Ο πρωθυπουργός επαίρεται το τελευταίο διάστημα προσπαθώντας να παρουσιάσει την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία και τις εξελίξεις της ως «ελληνικό οικονομικό θαύμα». Όμως τα στοιχεία που επικαλείται είτε δεν είναι ικανά να αποδείξουν το «θαύμα» όπως π.χ. το θέμα της αύξησης του ΑΕΠ σε σχέση με την πορεία των παραγωγικών επενδύσεων, είτε αφορούν τη μία πλευρά, την ευημερούσα, της οικονομίας όπου η επιχειρηματική δραστηριότητα, που αφορά τους ολίγους, λόγω πληθωριστικών κερδών με τις πλάτες της κυβέρνησης, φυσικά και πάει καλά. Όμως αυτή η κατάσταση έχει και την άλλη όψη της, την κατάσταση του λαού, στοιχεία τα οποία επιμελώς ξεχνούν στην κυβέρνηση. Επικαλούνται τους εργαζόμενους μόνο όταν θέλουν να κάνουν αναφορές σε ονομαστικές αυξήσεις μισθών, αγνοώντας την ακρίβεια, τη φορολογική λεηλασία λόγω μη τιμαριθμοποίησης, τα νέα χαράτσια που οι ίδιοι επιβάλλουν, τις διάφορες εξαιρέσεις που υπάρχουν λόγω της ισχύος του μνημονιακού πλαισίου κ.λπ.

Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για την κατάσταση των εργαζόμενων επικεντρώθηκε στην αύξηση του βασικού μισθού που θα αποφασιστεί την Παρασκευή 28 Μαρτίου, όταν το παρόν άρθρο θα είναι προς εκτύπωση. Η αύξηση, όποια και αν είναι, αποδείξαμε σε σχετικό άρθρο στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου ότι υστερεί κατά πολύ από τις ανάγκες που βιώνει ο εργαζόμενος λαός και απέχει παρασάγγας από την τρομακτική αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Πρακτικά οι όποιες ονομαστικές αυξήσεις καταλήγουν μετά από λίγο σε νέα δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος και φυσικά σε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Αυτό είναι το συμπέρασμα από τις αυξήσεις που έχουν δοθεί και διαφημίζονται από την παρούσα κυβέρνηση. Κεντρική αιτία αυτής της εξέλιξης είναι η συνθήκες αχαλίνωτης ακρίβειας σε είδη και υπηρεσίες βασικών αναγκών. Πρακτικά οι όποιες αυξήσεις έχουν δοθεί δεν επαρκούν για να καλυφθεί η αύξηση των τιμών.

Το συμπέρασμα αυτό ήρθε για μία ακόμα φορά να το επιβεβαιώσει η Eurostat. Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία η αγοραστική δύναμη του ελληνικού λαού βρίσκεται στον πάτο της Ευρώπης. Εδώ πραγματικά ο λαός είναι που «ξύνει τον πάτο» και όχι η κυβέρνηση, όπως αρέσκεται να επικαλείται ο πρωθυπουργός όταν προσπαθεί να αποφύγει την οποιαδήποτε αύξηση που αφορά τεκμηριωμένο και κοινωνικά αποδεκτό λαϊκό αίτημα αυξήσεων και οικονομικής βοήθειας.

67% του μέσου όρου της Ε.Ε. για το 2023 είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σταθερούς όρους αγοραστικής δύναμης (PPPs – Purchasing Power Parity)

26η είναι η θέση που καταλαμβάνει η Ελλάδα μεταξύ των 27 κρατών της Ε.Ε.

33% κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε. βρίσκεται η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σταθερούς όρους αγοραστικής δύναμης (PPPs – Purchasing Power Parity) είναι στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε. για το 2023. Αυτό την κατατάσσει στην τελευταία θέση στην Ευρωζώνη των 20 και στην προτελευταία των 27 κρατών της Ε.Ε. Μετά την Ελλάδα είναι μόνο η Βουλγαρία με 64% και πριν η Λετονία με 71%. Δηλαδή βρισκόμαστε 33% κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε. Αν δούμε την εξέλιξη σε διαχρονικό επίπεδο τα συμπεράσματα είναι δραματικά ειδικά σε σύγκριση με όσα προσπαθεί να μας παρουσιάσει ως «οικονομικό θαύμα» η κυβέρνηση:

1 Από το 95% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2009 είμαστε 28 μονάδες κάτω το 2023. Γενικότερα το επίπεδό μας συγκριτικά με το μέσο όρο της ΕΕ υποβαθμίστηκε κατά το 1/3. Αυτό αποδεικνύει το μέγεθος των ψευδών ισχυρισμών της κυβέρνησης είτε ότι ο βασικός μισθός έχει ξεπεράσει τα προ μνημονίων επίπεδα, είτε ότι είμαστε υπόδειγμα στην Ευρώπη στην μεγέθυνση του ΑΕΠ. Μπορεί σε ονομαστικούς όρους να ισχύει η αύξηση αλλά αυτό αφορά μόνο τον βασικό. Ακόμα όμως και σε αυτόν δεν ισχύει σε πραγματικούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη την ακρίβεια σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις μεγέθυνσης των οικονομιών.

