Με το άνοιγμα των θερινών κινηματογράφων αυξήθηκε η εβδομαδιαία κυκλοφορία ταινιών και το αξιόλογο αμερικάνικο δράμα «Πόλη της Ασφάλτου» του Γάλλου Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, προβλήθηκε μονάχα μια βδομάδα στην Αθήνα. Δίχως να αξιολογηθεί η στιβαρή σκηνοθεσία και οι εξαιρετικές ερμηνείες, θεωρήθηκε κακέκτυπο παλιότερης ταινίας του Σκορσέζε, παραβλέποντας πως το ζητούμενο δεν είναι η θεματική πρωτοτυπία, όσο ο τρόπος προσέγγισης, με τρανταχτό παράδειγμα το «Τζόκερ» (2019/Τοντ Φίλιπς). Οι εμφανείς σκορσέζικες καταβολές του Σοβέρ στους χριστιανικούς συμβολισμούς ενός καλογραμμένου σεναρίου τρισδιάστατων χαρακτήρων εμπλουτίζονται με επιμελημένη κινηματογράφηση και κοινωνικών αιχμών ευρωπαϊκό άρωμα, επαναφέροντας το άλλοτε «ανεξάρτητο» αμερικάνικο σινεμά.

Διαμένοντας σε ένα αχούρι κάπου στην Τσάινατάουν, για να εξοικονομήσει χρήματα και να επικεντρωθεί στην προετοιμασία για σπουδές στην Ιατρική, ο νεαρός Κρος (Τάι Σέρινταν) εργάζεται τα βράδια στο Μανχάταν, ως διασώστης του τμήματος Πρώτων Βοηθειών της Πυροσβεστικής της Νέας Υόρκης. Εκεί γνωρίζει τον έμπειρο συνάδελφο Ρατ (Σον Πεν), που τον βοηθάει να ανταπεξέλθει στις χαοτικές καταστάσεις. Οι δυο τους διασχίζουν τη νύχτα με το νοσοκομειακό τις κακόφημες συνοικίες του Μπρονξ και του Χάρλεμ και γίνονται φίλοι, μεταξύ αυτοσαρκασμού και λύτρωσης, γελώντας με μακάβρια ανέκδοτα. Όταν ο Ρατ χειριστεί αυτοβούλως μια περίπτωση ζωής-θανάτου ο Κρος συνειδητοποιεί πόσο λεπτή είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ θεού τιμωρού και φύλακα αγγέλου.

Βασισμένος σε βιβλίο του Τζο Κόνελι, ο Σκορσέζε στα «Σταυροδρόμια της ψυχής» (1999), επιλέγει τον Νίκολας Κέιτζ ως διασώστη στη χαοτική βραδινή Νέα Υόρκη, μεταξύ παραισθήσεων και σχιζοφρένειας, δίνοντας εικονική υπόσταση στα φαντάσματα που τον στοιχειώνουν, με τεχνικές μεταφυσικών θρίλερ. Στον αντίποδα, ο Σοβέρ βασισμένος στο διήγημα του Σάνον Μπεργκ «Black flies» (2008) επικεντρώνεται στο βάπτισμα πυρός του νεοσύλλεκτου διασώστη και τη σχέση με τον εμπειρότερο συνάδελφό του, καταγράφοντας μέσα από τα ηθικά διλήμματα ζωής και θανάτου, το κοινωνικό πλαίσιο εξαθλίωσης των κατώτερων στρωμάτων. Εστιάζοντας στον εργασιακό χώρο των πρωταγωνιστών, ο φακός του Σοβέρ εισέρχεται στα άδυτα των λαϊκών συνοικιών της λαμπερής μητρόπολης, για να αναδείξει σε αντίθεση με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, το λαϊκό υπόβαθρο που μαστίζεται από ανεργία και ανέχεια, σε συσχετισμό με το κοινωνικό λειτούργημα των διασωστών, αλλά και το τίμημα που πληρώνουν, καθώς όπως αναγράφεται στο τέλος «ο αριθμός θανάτων διασωστών από αυτοκτονία είναι μεγαλύτερος από τους θανάτους κατά την υπηρεσία».

Στην ταινία του Σοβέρ καταγράφονται οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κολασμένων αυτής της γης, μέσα από ενδεικτικά θραύσματα της καθημερινότητας στην πολυφυλετική Νέα Υόρκη, όπου ο ανθρώπινος πόνος συμβαδίζει με την ταξική μιζέρια.

