Δεν θα φανταζόταν καλύτερη κατάληξη ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς για τις γενικές εκλογές της περασμένης Κυριακής: το κόμμα του (το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα/SNS, βασική δύναμη της εκλογικής πλατφόρμας «Για τα Παιδιά μας») ψηφίστηκε από δύο στους τρεις Σέρβους που πήγαν στις κάλπες. Ένα σημαντικό τμήμα της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τον δισεκατομμυριοπύχο Ντραγκάν Τζίλας, που επέλεξε να καταγγείλει τη διαδικασία ως αντιδημοκρατική και να απέχει, δεν κατάφερε να απονομιμοποιήσει τις εκλογές, αφού η ήδη χαμηλή συμμετοχή μειώθηκε μόλις κατά 5,8%. Το προεδρικό στρατόπεδο απέδωσε πάντως τη σχετική αύξηση της αποχής όχι στο μποϊκοτάζ της αντιπολίτευσης, αλλά στον «εύλογο φόβο των ευπαθών ομάδων λόγω κορωνοϊού». Η επιτυχής, για την κοινή γνώμη, διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση του Βούτσιτς θεωρείται εξάλλου μία από τις βασικές αιτίες του θριάμβου του. Άλλη μία αιτία είναι η πειστική καμπάνια του προεδρικού μπλοκ σχετικά με τη χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης, την οποία εξακολουθεί να χρεώνει στις προηγούμενες, ανοιχτά φιλοδυτικές κυβερνήσεις.
Το αποτέλεσμα έγινε δεκτό με κλάψα από την ευρωκρατία, που θορυβήθηκε από την οικτρή αποτυχία των πλέον φανατικών υποστηρικτών της, αυτών δηλαδή που πιο ανοιχτά από όλους προωθούν τα σχέδια για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια προς όφελος της Δύσης και σε βάρος της Ρωσίας. Οι ουσιαστικά ανήμπορες Βρυξέλλες περιορίστηκαν να «προειδοποιήσουν» το Βελιγράδι ότι στο… μέλλον πρέπει να κάνει πιο δημοκρατικές εκλογές και να μην ελέγχει τα ΜΜΕ (αυτό προφανώς θεωρούν ότι είναι δικό τους χωράφι…) αν θέλει να συνεχιστεί η ενταξιακή διαδικασία. Ο Βούτσιτς, ενισχυμένος από τις κάλπες αλλά και τα πορίσματα των διεθνών παρατηρητών ότι οι εκλογές ήταν «βασικά δίκαιες», δεν καταδέχθηκε καν να σχολιάσει αυτές τις προειδοποιήσεις των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών οργάνων.
Φόβοι για αναγνώριση «τετελεσμένων»
Ο πρόεδρος της Σερβίας δεν είναι βέβαια αντιδυτικός – αλλά «παίζει» με όλους τους διεθνείς και περιφερειακούς παίκτες, περιλαμβανομένων των Ρώσων και των Κινέζων, και μέχρι στιγμής ισορροπεί αριστοτεχνικά στη βαλκανική πυριτιδαποθήκη. Ο θρίαμβός του όμως μπορεί και να λειτουργήσει ανάποδα από αυτό που περιμένουν και ελπίζουν όσοι θέλουν τον περιορισμό της δυτικής κυριαρχίας στην περιοχή: η αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει τώρα ο Σέρβος πρόεδρος μπορεί να του επιτρέψει τη «διευθέτηση» του κοσοβάρικου αγκαθιού χωρίς πολλές αντιδράσεις… Πράγματι, δεν έχει πια ανάγκη μια κυβερνητική συμμαχία με τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι εμφανίζονται ως κληρονόμοι της γιουγκοσλαβικής παράδοσης και αντιδρούν σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις στο θέμα της σερβικής κυριαρχίας στο Κόσοβο – που όμως έχει καταλήξει εντελώς τυπική.
Ο πρόεδρος της Σερβίας δεν είναι βέβαια αντιδυτικός – αλλά «παίζει» με όλους τους διεθνείς και περιφερειακούς παίκτες, περιλαμβανομένων των Ρώσων και των Κινέζων, και μέχρι στιγμής ισορροπεί αριστοτεχνικά στη βαλκανική πυριτιδαποθήκη
Οι φόβοι αυτοί επιτείνονται από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η διακυβέρνηση του Βούτσιτς συνεχίζει στα χνάρια των προηγούμενων: έχει ήδη δεχθεί τις «διαπραγματεύσεις» με τη λεγόμενη κυβέρνηση του ΝΑΤΟϊκού προτεκτοράτου του Κοσόβου, αναγνωρίζοντας ντε φάκτο αυτό που στα λόγια αρνείται: την «ανεξαρτησία» της πρώην σερβικής επαρχίας. Παζαρεύει βέβαια τα ανταλλάγματα πιο σκληρά από τους προκατόχους του, που έχουν απωλέσει κάθε αξιοπιστία επειδή ήταν ξεφωνημένα υποτακτικοί στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου, και τελικά πλήρωσαν κι αυτοί τη νύφη της υπόκωφης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ε.Ε. για το ποιος από τους δύο «διεθνείς παράγοντες» θα έχει τον πρώτο λόγο στις εξελίξεις στην περιοχή.
