Η πιο μεγάλη τραγωδία που πουθενά δεν καταγράφεται σαν τέτοια είναι ότι η καταστροφή του Ελληνισμού της Ανατολής είναι σε μεγάλο βαθμό επακόλουθο της προσπάθειας που καταβάλλει ο Ελληνισμός στο σύνολό του για τη δημιουργία, τη στερέωση και την επέκταση του εθνικού του κράτους. Και, από το 1918-22 και μετά, της προσπάθειας που καταβάλλει ο τουρκικός λαός για την ίδρυση του δικού του εθνικού κράτους. Ειδικά η περίπτωση της απίσχνασης του Ελληνισμού της Πόλης είναι η πιο σαφής απόδειξη αυτής της τραγωδίας γιατί έχει μεγαλύτερη διάρκεια από την καταστροφή της Σμύρνης και το ξερίζωμα απ’ όλη την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Και γιατί συνδέεται όχι μόνο με την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και με την διάδοχη κατάστασή της, του τουρκικού εθνικού κράτους. Όπως, επίσης, συνδέεται αναπόσπαστα με την προσπάθεια που καταλήγει στη δημιουργία και την εξέλιξη του κυπριακού κράτους. Ο Ελληνισμός της Πόλης, συνολικά ιδωμένος, προσπαθεί, από το 1821, να βρει μία βιώσιμη θέση ανάμεσα σ’ αυτές τις μυλόπετρες που γίνονται ακόμα πιο συντριπτικές καθώς συνεχώς υπεισέρχονται και άλλοι καταλυτικοί παράγοντες: οι ξένες δυνάμεις, οι πόλεμοι, οι οικονομικές κρίσεις κ.λπ.
Βέβαια, η άποψη που κυριάρχησε στην Ελλάδα, στα πλαίσια του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος, είναι ότι η καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης είναι κυρίως συνέπεια του έμφυτου ανθελληνισμού και της βάρβαρης φύσης των τουρκομουσουλμάνων. Μια άποψη βαθιά ανιστόρητη και εντελώς προβληματική η οποία δηλητηρίασε την εθνική συλλογιστική και καθόρισε πολιτικές και συμπεριφορές που αντί να επιλύσουν τις κύριες αντιθέσεις ξοδεύονταν στις επιμέρους, εξυπηρετώντας συμφέροντα που με συγκαλυμμένο πατριωτικό προσωπείο αντιστρατεύονταν τα δίκια και τους ευγενείς πόθους των απανταχού Ελλήνων. Εννοείται ότι αντίστοιχες στρεβλώσεις με τοπικά χαρακτηριστικά διαπέρασαν όλα τα Βαλκάνια, καθιστώντας τους λαούς θύματα των γεωπολιτικών συμφερόντων και επιδιώξεων των αρχουσών τάξεων και των κηδεμόνων τους.
Απογείωση
Επί αιώνες, ο πολιτισμός ήταν το μέσο με το οποίο ο Ελληνισμός της Ανατολής εδραίωνε την παρουσία του μέσα στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες του Βυζαντίου και των Οθωμανών. Και μ’ αυτό το πλεονέκτημα συνεισέφερε καθοριστικά στην πρόοδο και την ανάπτυξη προς όφελος όλων των λαών, των εθνών, των φυλών και των θρησκευτικών συνόλων που αποτελούσαν τις αυτοκρατορίες. Ένας πολιτισμός διαφορετικός, αλλά συμβατός με τους άλλους πολιτισμούς, αλλού υπερέχων και αλλού υστερών, που, στο τέλος, καταποντίστηκε κάτω από το βάρος των συγκρούσεων και των αντιπαλοτήτων που εκπορεύονταν από τα οικονομικά συμφέροντα και τις γεωστρατιωτικές μανούβρες των αρχουσών τάξεων των Βαλκανίων και των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο Ελληνισμός της Πόλης, με τα πρωτοπόρα σε κάθε εποχή στοιχεία του, ακολούθησε μια μακρόσυρτη, υπομονετική και δημιουργική συμμετοχή στη διαμόρφωση και εξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, όταν επί βασιλείας Σελίμ Γ΄ (1789-1808) άρχισαν να δοκιμάζονται τα πρώτα ανοίγματα και οι μεταρρυθμίσεις με στόχο τον εκσυγχρονισμό του κράτους, ο Ελληνισμός ήταν μέσα σ’ αυτό το πνεύμα περισσότερο από κάθε άλλη κοινότητα. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Όταν ο σουλτάνος Αμπντουλμετζίντ εξέδωσε το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο ξεκινούσε το 1939 αυτό που αποκαλέστηκε «Αναδιοργάνωση» (Τανζιμάτ), εξισώνοντας τους πολίτες της αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από το θρήσκευμα το οποίο με βάση τη δομή των «μιλέτ» καθόριζε μέχρι τότε τη θέση του κάθε ανθρώπου και της κάθε ομάδας στην κοινωνία, οι Ρωμιοί της Πόλης είχαν ήδη στρώσει το έδαφος για την απογείωσή τους. Το τι ακολούθησε δεν είναι γνωστό στην Ελλάδα, πέρα από τον στενό κύκλο των ειδημόνων.
