Ένα από τα ευχάριστα που συνέβησαν μόλις τέλειωσε η καραντίνα, ήταν πως βρέθηκε στα χέρια μου ένα πραγματικά υπέροχο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε. Οι «Θηριόμορφοι» της Έλενας Μαρούτσου, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις, αξίζουν αυτόν τον χαρακτηρισμό με το παραπάνω.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο, όπου η λεπτοδουλεμένη γραφή συνδυάζεται με συναρπαστική πλοκή. Και παράλληλα οι φωτογραφίες, που «κειμενογραφούνται» –όπως λέει η συγγραφέας– και είναι έργο της Laura Makabresku μας μεταφέρουν σε μια μαγική διάσταση.
Άνθρωποι και ζώα σε μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Είναι όμως εκεί και η μαγεία κι η σκοτεινιά του έρωτα, η απώλεια, οι πληγές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο.
«Η μνήμη είναι ένας παραχαράκτης και η νοσταλγία… είναι το photoshop που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να παρηγοριέται πως υπήρξε κάποτε ένα παρελθόν καλύτερο από το σήμερα…» λέει κάποια στιγμή ο άντρας-ήρωας του βιβλίου που έχει μια παράξενη συνάντηση με μια νέα κοπέλα στην Κρακοβία. Μια κοπέλα που μοιάζει ως η νεότερη εκδοχή της γυναίκας του που πέθανε από καρκίνο. Είναι άραγε τυχαία αυτή η συνάντηση;
Πολλά ερωτήματα θα απαντηθούν στο δεύτερο μέρος όπου παίρνει τον λόγο η γυναίκα. Όμως ο επίλογος θα είναι του παντογνώστη συγγραφέα. Από τη Χίο στην Αθήνα κι από εκεί στην Κρακοβία, την Καλαβρία και τη Συρακούσα, δένεται ο μύθος με το άρωμα του τριαντάφυλλου που λες και διαποτίζει όλη την ιστορία. Σχεδόν το νιώθεις καθώς διαβάζεις. Είναι από τα βιβλία που δεν θέλεις να τελειώσουν. Θες αν πας παρακάτω, όμως στέκεσαι και γεύεσαι τις στιγμές. Εδώ ένας λόγος παραπάνω που συχνά καθηλώνεσαι από τις φωτογραφίες.
Βιβλίο απελευθερωτικό που σε ταξιδεύει. Κατά την ταπεινή μου γνώμη μια από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Είχατε από την αρχή στο μυαλό σας τη συγκεκριμένη εξέλιξη της ιστορίας ή προέκυψε από τις προσωπικότητες των ηρώων που δημιουργήσατε;
Σχεδόν ποτέ δεν έχω εξαρχής ένα πλάνο για την εξέλιξη της ιστορίας. Τη χτίζω βήμα-βήμα. Φυσικά, όσο η πλοκή προχωράει, τόσο ξεκαθαρίζουν στο νου μου οι ερχόμενες μυθοπλαστικές κινήσεις. Έτσι συνέβη και με τους «Θηριόμορφους». Όταν πια είχα φτάσει περίπου στη μέση του βιβλίου αναδύθηκε στο νου μου ολόκληρη η εικόνα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τη φωτογράφο Laura Makabresku; Υπήρχε πρώτα το κείμενο ή οι φωτογραφίες αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για την ιστορία;
Τη Laura Makabresku την ανακάλυψα τυχαία, από μια ανάρτηση ενός φίλου στο facebook. Αναζήτησα λοιπόν τις φωτογραφίες της, οι οποίες με μάγεψαν. Από καιρό ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τη σχέση ανθρώπου και ζώου κι όταν είδα το έργο αυτής της φωτογράφου ξεκλείδωσε μέσα μου η έμπνευση για να ξεκινήσω. Οπότε, ναι, προϋπήρχαν οι φωτογραφίες. Με άλλα λόγια: δεν εικονογράφησε η Makabresku το κείμενό μου, εγώ «κειμενογράφησα», αν παίξουμε λίγο με τις λέξεις, τις φωτογραφίες της.
