Δεν θα μπορούσε να λείπει από τη δημόσια συζήτηση για την ελληνοτουρκική προσέγγιση το βαρύ πυροβολικό του ενδοτισμού, το ΕΛΙΑΜΕΠ, προπαγανδίζοντας πάντα τον κατευνασμό και την υποχωρητικότητα έναντι της Τουρκίας, ως την μοναδική εθνικά επωφελή στρατηγική. Στόχος να διαμορφωθεί η κοινή γνώμη στο εσωτερικό της χώρας, να κατασταλούν οι όποιες κριτικές φωνές (ως πολεμοκάπηλες ή γραφικές) και να επιτευχθεί η συναίνεση στην πολιτική της «καζάν-καζάν» λύσης με την Τουρκία.
Αυτή είναι η «διπλή διαπραγμάτευση» που περιγράφει, σε πρόσφατο άρθρο του στο Βήμα, ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Λουκάς Τσούκαλης. Με δήθεν αντικειμενική ματιά μας θυμίζει πως κάθε φορά που μια κυβέρνηση διαπραγματεύεται θέματα εξωτερικής πολιτικής, στην πραγματικότητα διεξάγει δύο διαπραγματεύσεις «μια με την κυβέρνηση της άλλης χώρας με στόχο να πετύχει το καλύτερο δυνατό στη βάση του πώς ορίζει η ίδια το εθνικό συμφέρον και μια στο εσωτερικό για να εξασφαλίσει την απαραίτητη συναίνεση ή τουλάχιστον πλειοψηφία που θα κληθεί να κυρώσει την όποια συμφωνία προκύψει». Και αν για την εξωτερική διαπραγμάτευση, φαίνεται να κρατάει μικρό καλάθι, δεδομένου της απόστασης που μας χωρίζει από την Άγκυρα, για την εσωτερική διαπραγμάτευση είναι έτοιμος να πάρει το «τουφέκι» του, χαρακτηρίζοντας, όχι και τόσο ψύχραιμα, ως «τζάμπα μάγκες», «ψηφοθήρες και μαξιμαλιστές πατριώτες», όσους δεν δίνουν αυτή την απαιτούμενη συναίνεση. Για τον κ. Τσούκαλη ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η «στασιμότητα», για αυτό μας καλεί να αποφύγουμε το χάσιμο χρόνου φέρνοντας σαν παράδειγμα «το πολύχρονο δράμα που ζήσαμε με την πρώην ακατονόμαστη χώρα στα βόρεια σύνορά μας. Δεν κερδίσαμε, σίγουρα χάσαμε αναζητώντας την ιδανική συμφωνία». Συμφωνία να είναι και ό,τι να ‘ναι, λοιπόν. Κι αυτό πλασάρεται ως ρεαλιστική εθνική στρατηγική.
Από κοντά και η Μαρία Γαβουνέλη, γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, η οποία σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ, προχώρησε σε «εκτιμήσεις» για το περιεχόμενο της διαβούλευσης Γεραπετρίτη-Φιντάν. Κληθείσα να εκτιμήσει μέχρι που μπορούν να φτάνουν τα εθνικά χωρικά ύδατα της χώρας, μετά από μια πιθανή συμφωνία, έκανε λόγο για «8 ή 9 μίλια», δίνοντας το σήμα παραίτησης από τα 12 ν.μ. που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αποτελούν κυριαρχικό μας δικαίωμα, ο καθορισμός του οποίου είναι μονομερής πράξη. Νωρίτερα είχε περιγράψει τον συμβιβασμό αυτό, ως συνέχεια της μέχρι τώρα πολιτικής σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες, καθώς «σήμερα τα χωρικά μας ύδατα στο Αιγαίο είναι στα έξι μίλια, στο Ιόνιο, δηλαδή από το Ακρωτήριο Ταίναρο και δυτικότερα. Είναι 12, είναι μία πολύ σημαντική εξέλιξη, το γεγονός ότι αποφασίσαμε μία στιγμή, ότι η χώρα δεν χρειάζεται να έχει ενιαίο εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης και επομένως “σπάσαμε” αυτή τη διαφορά. Δυτικά 12, ανατολικά 6 ν.μ.».
Οι δηλώσεις αυτές, μόνο ως τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Άλλωστε το ΕΛΙΑΜΕΠ, αναγνωρίζεται ως ένας από τους συνδιαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Με χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ελληνικό κράτος, και διάφορους μεγαλοεπιχειρηματίες, το ΕΛΙΑΜΕΠ είναι η φωνή των ελίτ της χώρας που μπροστά στον κοσμοπολιτισμό, την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και τη δίψα για μπίζνες είναι πάντα έτοιμες να παζαρέψουν την κυριαρχία της χώρας που την βλέπουν ως οικόπεδο προς «αξιοποίηση». Την ίδια στιγμή είναι γνωστές οι διασυνδέσεις του «ευαγούς αυτού ιδρύματος» με το σύστημα Μητσοτάκη. Τώρα ρίχνονται στη μάχη για να στηρίξουν την κυβέρνηση στην ιδιωτική και εν κρυπτώ εξωτερική της πολιτική, με δηλώσεις που δοκιμάζουν τα όρια ανοχής της κοινωνίας, στέλνουν σήμα σε πολιτικούς αντιπάλους και αμφιταλαντευόμενους συμμάχους και κανονικοποιούν τη λογική του ενδοτισμού στο δημόσιο διάλογο.
Ν.Τ.