Ζόρια και ευκαιρίες
Ο Ελληνισμός της Πόλης είχε υποστεί ένα σοβαρό, αλλά όχι εξοντωτικό πλήγμα, με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821. Δεν ήταν μόνο ο απαγχονισμός μερικών προυχόντων μεταξύ των οποίων και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ υπό την μορφή εκδικητών αντιποίνων και η καθαίρεση Ρωμιών από τη διοίκηση ως ύποπτων για αντιοθωμανική τοποθέτηση. Βασικό είναι ότι κλονίστηκε η σχέση μεταξύ Ρωμιών και οθωμανικής εξουσίας. Όμως, φαίνεται ότι στην οθωμανική διοίκηση ήταν κυρίαρχη η κουλτούρα του πολυεθνικού, πολυφυλετικού και πολυθρησκευτικού χαρακτήρα του κράτους και της κοινωνίας, που περιλάμβανε από Σλάβους, Έλληνες και Αρμένιους χριστιανούς μέχρι Άραβες μουσουλμάνους, Ευρωπαίους καθολικούς, Εβραίους της διασποράς και πολλούς άλλους στην αχανή της επικράτεια που απλωνόταν σε τρεις ηπείρους. Αυτό μάλλον συνέτεινε στην γρήγορη αποδέσμευση των Ρωμιών της Πόλης από τα τεκταινόμενα στα μέτωπα του πολέμου με την Ελλάδα, πράγμα εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακό.
Βέβαια, σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο ότι ο Ελληνισμός της Πόλης ήταν συστατικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή της πρωτεύουσας και του κέντρου λήψης των αποφάσεων της αυτοκρατορίας, άνευ του οποίου το σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει εύρυθμα. Κι αυτό δεν είχε να κάνει μόνο ούτε κυρίως με τον μεγάλο αριθμό των Ρωμιών στην Πόλη. Είχε να κάνει με τη δημιουργικότητά τους, είχε να κάνει με το μορφωτικό τους επίπεδο, είχε να κάνει με τον κοσμοπολιτισμό τους και είχε να κάνει με την οικονομική τους ευρωστία. Επί πλέον, οι σχέσεις της μειονότητας με την πλειονότητα μέσα σε πολλούς αιώνες συνύπαρξης είχαν εξομαλυνθεί και οι τύχες τους είχαν διασυνδεθεί. Παρ’ όλο που αφενός η έλξη που ασκούσε η ελληνική επανάσταση στους Ρωμιούς της Πόλης και αφετέρου η αίσθηση της παρακμής και αποσύνθεσης της αυτοκρατορίας που βασάνιζε τους Οθωμανούς, ήταν παράγοντες αποσταθεροποιητικοί αυτής της μακροχρόνιας συνύπαρξης, το ελληνικό στοιχείο δεν άφησε καμία ευκαιρία και κανένα περιθώριο για πρόοδο ανεκμετάλλευτα. Αντίστοιχα, η οθωμανική εξουσία είδε τα επιτεύγματα και τις δυνατότητες των Ελλήνων σαν κινητήρια δύναμη που στηρίζει την προσπάθειά της να πετύχει τον απαραίτητο για την επιβίωσή της εκσυγχρονισμό.