Το ηθικό δίλημμα στον πυρήνα της ταινίας διαμορφώνεται μέσα από τη διαλεκτική σχέση των αντιθετικών χαρακτήρων: νέος-ώριμος, άπειρος-έμπειρος, ευαίσθητος-σκληραγωγημένος, ιδεαλιστής-πρακτικός. Με σκαμμένο απ’ τις ρυτίδες πρόσωπο και μια οδοντογλυφίδα στα χείλη ο Ρατ παρουσιάζεται καταπονημένος σωματικά και ψυχικά, σε κρίση μετά το πρόσφατο διαζύγιο, επιβαρυμένος από το εθνικό τραύμα της κατάρρευσης των Δίδυμων Πύργων, καθώς υπήρξε ένας από τους επιζήσαντες διασώστες.

Ανακαλώντας τον ήρωα του «Drive» (2011/Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν), ο Κρος κινηματογραφημένος από πίσω καθώς βαδίζει, φορά χαρακτηριστικό κόκκινο τζάκετ, με κεντημένες κιτρινωπές φτερούγες στην πλάτη, που του χαρίζουν αύρα έκπτωτου αγγέλου, δίνοντας λυτρωτική υπόσταση στο τραύμα που τον ταλανίζει. Στο δωμάτιό του υπάρχει ένα στρώμα, μια καρέκλα κι ένα τραπεζάκι, με κρεμασμένη στο βρώμικο τοίχο την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, με ανοιγμένες φτερούγες και πανοπλία, να τρυπά με τη στενόμακρη λόγχη τον δαίμονα που πατάει γερά κάτω. Αυτή η εικόνα εμφανίζεται αστραπιαία σε μετρημένα πλάνα, ενώ επανέρχεται και στα εφιαλτικά οράματά του, δημιουργώντας συνειρμούς με χριστιανικούς συμβολισμούς. Ο Κρος (σταυρός), φορώντας τζάκετ με χρυσά φτερά, παραπέμπει στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, στρατηλάτη των αγγέλων ενάντια στις στρατιές δαιμόνων, που εκτός από ψυχοπομπός, σχετίζεται με ανάβλυση θαυματουργού νερού, αντίστοιχα με τον Κρος, που φέρνει την ίαση ενάντια στον θάνατο.

Ο χαρακτήρας του διασώστη Λαφοντέν (Μάικλ Πιτ) που προκαλεί τον Κρος και ακούει οδηγώντας «Can’t kill the Devil» (Metal Allegiance), αντιπαρατίθεται με την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, καθώς η δέσμη φωτός του φακού στο πρόσωπό του τον παρομοιάζει με δαίμονα, σε συσχετισμό με το μέταλ τραγούδι και την κυνική δήλωση πως πιστεύει στην κόλαση «έχοντας χάσει την πίστη του στην ανθρωπότητα».

Πλάνα εκτόνωσης του Κρος που χτυπιέται στο μπαρ ακούγοντας πανκ, εκφράζουν ψυχολογική φόρτιση, ενώ η ψυχοσύνθεσή του χτίζεται μέσα από την απεικόνιση του ερωτισμού του, με την κοπέλα που συναντά. Τα πλάνα που βρίσκονται αγκαλιασμένοι στην μπανιέρα συνοδεύονται από θλιμμένα πιανιστικά και τσέλο, της πρωτότυπης μουσικής των Γάλλων Νικολά Μπεκέρ και Κουεντέν Σιρζάκ, εκφράζοντας την ψυχική κατάσταση του πρωταγωνιστή.