Από επτακομματική, τρικομματική η Βουλή
Από αυτήν την άποψη, έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι οι κάλπες τιμώρησαν ακόμη αυστηρότερα φέτος απ’ ό,τι στις προηγούμενες εκλογές, του 2016, τα πιο «ειλικρινώς» φιλοδυτικά κόμματα. Πέρα από την αποτυχία του μποϊκοτάζ των εκλογών, την ίδια μοίρα είχαν και όσα από αυτά αποφάσισαν να συμμετέχουν στις εκλογές: με την εξαίρεση του νέου κόμματος του Αλεξάνταρ Σάπιτς, δημοφιλούς πρώην ολυμπιονίκη και νυν δημάρχου του Βελιγραδίου, κανένα άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν πέρασε το όριο του 3% για να μπει στη Βουλή. Ακόμη περισσότερο, εκτός βουλής βρέθηκαν και τα πιο ακροδεξιά κόμματα: το μεγαλύτερο από αυτά, το σοβινιστικό SRS του πρώην παραστρατιωτικού Σέσελι, κυριολεκτικά κατέρρευσε (από 8,1% το 2016 τώρα πήρε μόλις 2,1%), ενώ εκτός έμειναν και τα μοναρχικά κόμματα, όπως το POKS (2,6%).
Έτσι η νέα Βουλή θα είναι τρικομματική, έναντι της απερχόμενης επτακομματικής – χωρίς να προσμετρώνται οι βουλευτές που εξέλεξαν και πάλι τα 4 μειονοτικά κόμματα, για τα οποία δεν ισχύει το πλαφόν του 3%. Δεύτερη δύναμη στη Βουλή θα είναι οι Σοσιαλιστές, που δεν κρύβουν ότι απεύχονται τον ρόλο της αντιπολίτευσης και την επιθυμία τους να παραμείνουν στα κυβερνητικά έδρανα (ο επικεφαλής τους, ο Ίβιτσα Ντάτσιτς, ήταν υπουργός Εξωτερικών της τελευταίας κυβέρνησης). Τελικά, τα αποτελέσματα ήταν σαφή και ταυτόχρονα αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα: από τη μια τα πιο φιλοδυτικά και τα ακροδεξιά κόμματα ηττήθηκαν κατά κράτος και μετατράπηκαν σε… εξωκοινοβουλευτικά, κι από την άλλη τώρα ο Βούτσιτς μπορεί να διαπραγματευθεί τα πάντα με τους πάντες. Περιλαμβανομένης της επιδιωκόμενης από τη Δύση αναγνώρισης του κοσοβάρικου-μαφιόζικου προτεκτοράτου ως «ανεξάρτητου κράτους»…
Έξω οι… Γιουγκοσλάβοι!
Η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή της Σερβίας, προφανώς με κυβερνητική υποκίνηση, απαγόρευσε την αυτόνομη κάθοδο του Νέου Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (NKPJ) στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Έπειτα το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του κόμματος αυτού ενάντια στον αποκλεισμό του με προσχηματικούς λόγους. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά το NKPJ κάλεσε τους υποστηρικτές του να πάνε στις κάλπες και να ρίξουν ψηφοδέλτιο με το όνομα του κόμματος, για δύο λόγους: ως διαμαρτυρία για τον αποκλεισμό του, αλλά και για να μην μειωθεί δραστικά η συμμετοχή – γεγονός που πιθανόν να επέτρεπε την είσοδο στη Βουλή των πιο αντιδραστικών κομμάτων. Σύμφωνα με μετεκλογική ανακοίνωση, το 4% των ψηφοφόρων έριξε τέτοιο ψηφοδέλτιο, πράγμα που σημαίνει ότι αν δεν υπήρχε η απαγόρευση, το NKPJ θα έμπαινε στη Βουλή. Πάντως ο Βούτσιτς, με τη σιωπηρή συναίνεση και των υπόλοιπων κομμάτων, συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων, φρόντισε να μην έχει ενοχλητικούς βουλευτές. Στα νεοταξικά Βαλκάνια κανείς δεν θέλει κόμματα που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο «Γιουγκοσλαβία»…