Μπρος πίσω
Αλλά καθώς αδυνάτιζε η αυτοκρατορία, η συνύπαρξη αυτή κρεμόταν από πολύ λεπτές κλωστές. Οι Ρωμιοί ζούσαν, δρούσαν και δημιουργούσαν μέσα σε ένα καθεστώς μεγάλης ρευστότητας, όπως και όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας. Οι Ρωμιοί είχαν κανάλια διασύνδεσης πολιτισμικά, επιστημονικά και οικονομικά με το εξωτερικό και επωφελούνταν φέρνοντας στην Πόλη όχι μόνο εμπορεύματα, αλλά και το knowhow και την μοντέρνα κουλτούρα που ήταν απαραίτητα υλικά για τον επιδιωκόμενο εκσυγχρονισμό. Αυτό το ανανεωτικό εξωστρεφές ρεύμα δεν ήταν πάντα συμβατό με τη δική τους παραδοσιακή δομή που είχε οικοδομηθεί γύρω από το Πατριαρχείο το οποίο ασκούσε πραγματικό έλεγχο στο πνευματικό και το κοινωνικό επίπεδο της Ρωμιοσύνης, αλλά ήταν τόσο ισχυρό που μαζί με τις νομοθετικές ρυθμίσεις άλλαζε και την ίδια τη δομή της μειονότητας.
Η Ρωμιοσύνη έπρεπε να μεταχειρίζεται αυτές τις κλωστές με μεγάλη επιδεξιότητα. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής και τα σχέδια πρόωρης θανάτωσής της καταστρώνονταν στα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας. Η αποικιοκρατία ήταν σε έξαρση και η οθωμανική επικράτεια ήταν γεμάτη φιλέτα. Αυτό άλλαζε και τις πολιτικές στο εσωτερικό. Ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες στα διάφορα μέτωπα, επηρεάζονταν και οι πολιτικές απέναντι στην ελληνική μειονότητα. Άλλαζαν ακόμα και οι εντάσεις και οι κατευθύνσεις του εκσυγχρονισμού. Το νεωτεριστικό Σύνταγμα του 1876 μπήκε γρήγορα στην κατάψυξη και ξαναβγήκε το 1908. Οι παλινδρομήσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη, αν και η αναγκαιότητα ενός διαρκούς και ταχύρρυθμου εκσυγχρονισμού είχε αποκτήσει ύψιστη προτεραιότητα.
Στις αρχές του 20 αιώνα, ο Ελληνισμός της Πόλης ήταν σε φουλ σπιντ. Σ’ αυτό είχε συντείνει καθοριστικά ότι ενισχυόταν σταθερά με νέο αίμα από όλη την αυτοκρατορία, από την Καππαδοκία μέχρι τις παρευξείνιες και βαλκανικές κοινότητες, αλλά και από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το οποίο ήταν φτωχό και καθυστερημένο οικονομικά, εξαρτημένο από τους ξένους και φαύλο με αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες στο επίπεδο της εξουσίας. Δεκάδες χιλιάδες δημιουργικοί Έλληνες συνέρρεαν από παντού στην Πόλη. Οι πιο πρόσφατοι μετανάστες στην Πόλη, το 1885, υπολογίζονταν σε 84 χιλιάδες και λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, οι Έλληνες στην Πόλη, με οθωμανική ή ελληνική υπηκοότητα, είχαν φτάσει στις 365 χιλιάδες! Δηλαδή, περίπου το 30% του συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης με αισθητά μεγαλύτερη αναλογία στο κέντρο της πόλης. Ήταν η μεγαλύτερη «ελληνική πόλη» στον κόσμο και, αναμφίβολα, η πιο ανθηρή. «Το 1913, υπάρχουν περισσότεροι Έλληνες στη Θράκη απ’ ό,τι στην Αττική και περισσότεροι στην Κωνσταντινούπολη απ’ ό,τι στην Αθήνα» γράφει ο Ζοέλ Νταλέγκρ στο βιβλίο του «Έλληνες και Οθωμανοί, 1453-1923» (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος).
Οι Ρωμιοί μετανάστες στην Πόλη απέδιδαν το μάξιμουμ των ικανοτήτων τους γιατί η διοίκηση ήταν ανοιχτή και ενισχυτική των προσπαθειών, χωρίς να λείπουν τα προσκόμματα και οι υπαναχωρήσεις, αλλά και γιατί η πολίτικη Ρωμιοσύνη αποτελούσε ουσιαστικά ένα κράτος εν κράτει με τους δικούς του παράλληλους μηχανισμούς, με υψηλή τεχνογνωσία και ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, με επιχειρηματικό πνεύμα και με ισχυρές διασυνδέσεις με τους ξένους, το κράτος και την οθωμανική άρχουσα τάξη.
