Στη τελική ευθεία για την εκλογή νέας ηγεσίας βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, με τον πρώτο γύρο της εσωκομματικής διαδικασίας να πραγματοποιείτε αύριο, Κυριακή 6/10. Μετά από μια μακρά διαδικασία που έφερε εσωστρέφεια στον χώρο για αρκετούς μήνες, αμέσως μετά την αμφισβήτηση του Ν. Ανδρουλάκη μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι που θα κρίνει όχι μόνο τη δική του πορεία, αλλά συνολικότερα τις διεργασίες στον χώρο της κεντροαριστεράς. Οι μετρήσεις των δημοσκόπων δεν δείχνουν κάποιο ξεκάθαρο φαβορί, μεταξύ των υποψηφίων, και άρα παραμένει ανοιχτός και ο προσανατολισμός του κόμματος που παλαντζάρει μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας ρόλο αυτόνομο ή μέσα σε διεργασίες ανασύνθεσης του κέντρου και της αριστεράς.

Το προεκλογικό κλίμα, οι συγκεντρώσεις και τα διαφημιστικά σποτ μοιάζουν περισσότερο με εθνικές παρά με εσωκομματικές εκλογές. Αρκετή επικοινωνία, απουσία θέσεων και σχεδίου για την πορεία του κόμματος. Ενώ όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ οι υποψήφιοι αποφεύγουν ή και αδυνατούν να τοποθετηθούν για τις μεγάλες προκλήσεις της περιόδου, να ψελλίσουν έστω και μια κουβέντα για τον πόλεμο πέραν από κενά ευχολόγια, να παρουσιάσουν έστω και μία πρόταση για την ακρίβεια, να περιγράψουν ένα διαφορετικό ρόλο για τη χώρα πέραν αυτού του προσαρτήματος των δυτικών συμφερόντων.

Το πρόσκαιρο ενδιαφέρον για το κόμμα, το σπρώξιμο από τα ΜΜΕ, το ετερόκλητο κοινό που εκφράζουν οι υποψήφιοί του, φέρνει μια ευφορία στον χώρο που νοιώθει πως τώρα είναι η ευκαιρία για μια ολική επιστροφή. Άλλωστε όπως έχουν δείξει και προηγούμενες ανάλογες διαδικασίες, η ανοιχτή, σε μέλη και φίλους (ακόμη και σε μέλη και ψηφοφόρους άλλων κομμάτων), εκλογή αρχηγού είναι ευκαιρία επαναπατρισμού και συσπείρωσης εκλογικού ακροατηρίου. Το ΠΑΣΟΚ ελπίζει να εμφανίσει ένα μεγάλο αριθμό συμμετοχής που θα του δίνει «παράσταση νίκης» εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθεια ηγεμονίας στη λεγόμενη «προοδευτική παράταξη».

Επιστροφή στο ένοχο ΠΑΣΟΚ

Όλοι δηλώνουν περήφανοι για το ΠΑΣΟΚ. Θα κάνει το ΠΑΣΟΚ ηγετική δύναμη της προοδευτικής παράταξης υπόσχεται ο ένας, ο άλλος υπεραμύνεται του κόμματος και των μηχανισμών του (που μοιάζει να τον στηρίζουν), ο άλλος μιλάει στο όνομα ενός πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, ο τρίτος καλεί τους οπαδούς του να σηκώσουν «ψηλά τις σημαίες του ΠΑΣΟΚ». Ακόμη και οι δύο υποψήφιες, που άλλοτε φλέρταραν με τη Ν.Δ. του κ. Μητσοτάκη, μιλούν με θερμά λόγια για το ΠΑΣΟΚ. Η προοπτική επανόδου σε θέση εν δυνάμει κυβερνητικού πόλου, μετά τον κατακερματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ενώνει ετερόκλητες δυνάμεις και πιθανά να οδηγήσει στον επαναπατρισμό και κομματικών μελών.

Αυτό που είναι ανέφικτο είναι να γίνει λοβοτομή στην ελληνική κοινωνία. Είναι ανέφικτο, παρά τις προσπάθειες ΜΜΕ και κέντρων εξουσίας, να σβηστεί ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στη μνημονιακή πορεία της χώρας, οι καθοριστικές στιγμές όπως το Καστελόριζο, το PSI, και πιο πριν τα σκάνδαλα, η ντροπή των Ιμίων και τόσα άλλα που φέρουν την υπογραφή του συγκεκριμένου κόμματος.

Αδιέξοδα προσεχώς!

Οι πραγματικές προκλήσεις για το ΠΑΣΟΚ, όπως και για τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι βέβαιο ότι θα γίνουν εμφανείς αμέσως μετά τις σχεδόν ταυτόχρονες εσωκομματικές εκλογές. Δύο κόμματα που φιλοδοξούν να καλύψουν τον ίδιο πολιτικό χώρο –ο οποίος και δεν φαντάζει ιδιαίτερα ευρύχωρος τα τελευταία χρόνια–, που παρουσιάζουν σημαντικές φυγόκεντρες τάσεις, με κέντρα εντός τους να προωθούν διαδικασίες ανασύνθεσης που αντικειμενικά περνούν μέσα από τη ρευστοποίηση του παρόντος συσχετισμού. Δύο κόμματα, αποδυναμωμένα, χωρίς στιβαρή ηγεσία, χωρίς κοινωνική γείωση, εύκολα αντικείμενα χειρισμού και παρεμβάσεων από φίλια και αντίπαλα επιχειρηματικά συμφέροντα, εσωχώρια και εξωχώρια κέντρα και παράκεντρα. Η κεντροαριστερά παρά τις προσπάθειες αδυνατεί να αναστυλωθεί ως πόλος εξισορρόπησης του συστήματος και βαλβίδα εκτόνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Τα αδιέξοδα της κεντροαριστεράς, μέρος του γενικού αδιεξόδου του πολιτικού συστήματος και της χώρας, είναι μπροστά μας. Μόνη διέξοδος η υπέρβαση του πολλαπλά χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος και των παραφυάδων του στην κατεύθυνση μιας πραγματικής δημοκρατίας.