2 Εάν εξαιρέσουμε τα δύο έτη της πανδημίας-lockdown, όπου η «εικόνα» της οικονομίας δεν ήταν ομαλή, η Ελλάδα έφτασε στο κατώτατο επίπεδο την περίοδο 2018-2019 με 66 μονάδες. Από επίπεδο αυτό με το «υποδειγματικό» έργο της παρούσας κυβέρνησης η χώρα έχει βελτιώσει τη θέση της μόλις μία μονάδα στο 67. Μάλιστα τα δύο τελευταία έτη (2022 και 2023) παραμένει σταθερή στο 67 παρά την έπαρση του πρωθυπουργού για υποδειγματική ανάπτυξη στην Ελλάδα σε σχέση με όλη την Ευρώπη!

3 Εάν συγκρίνουμε την Ελλάδα με την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία, που την περασμένη δεκαετία βρέθηκαν και αυτές σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και έλαβαν έκτακτα μέτρα, η θέση τους είναι πολύ υψηλότερα από την Ελλάδα και με τάσεις βελτίωσης. Η Πορτογαλία είναι στο 83% το 2023 από 79% το 2022, η Ισπανία στο 89% από 86% και η Ιταλία σταθερή στο 97%. Ακόμα και η τελευταία Βουλγαρία έχει τάσεις σημαντικής βελτίωσης διαχρονικά. Από 47% το 2012 σε 53% το 2019 και 64% το 2023, μόλις τρεις μονάδες πλέον κάτω από την Ελλάδα.

***

Όλα τα παραπάνω έρχονται να τονίσουν το θέμα της ακρίβειας που έχει δύο σημαντικές συνέπειες. Αφ’ ενός την δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων και τη σταδιακή φτωχοποίησή τους. Αφ’ ετέρου την ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων ειδικά των μεγάλων και πολύ μεγάλων, με τα κριτήρια της ελληνικής οικονομίας.

Το Φεβρουάριο η αύξηση του γενικού πληθωρισμού (Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) ήταν 2,9%, όμως τον ίδιο μήνα η αύξηση στα τρόφιμα συνέχισε να είναι πολλαπλάσια και διαμορφώθηκε σε 6,7%. Συνεπώς παρά τις ανά μήνα υποσχέσεις του αρμόδιου υπουργού Κ. Σκρέκα «για προσιτές τιμές», που είναι η επιδίωξη της κυβέρνησης τα αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Πρακτικά η κυβέρνηση μιλά για τις τιμές και υπόσχεται χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε. Απλά παίζει το επικοινωνιακό της παιγνίδι απέναντι στο λαό με υποσχέσεις και συνεχίζει να ευνοεί κυρίως τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ και τις πολυεθνικές. Και «από καιρού εις καιρόν» επιβάλλει κανένα πρόστιμο για «ξεκάρφωμα» κατά τη λαϊκή έκφραση.

Τα κέρδη των επιχειρήσεων κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ενδεικτικά οι εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας 16ετίας, όταν το 2007 ήταν στα 11,3 δισ. ευρώ, το 2022 στα 10,4 δισ. και το 2023 εκτιμάται ότι θα είναι πολύ υψηλότερα. Ειδικά στην περίοδο της παρούσας κυβέρνησης, είτε με κορωνοϊό είτε χωρίς, οι εισηγμένες καταγράφουν σταθερά συνεχή αύξηση κερδών και φυσικά μερισμάτων καθώς επιπλέον της αισχροκέρδειας με τις τιμές (πληθωρισμό κερδών τον ονόμασε το ΔΝΤ) επιβραβεύονται με μείωση της φορολογίας κερδών και επιπλέον μείωση της φορολογίας μερισμάτων. Τα καθαρά κέρδη των εισηγμένων από 0,84 δισ. ευρώ το 2019 έφτασαν στα 4,08 δισ. το 2021, τα 10,4 το 2022 και θα τα ξεπεράσουν το 2023, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Ανάλογα κινούνται και οι διανομές μερισμάτων. Συνεπώς «λεφτά υπάρχουν», μόνο που η κυβέρνηση φροντίζει να πηγαίνουν στον επιχειρηματικό τομέα μοιράζοντας παράλληλα «φιλοδωρήματα» στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους που και αυτά τους τα παίρνουν και με το παραπάνω μέσω της ακρίβειας… και ο χορός της αναδιανομής εισοδημάτων και περιουσιών σε βάρος του λαού καλά κρατεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!