Δίνοντας έμφαση στις ερμηνείες, ο Σοβέρ καταγράφει τη συναισθηματική κατάπτωση των χαρακτήρων, με κοντινά σε πρόσωπα και εκφράσεις, στοχεύοντας στη συγκινησιακή φόρτιση μέσα από σκηνοθετικά τεχνάσματα με φωτισμούς και ήχους, για να αποτυπώσει την κόλαση επί γης των πρωταγωνιστών. Τα πρόσωπα λούζονται σε κοκκινο-μπλέ φωτισμούς των σειρήνων του νοσοκομειακού, που διαπερνούν την ακοή, σε μια αισθαντική κινηματογράφηση με κοφτά κοντινά πλάνα ποπ πειραματισμού. Η κρίσιμη κουβέντα των Κρος και Ρατ που συναντιούνται σε κινέζικο εστιατόριο, κινηματογραφείται σε μονοπλάνο, με την κάμερα να τους ακολουθεί μέχρι το δρόμο. Εξαιρετική αποδεικνύεται και η ηχητική επεξεργασία στο επεισόδιο με την κακοποιημένη γυναίκα, όπου η εκρηκτική ατμόσφαιρα βίας υπογραμμίζεται με ήχους συρσίματος τρένου. Όταν ο Κρος επιχειρώντας να διαβάσει ξεσπάει σε φωνές, η ηχητική ένταση εμπλουτίζεται με γαβγίσματα αγριεμένου σκύλου, ανακαλώντας το περιστατικό στην αρχή της ταινίας, ενώ αντίστοιχα, ο ήχος βουητού από «μαύρες μύγες» -αγγλόφωνος τίτλος του βιβλίου- συνδέεται με τη «μυρωδιά θανάτου που δεν συνηθίζεις ποτέ». Αυτός ο ήχος επανέρχεται όταν ο Κρος στην άκρη της αποβάθρας, ανακαλεί τη μακάβρια αίσθηση, μαζί με την απωθημένη μνήμη. Η σκληρή καθημερινότητα του Κρος μεταφέρεται συνοπτικά με επεξεργασμένο μοντάζ, με κοφτά διαδοχικά πλάνα που μπλέκουν νύχτα-μέρα, σε μια διαρκή ροή εναλλαγής, όπου χάνεται η αίσθηση χρόνου. Στις σκηνές ενός ασθματικού Άραβα χασάπη που παθαίνει κρίση στο χώρο εργασίας, στα πλάνα διασωλήνωσης, παρεμβάλλονται εμβόλιμα με κρεμασμένα σφαχτάρια, δίνοντας έμφαση στη φθαρτή ύλη, κόντρα στο θρησκευτικό στοιχείο.

Οι χαρακτήρες αποκτούν ψυχική οντότητα με τις αμοιβαίες εξομολογήσεις και οδηγούνται σε καθαρτήρια πτώση, επιλέγοντας λύτρωση ή συγχώρεση. Μόνο τότε επέρχεται η Κάθαρση, επαναφέροντας το αρχικό σωτήριο κάλεσμα του Κρος, που σηματοδοτείται εύστοχα από τη μεγαλειώδη συμφωνική εισαγωγή του πρελούδιου της πρώτης πράξης της όπερας «Ο Χρυσός του Ρήνου», του Βάγκνερ, με θέμα την πάλη της ύλης με το αθάνατο πνεύμα. Ο δυναμισμός των χάλκινων πνευστών της ορχήστρας που ξανοίγονται θριαμβευτικά σε ανυψωτική δίνη μαζί τα έγχορδα, παρασέρνοντας τα πάντα χαρακτηρίζει τη μουσική που σφραγίζει αρχή και τέλος της ταινίας. Εισάγεται μόλις ο Κρος παραδώσει ανακουφισμένος ζωντανό στο νοσοκομείο τον ετοιμοθάνατο νεαρό, που έσωσε χάρη στον Ρατ, ενώ δεύτερη φορά ακούγεται στο τέλος, όταν ο Κρος σώζει μόνος του ένα μικρό κορίτσι. Το πρελούδιο συνεχίζεται και στους τίτλους τέλους, στα συνεχόμενα διαδοχικά μονοπλάνα υποκειμενικών λήψεων απ’ το νοσοκομειακό, στους δρόμους της Νέας Υόρκης, κάτω από τις γέφυρες του υπέργειου μετρό. Με τις φτωχογειτονιές σε πρώτο πλάνο, απεικονίζονται αυτοί για τους οποίους μεριμνά ο έμπειρος πλέον Κρος, ως άλλος φύλακας άγγελος.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO

  • Στο Τριανόν από 23 -29/5/2024 προβάλλεται το ντοκιμαντέρ «Avant-Drag!» του Φιλ Ιερόπουλου, με καλεσμένους, συζητήσεις και παράλληλες δράσεις.
  • Στο STUDIO προβάλλεται Σάββατο 25 & Κυριακή 26/5/2024, η ταινία «Να πεθαίνεις στα 30» (1982) του Ρομάν Γκουπίλ, για το Μάη του ’68.
  • Το 8ο Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας – FeCHA (27/5 – 5/6/2024), θα διεξαχθεί στους θερινούς κινηματογράφους Ελληνίς και Αελλώ. Περισσότερα: fecha.gr
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!