Ακολουθώντας την αντίθετη, από το ’74, διαδρομή. Του Γιάννη Τσούτσια

Μπορεί οι συνέπειες των όσων συνέβησαν στην Κύπρο να μην έχουν γίνει ακόμη ορατές, ωστόσο ένα είναι σίγουρο: Κλονίστηκαν όλα τα θεμελιώδη, εκείνα επί των οποίων φιλοτεχνήθηκαν οι πεποιθήσεις για την πραγματικότητα. Πεποιθήσεις, συνυφασμένες με τις ασκούμενες πολιτικές στρατηγικές.  
Τι είδαμε στην Κύπρο; Πρωτίστως, να καταστρέφεται η οικονομική της δυνατότητα, τόσο ως συνόλου, όσο και ενός εκάστου των πολιτών. Όμως η οικονομική δυνατότητα της Κύπρου ήταν παράγοντας συγκρότησης και κοινωνικής ισορροπίας. Επιπρόσθετα, λειτούργησε ως ο κύριος παράγοντας ισχύος. Η δύναμη της κοινότητας αυξανόταν χρόνο με το χρόνο, δίνοντας την αίσθηση της ισχυροποίησής της μπροστά σε όλες τις αντιξοότητες, της εδραίωσης απέναντι στην ενδοκοινοτική σύγκριση. Αυτό καλλιέργησε τις ψευδαισθήσεις ότι τελικά η ελληνοκυπριακή πλευρά θα κυριαρχούσε, αφού τα πράγματα θα κρίνονταν κυρίως στο οικονομικό. Και αυτό ακριβώς αναιρέθηκε και κατέρρευσε θορυβωδώς στις μέρες μας!
Αλλά συμβαίνει και κάτι επιπλέον. Ο τουρκοκυπριακός τομέας, με την εισβολή του ’74, συγκροτήθηκε καταρχήν ως στρατιωτική και αριθμητική δύναμη. Σήμερα όμως ως οντότητα, δεν είναι πλέον ένα στρατοκρατούμενο κομμάτι λαφυραγωγημένης γης, αλλά μια ενισχυμένη δύναμη από την πανταχού παρούσα τουρκική υποστήριξη και με ανεπτυγμένο παρασιτικό τομέα που έχει αναλάβει τις διπλωματικές του σχέσεις (καζίνο, λαθρεμπόριο, βίλες, επενδύσεις, ανεξέλεγκτο εμπόριο). Έτσι, ενώ η στρατηγική θέση της Κύπρου παραμένει προνομιακή, διαμορφώνονται γύρω της εναλλακτικές γεωστρατηγικές δυνατότητες για το παγκόσμιο σύστημα. Αυτή η νέα πραγματικότητα θα προσμετρηθεί και, αναμφίβολα, θα αποτυπωθεί στην πλάστιγγα των επερχόμενων νέων Σχεδίων Ανάν.

Οργανική ένταξη στον ελληνισμό
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τώρα τι θα μπορούσε να αντιτάξει η Κύπρος στο ισοζύγιο των αρνητικών παραμέτρων που ορίζουν στρατηγικά τις εξελίξεις; Μετά τη δοκιμασία στην οποία μπήκε ο ευρωπαϊκός, ο ρώσικος κι ο ισραηλινός προσανατολισμός, όσο κι αυτός των τρίτων παικτών (Άραβες, πρώην Αδέσμευτοι κ.λπ.), μοναδική διέξοδος βοηθείας φαίνεται πως είναι η Ελλάδα! Ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά έτσι είναι! Η Κύπρος καλείται να απευθυνθεί, όχι στη ρημαγμένη και μνημονιακά χειραγωγημένη Ελλάδα, αλλά στην έννοια του ελληνισμού και να ενταχθεί οργανικά σ’ αυτόν, μήπως αξιοποιήσει κάποιες έσχατες δυνατότητες. Ο δρόμος της σωτηρίας της, δηλαδή, περιλαμβάνει ως βασικό πυλώνα, εκτός όλων των άλλων, την επαναπροσέγγιση Ελλάδας και Κύπρου.
Και καθώς καταρρέει η ψευδαίσθηση ότι όλα τα προβλήματα θα διευθετηθούν σ’ έναν κόσμο ευρωπαϊκό, ο οποίος υποτίθεται ότι θα εγγυούνταν τα πάντα (αφήνοντας ως μόνη οδό επιβίωσης και κοινωνικής προοπτικής την οικονομική μεγέθυνση, παράλληλα με μια ζωή αδειασμένη από κάθε είδους νόημα), άλλη διέξοδος δεν διαφαίνεται. Πρέπει, επομένως, να διανυθεί η ακριβώς αντίθετη διαδρομή από το 1974 μέχρι σήμερα, όταν σχεδιασμένα και μεθοδικά ξεκόπηκαν οι δυο κοινωνίες, πρώτα από πολιτικές που στον εξωτερικό τομέα αντιστρατεύονταν τις εθνικές προτεραιότητες και στη συνέχεια σε κάθε επίπεδο (πολιτιστικά, ηθικά, μέχρι και ιστορικά, εάν θα ήταν δυνατόν).  

