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει περίπτωση παράτασης του νόμου, αλλά ότι αναζητείται ένα νέο μοντέλο προστασίας της πρώτης κατοικίας μέχρι το τέλος του έτους. Με δεδομένο ότι οι δανειστές δεν συζητούν οτιδήποτε μπορεί να εκθέσει τις τράπεζες σε νέα κόκκινα στεγαστικά δάνεια, η κυβέρνηση, κατά πληροφορίες, δρομολογεί μια επιχείρηση «πειθούς», καταφεύγοντας στις «καλές πρακτικές» ευρωπαϊκών και άλλων ανεπτυγμένων χωρών στην προστασία της πρώτης κατοικίας. Τι θα αποδώσει αυτή η προσπάθεια παραμένει απρόβλεπτο.

Η Ευρωζώνη βρίσκεται ξανά στη γερμανική ζώνη του λυκόφωτος και κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ιταλία, την Ελλάδα και όσες χώρες δεν κολλάνε στη «βόρεια» κανονικότητα

Πίσω από την ιταλική βιτρίνα

Ο βασικός παράγοντας αβεβαιότητας ως προς την έκβαση των κυβερνητικών σχεδιασμών οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι είναι εξωγενής. Εκ πρώτης όψεως το βασικό πρόβλημα είναι η Ιταλία και η τροχιά σύγκρουσης με την Κομισιόν που διαμορφώνεται, καθώς εκπνέει η προθεσμία να υποβάλει διορθώσεις στον προϋπολογισμό της η ιταλική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Κόντε αρνείται να κάνει διορθώσεις, η Κομισιόν, δια του επιτρόπου Βάλντις Ντομπρόβσκις, προαναγγέλλει έναρξη της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος για την Ιταλία, οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων αυξάνονται, οι ιταλικές τράπεζες εμφανίζονται με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και η όλη εικόνα μεταδίδεται στις αγορές τόσο των ομολόγων όσο και των μετοχών.

Ωστόσο, πίσω από τη βιτρίνα της Ιταλίας οι εκτιμήσεις της Κομισιόν συνολικά για την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. αποκαλύπτουν κάτι βαθύτερο: η ευρωπαϊκή ανάπτυξη μπαίνει σε σταθερά φθίνουσα τροχιά για τα επόμενα τρία χρόνια, παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική της εικόνα εμφανίζεται καλύτερη από ποτέ. Το έλλειμμα της Ευρωζώνης μειώνεται πολύ κάτω του 1% του ΑΕΠ, το χρέος της επίσης βαίνει μειούμενο (παρά την ελληνική και την ιταλική ακραία εξαίρεση), η ανεργία επίσης, αλλά ο ρυθμός ανάπτυξης πέφτει μέχρι το 1,7% το 2020. Η ηγεσία της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει περίπου ως μυστήριο το φαινόμενο. Προσπαθεί να το αποδώσει στην «ταραξία» Ιταλία, στις αυξήσεις δημοσίων δαπανών, στην πολιτική του Τραμπ ή στο αβέβαιο Brexit. Στην πραγματικότητα η Ευρωζώνη είναι θύμα των σχιζοειδών κανόνων της και του Συμφώνου Σταθερότητας, του ζουρλομανδύα που καταστέλλει την όποια αναπτυξιακή ικμάδα της. Στη φθίνουσα ανάπτυξη και στο ενδεχόμενο ανακύκλωσης της κρίσης αντανακλάται ακριβώς η «επιτυχία» της εκμηδένισης σχεδόν του ελλείμματος, με τη συστηματική λιτότητα.

Οι γερμανικές προτεραιότητες

Ουδείς τολμά να θίξει τις «πλάκες του Μωυσή», ούτε καν τη νιρβάνα της Μέρκελ και της γερμανικής ηγεσίας, που έχουν περιέλθει σε περιδίνηση εσωτερικής κρίσης μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες. Μόνο η γαλλική κυβέρνηση, υπό τον Μακρόν στο ναδίρ της δημοφιλίας του, ψελλίζει κάτι για την ανάγκη μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης, βάσει των γαλλικών προτάσεων. Οι δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ ότι η Γερμανία πρέπει να αποφασίσει τις επόμενες εβδομάδες τι θα γίνει με τις γαλλικές προτάσεις για την εμβάθυνση της Ευρωζώνης αναδύουν σχεδόν απελπισία. Στο Eurogroup της 19ης Νοεμβρίου οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης υποτίθεται ότι πρέπει να αποφασίσουν τι θα γίνει με τον κοινό προϋπολογισμό, την τραπεζική ένωση και το ευρωπαϊκό σχήμα ασφάλισης καταθέσεων, τη μετεξέλιξη του ESM σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, τη φορολόγηση των πολυεθνικών του διαδικτύου κ.α. Σε κανένα σημείο της ατζέντας Μακρόν –ήδη δραστικά λογοκριμένης για να εξυπηρετήσει έναν συμβιβασμό– η γερμανική ηγεσία δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της. Όλα είναι στον αέρα, για ένα σχέδιο που υποτίθεται ότι πρέπει να υιοθετηθεί σε κάποια εκδοχή μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου.

Ο Μακρόν εξακολουθεί να προσβλέπει στον ρεαλισμό της Μέρκελ, αλλά η καγκελάριος, ακόμη και «αποσυρόμενη», σχεδιάζει τον βηματισμό της, όπως πάντα, με αυστηρά γερμανικά κριτήρια. Η εμβάθυνση και ολοκλήρωση της Ευρωζώνης ίσως είναι γι’ αυτήν θέμα χαμηλότερης προτεραιότητας από το μεταναστευτικό, στον οποίο η συμμαχία του ακροδεξιού καγκελαρίου Κουρτς και άλλων όμοιας οπτικής είναι προς το παρόν πολυτιμότερη από αυτή του Μακρόν. Με λίγα λόγια, η Ευρωζώνη βρίσκεται ξανά στη γερμανική ζώνη του λυκόφωτος και κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ιταλία, την Ελλάδα και όσες χώρες δεν κολλάνε στη «βόρεια» κανονικότητα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!