Αναλαμπές πριν το τέλος
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν ένα πολύ μεγάλο σοκ για τον Ελληνισμό της Πόλης. Πολύ μεγαλύτερο από τον πόλεμο του 1897 που έληξε με ήττα της Ελλάδας που υποχρέωσε τους Πολίτες να πληρώσουν κι αυτοί χωρίς να έχουν αναμιχθεί στη διένεξη. Η νικηφόρα κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό κλόνισε εκ θεμελίων τη σχέση που προσπαθούσαν να οικοδομήσουν οι Έλληνες με τους ηγέτες των νεοΤούρκων οι οποίοι είχαν επιβληθεί του σουλτάνου και ασκούσαν τη διοίκηση προσπαθώντας να εκσυγχρονίσουν πιο αποφασιστικά την αυτοκρατορία χωρίς να την καταργήσουν. Οι Έλληνες είχαν υποστηρίξει αυτό το κίνημα και είχαν αποζημιωθεί γι’ αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Βουλή του 1908 η ελληνική κοινότητα συμμετείχε με τον εντυπωσιακό αριθμό των 26 βουλευτών! Μέχρι και «Ελληνικό Κόμμα» είχε σχηματιστεί στο Κοινοβούλιο! Ο Ελληνισμός πρόσκαιρα ενίσχυε τη θέση του στη νέα τάξη πραγμάτων χωρίς, βέβαια, να μπορεί να προβλέψει τις επόμενες εξελίξεις.
Η αυτοκρατορία είχε πλέον εισέλθει σε μία φάση από την οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να διασωθεί. Αλλά ποιος το γνώριζε αυτό τότε; Η σταδιακή παρακμή της είχε αρχίσει πριν από διακόσια τουλάχιστον χρόνια και κανένας δεν μπορούσε να προδιαγράψει την πορεία της στις αρχές του 19ου αιώνα. Ναι μεν είχε μπει σε μία δίνη, με τρομερή ένταση των εσωτερικών αντιθέσεων και ανάλογη επίταση των εξωτερικών επιθέσεων από κάθε κατεύθυνση, αλλά τίποτα δεν ήταν φανερά προσδιορισμένο. Η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του σουλτάνου είχε τελειώσει και το νέο «μικτό» καθεστώς είχε αφενός να αναδιοργανώσει το κράτος και αφετέρου να αντιμετωπίσει σωρεία εξωτερικών εχθρών που απειλούσαν την επικράτεια ολόκληρη. Και είχε επίσης να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από τη σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων που οδήγησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914.
Είναι πράγματι αξιοσημείωτη η νίκη των Οθωμανών επί των αγγλο-γαλλικών και Σια (Ινδών, Αφρικανών, Αυστραλών κ.λπ.) δυνάμεων στην Καλλίπολη, στα Δαρδανέλια. Πρόκειται περί έπους λαμβάνοντας υπόψη την υπεροπλία των αντιπάλων της αυτοκρατορίας και τη δική της βαθιά κρίση. Ευτυχώς, σ’ αυτή την τυχοδιωκτική επιχείρηση των δυνάμεων της Entente, δεν συμμετείχε η Ελλάδα που μαστιζόταν από το δικό της εσωτερικό διχασμό. Αυτό το γεγονός, συν ότι οι Έλληνες που στρατεύονταν πλέον, αφού στα πλαίσια της νομοθετικής εξομοίωσης όλων των πολιτών της αυτοκρατορίας είχαν χάσει το πλεονέκτημα εκατονταετιών να μην στρατεύονται λόγω του θρησκεύματός τους, πολέμησαν εναντίον των Αγγλο-Γάλλων μέσα από τις τάξεις του οθωμανικού στρατού αμβλύνοντας κάπως τις αντιθέσεις με τους νεόΤουρκους που είχαν τσιτωθεί από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Επίσης, Έλληνες στρατευμένοι πήραν μέρος στις μάχες εναντίον των ρώσικων στρατευμάτων που εισβάλανε στην Μικρά Ασία από τα ανατολικά και πλήρωσαν το τίμημα της συντριβής του οθωμανικού στρατού στο Σαρίκαμις. Με μία μεγάλη νίκη και μία μεγάλη ήττα σχεδόν ταυτόχρονα, που στοίχισαν στους εμπόλεμους πάνω από 600.000 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους, η οθωμανική εξουσία είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Παράλληλα, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι είχαν ανοίξει, συμπαρασύροντας τους Άραβες, πολλά μέτωπα στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την αραβική χερσόνησο και τη Μεσοποταμία στα οποία οι Οθωμανοί τελικά είχαν σημαντικές απώλειες χάνοντας εδάφη και έμψυχο υλικό που δεν είχαν δυνατότητα να αναπληρώσουν.