Βουβή κατεδάφιση στην Ελλάδα
Αλλά και στα καθ’ ημάς, στην Ελλάδα των συστημικών ψευδαισθήσεων και των έτοιμων «εναλλακτικών», συντελείται στις μέρες μας μια βουβή κατεδάφιση. Συνειδητοποιείται βαθύτερα ότι η διάλυση δεν εισβάλλει μόνο μέσω των οικονομικών ερειπίων που προκαλεί, αλλά εκτείνεται και στη γεωπολιτική σφαίρα, συμπεριλαμβάνει την εθνική απειλή, όπως ακριβώς και στην Κύπρο. Πάνω σ’ αυτήν την πραγματικότητα βρίσκει έδαφος η εκφοβιστική κυβερνητική προπαγάνδα («είδατε τι έπαθε η Κύπρος;») αλλά και η ρηχή, επικοινωνιακή αντιμετώπιση του ζητήματος από την Αριστερά, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας επίπλαστης και πρόσκαιρης ακινησίας, βασισμένης σε φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις ότι η σωτηρία της χώρας θα προέλθει από μια συνολική ευρωπαϊκή μεταστροφή (η οπισθοφυλακή του ευρωπαϊσμού) ή από τη δημιουργία κάποιου μετώπου στον ευρωπαϊκό Νότο, παραβλέποντας ότι ακόμη κι αν όλα αυτά συντελεστούν με ενέργειες άλλων, ενδεχομένως να μη συμπεριληφθεί η Ελλάδα!
Την ίδια ώρα η ελληνική κοινωνία συνειδητοποιεί ότι το πράγμα ολοένα και χειροτερεύει. Γίναμε και πάλι Βαλκάνια, κατάσταση δηλαδή υποβάθμισης, όπως επαναλαμβάνει διαρκώς ο Τόμσεν αλλά και κάποιοι αντισυστημικοί διεθνείς διανοητές. Τα ελληνικά στηρίγματα στην παρούσα φάση είναι ανάλογα με της Κύπρου, δηλαδή μηδαμινά. Η μεγαλοπιασμένη στα λόγια Ελλάδα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι κι εκείνη πρέπει να στραφεί προς την Κύπρο. Η μικρή και κλυδωνιζόμενη Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να τη συνδράμει, αν συνυπολογισθεί η γεωστρατηγική ενδυνάμωση που θα επέφερε μια τέτοια προοπτική, η επαύξηση της αμοιβαίας διαπραγματευτικής δυνατότητας, η ένταση του μηνύματος και κυρίως η δυναμική που θα προκαλούσε, σαν λαϊκή και εθνική αναβάθμιση.

Ενιαίο μέτωπο προβλημάτων
Έτσι κι αλλιώς, στο αμέσως επόμενο διάστημα η Κύπρος, μέσα από πιέσεις, ομόλογες με αυτές της Ελλάδας, θα ενταχθεί αποφασιστικά στο εθνικό πρόβλημα, το όποιο λαμβάνει ολοένα και πιο πολύ ενιαίο χαρακτήρα, ως ένα μέτωπο προβλημάτων που ξεκινούν από τη Θράκη, το Αιγαίο, το Καστελόριζο, τα νοτιοανατολικά μας σύνορα, ώς τη Λευκωσία. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας θα αποτελούσε για τον ελληνισμό εφόδιο επιβίωσης και αφύπνισης. Και μπορεί η ελληνική κοινωνία να μην είναι ώριμη για τα περαιτέρω, είναι όμως υπερώριμη να ανταποκριθεί, αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες εγερτικές προϋποθέσεις.
Μάλιστα, υπάρχει γι’ αυτό και ένας επιπλέον λόγος: Στην Ελλάδα και την Κύπρο, κεντρικό πρόβλημα παραμένει το πολιτικό προσωπικό, όχι μόνο λόγω των πολιτικών που αυτό υπηρετεί, αλλά και για τις ειδικότερες ιδιοτελείς διαστάσεις του ρόλου του, δηλαδή για όσα πράττει έναντι κάθε κόστους, προκειμένου να εδραιωθεί το ίδιο. Μια ενδεχόμενη προσέγγιση Ελλάδας και Κύπρου, θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για τις ισορροπίες και τη βαθύτερη υπόσταση του πολιτικού συστήματος. Και θα εντασσόταν κατευθείαν στην αιχμή του αιτήματος για χειραφέτηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!