«Τα όρια ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη ζωώδη φύση, ο ρόλος των ενστίκτων, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ακόμα και ο πιο «πολιτισμένος» άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί σε θηρίο, είναι κάποιοι από τους προβληματισμούς που γεννά η πλοκή»
Πέρα από τη διπλή ζωή της Βερόνικα, όπου οι αναφορές είναι ευθείες όπως και στον Max Porter ή στον Σαίξπηρ ποιες άλλες θεωρείτε ως βασικές σας επιρροές;
Καθώς το βιβλίο του Max Porter «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά» αντλεί στοιχεία από το «Κοράκι» του Edgar Allan Poe καθώς και από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ted Hughes, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι «Θηριόμορφοι» συνομιλούν και με τα τρία αυτά έργα, που πραγματεύονται την απώλεια καθώς οι πρωταγωνιστές τους θρηνούν μια «αγαπημένη» που έχει φύγει απ’ τη ζωή, όπως και ο Σπύρος, ο αφηγητής του Α΄ Μέρους των «Θηριόμορφων». Στο Β΄ μέρος υπάρχουν διακειμενικές αναφορές στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, όπου συναντάμε ήρωες που μεταμορφώνονται σε ζώα, πουλιά ή άλλα στοιχεία της φύσης. Επίσης, ένα κείμενο που στάθηκε για μένα σπινθήρας έμπνευσης ήταν το δοκίμιο της Μαρίας Γιαγιάννου με τίτλο «Η σημασία του να είσαι ζώο: η θηριανθρωπία στις εικαστικές τέχνες», γι αυτό την περιλαμβάνω στις ευχαριστίες μου.
Γιατί διαλέξατε την Κρακοβία και την Ορτυγία ως τόπους που ξετυλίγεται σε μεγάλο βαθμό η δράση του βιβλίου;
Ήθελα δυο πόλεις που να λειτουργούν αντιστικτικά: μια στον Βορρά και μια στο Νότο. Στην πρώτη η δράση λαμβάνει χώρα το χειμώνα σε ένα τοπίο σκοτεινό, συννεφιασμένο, όπου κάποια στιγμή ξεσπάει καταιγίδα και πέφτει χιόνι. Πρόκειται άλλωστε για μια πόλη σημαδεμένη από το θάνατο, καθώς στην Κρακοβία βρίσκεται το στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς, αυτό το θέατρο της υπέρτατης ανθρώπινης θηριωδίας. Στην δεύτερη πόλη, την Ορτυγία, την παλιά πόλη της Συρακούσας, τα τεκταινόμενα διαδραματίζονται την άνοιξη, μια άνοιξη ανθισμένη, διονυσιακή, που συμπίπτει με την εφηβεία, με το ξύπνημα του κορμιού και των αισθήσεων, που βιώνουν η Λουτσία και η Σιμόνα, δυο πλημμυροπαθή κορίτσια, που φιλοξενούνται σε ένα καθολικό μοναστήρι. Εκεί, το φως, η ανθοφορία, ο καύσωνας, το αρχαίο θέατρο της Συρακούσας θα γίνουν το σκηνικό ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και μιας βίαιης ενηλικίωσης. Και στις δυο αυτές πόλεις έχω ταξιδέψει, έχω συνδεθεί με ανθρώπους κι έχουν για μένα ένα ξεχωριστό συναισθηματικό φορτίο.
Είναι έντονο στο βιβλίο σας το στοιχείο της σχέσης ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα, και κυρίως τα πουλιά, ενώ οι πεταλούδες και οι αλεπούδες έχουν σε κάποια σημεία ρόλο πρωταγωνιστή, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Τι υπάρχει πίσω από αυτή την επιλογή;
Τα όρια ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη ζωώδη φύση, ο ρόλος των ενστίκτων, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ακόμα και ο πιο «πολιτισμένος» άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί σε θηρίο, είναι κάποιοι από τους προβληματισμούς που γεννά η πλοκή. Επίσης στο βιβλίο βλέπουμε και την άλλη πλευρά του ζώου: όχι αυτή του άγριου θηρίου αλλά αυτή του πληγωμένου θηράματος, του εξαρτημένου, απροστάτευτου πλάσματος και το αίσθημα ευθύνης ή ενοχής που ξυπνά. Το παράξενο είναι πως ενώ ο άνθρωπος κουβαλάει τη μνήμη του ζώου, έχει απομακρυνθεί μέσω του πολιτισμού από τη ζωώδη του προϊστορία τόσο, ώστε νιώθει να τον χωρίζει άβυσσος από αυτούς τους αμίλητους μακρινούς συγγενείς του, τελευταίος κρίκος της αλυσίδας ο ίδιος, δεμένος όμως ακόμα γερά μαζί τους. Αυτούς τους κρίκους ήθελα να ψαύσει ο αναγνώστης καθώς διαβάζει το μυθιστόρημα, να ακούσει τις κραυγές που βγάζουν άνθρωποι και ζώα καθώς επιτίθενται, ζευγαρώνουν ή προσπαθούν να ελευθερωθούν – κραυγές που τόσο μοιάζουν.