Οι Έλληνες της Πόλης παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με κομμένη ανάσα. Στην Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία είχαν γίνει διωγμοί που σχετίζονταν με την πολιτική συμμαχιών του Βενιζέλου και πολλοί φυγάδες απ’ αυτές τις περιοχές είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην Πόλη.
Υπέρ πίστεως
Με τη λήξη του παγκόσμιου πολέμου, το 1918-19, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια. Τα συμμαχικά στρατεύματα που είχαν νικήσει τις Κεντρικές Δυνάμεις και υποχρέωναν τη Γερμανία να υπογράψει την ταπεινωτική και ασφυκτική Συνθήκη των Βερσαλλιών, έθεσαν υπό την κατοχή τους την Κωνσταντινούπολη, με τη συμμετοχή και ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Πολλοί Έλληνες πίστεψαν, με ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, ότι λύθηκε ο Γόρδιος Δεσμός. Ότι οι πολιτικές της ισορροπίας και της αβεβαιότητας είχαν μείνει πίσω τους. Και εκδηλώθηκαν μαζικά και πανηγυρικά υπέρ των συμμάχων, κατά των Τούρκων και υπέρ της ενσωμάτωσης της Πόλης στο ελληνικό βασίλειο. Οι φωνές που συνιστούσαν εγκράτεια, έχοντας επιφυλάξεις για την αξιοπιστία των συμμάχων και πιστεύοντας στην ορθότητα μιας πολιτικής ίσων αποστάσεων, δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ο νέος Πατριάρχης Δωρόθεος, ο οποίος εκλέχτηκε στο αξίωμα στις 28 Οκτωβρίου 1918, είχε κηρύξει ανένδοτο αγώνα εναντίον των Τούρκων κόβοντας κάθε δεσμό και κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Δεν ήταν όμως λίγοι οι Ρωμιοί της Πόλης οι οποίοι, με βάση την πλούσια εμπειρία αιώνων και συλλογικό βίωμα με αμέτρητες στροφές της ιστορίας, ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα, αλλά έβλεπαν κιόλας ότι η κατάσταση στα μέτωπα της Μικράς Ασίας τραβούσε σε μάκρος. Και ταυτόχρονα διαπίστωναν ότι εκδηλωνόταν, αν και σε ένα μεγάλο βαθμό συγκρατημένος λόγω της παρουσίας των δυνάμεων κατοχής, ένας εθνικισμός πρωτόγνωρος μεταξύ των μουσουλμάνων που αναδείκνυε τον τουρκισμό σε μείζονα παράγοντα. Κι αυτά τα δύο, το βραχυκύκλωμα στα μέτωπα και η ενδυνάμωση του εθνικιστικού κινήματος στην Ανατολή με απήχηση στην Πόλη, συν τη βαθιά φαγωμάρα των πολιτικών φατριών στην Αθήνα και τις παλινδρομήσεις των συμμάχων που δεν παρείχαν καμία μελλοντική εγγύηση στο ελληνικό στοιχείο της πόλης, σε πολλά ρωμέικα μυαλά, είχαν ξεφυτρώσει φίδια ανησυχίας. Με τον πυρετό της νίκης, η κλασική θέση των Ρωμιών που σε απλή διατύπωση συνοψίζεται στο ότι με τον πολιτισμό και τη μόρφωσή μας, με την πρωτοπορία μας στις τέχνες και τις επιστήμες και το οικονομικό μας στάτους και δαιμόνιο, κατακτούμε αργά αλλά σταθερά το έδαφος και αφομοιώνουμε τους άλλους, είχε χάσει την αίγλη και την πειστικότητά της.
Όλα άλλαζαν, όλα ήταν εφικτά, ακόμα και τα πιο ακραία, ότι όλα θα γίνουν δικά μας γιατί η αυτοκρατορία πεθαίνει κι εμείς ανήκουμε στις νικηφόρες δυνάμεις. Η πολιτική της συνύπαρξης που μας επέτρεψε να είμαστε επί εκατοντάδες χρόνια στην Πόλη είχε παραγκωνιστεί. Ο Βενιζέλος είχε ανοίξει τη νέα λεωφόρο των ελπίδων και των κατακτήσεων και με τη συμβολή των νικητών του μεγάλου πολέμου συμμάχων δεν ήταν πλέον ανεδαφικό και ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι θα πάρουμε την Πόλη.
(συνεχίζεται)
Διαβάστε το Μέρος β’: Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης: Εκκλησίες και Σχολεία
Στέλιος Ελληνιάδης