Παράταση αγωνίας στον ΣΥΡΙΖΑ

Και αν για το ΠΑΣΟΚ η ώρα της κρίσης έφτασε∙ στον άλλο κεντροαριστερό πόλο, η αγωνία, τα «συντροφικά» μαχαιρώματα και η εικόνα διάλυσης επιτείνεται, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου οπότε και θα διεξαχθούν οι εσωκομματικές εκλογές με ενδιάμεσο σταθμό το συνέδριο που θα διεξαχθεί από 1 έως 3 Νοεμβρίου. Εν αναμονή της επίσημης ανακήρυξης των υποψηφίων και με καρατομημένο από την παλιά φρουρά τον πρόεδρο Στέφανο Κασσελάκη να δηλώνει παρών και σε αυτή την μάχη, η πλειοψηφία της ΚΕ του κόμματος που κίνησε τις διαδικασίες εκλογής νέας ηγεσίας αδυνατεί να ενωθεί κάτω από μία κοινή υποψηφιότητα. Κάπως έτσι η «τσιπρική φρουρά», το μισό δηλαδή υπουργικό συμβούλιο της πάλαι ποτέ πρώτης φοράς αριστερά, θα εκπροσωπηθεί προς ώρας από τους Σωκράτη Φάμελο, Παύλο Πολάκη και Νίκο Φαραντούρη.

Στις δημοσκοπήσεις, ο Στ. Κασσελάκης, εμφανίζεται να καταγράφει ένα έστω και μικρό προς ώρας προβάδισμα, ενώ ανάμεσα στους αμφισβητίες του, φαβορί εμφανίζεται κόντρα στα προγνωστικά και τους σχεδιασμούς των παραδοσιακών στελεχών ο Παύλος Πολάκης, με τον Σωκράτη Φάμελο να ακολουθεί σε μικρή απόσταση (σε κάποιες άλλες μετρήσεις του δίνεται μέχρι και προοπτική επικράτησης). Στις παρεμβάσεις τους, ο Στέφανος Κασσελάκης και οι υποστηρικτές του επιμένουν να βάλλουν εναντίων των παλιών στελεχών και να καλούν τα μέλη του κόμματος «να τα αλλάξουν όλα». Από την άλλη πλευρά οι αντίπαλοι του κάνουν λόγο για «επιστροφή στις αριστερές ρίζες» και για ανάγκη συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων, ξορκίζοντας τους «πειραματισμούς» του άλλοτε εξ’ Αμερικής «σωτήρα» τους.

Και οι δύο πλευρές, μακριά από τα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, αποφεύγουν να τοποθετηθούν επί πολιτικών θέσεων, καταφεύγοντας σε μια ψευδεπίγραφη διαμάχη περί παραδοσιακής και σύγχρονης αριστερής ταυτότητας. Την ίδια στιγμή που από κοινού δηλώνουν περήφανοι για τα όχι και τόσο αριστερά πεπραγμένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με συμβολικότερη όλων τη ΝΑΤΟϊκή εκδούλευση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με αυτά και μ’ αυτά, μια πολιτική δύναμη με μοναδικό πολιτικό περιεχόμενο την «αντι-Μητσοτακική» ρητορεία, αποδεικνύεται διαρκώς το καλύτερο στήριγμα του Μαξίμου, που έχει μείνει χωρίς αντιπολίτευση μετατρέποντας την αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ σε βασικό επιχείρημά του.

Σε κάθε περίπτωση μοιάζει απίθανη η ανάταξη του ΣΥΡΙΖΑ με τη μορφή που τον γνωρίζαμε. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της εσωκομματικής κούρσας, τα διαφορετικά σχέδια των διαφόρων ομάδων θα παρατείνουν τον κατακερματισμό του χώρου. Κάθε ομάδα αναζητεί φόρμουλες συγκόλλησης με άλλους χώρους (βλ. σχέδια ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς, διαύλους επικοινωνίας με το ΠΑΣΟΚ και την ομάδα του Χ. Δούκα, πιθανή επαναπροσέγγιση με το άλλο μισό πρώην υπουργικό συμβούλιο της Νέας Αριστεράς), παίζοντας εμφανώς και με διαφορετικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Αν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε τις τάσεις ρευστοποίησης και του υπόλοιπου πολιτικού σκηνικού, στα αριστερά και στα δεξιά της σε φθορά κυβέρνησης, η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης φαίνεται να μεγαλώνει σημαντικά.


Ποιος θα νικήσει τον Μητσοτάκη;

Στο debate του ΠΑΣΟΚ, στα τικ-τοκ των προεκλογικών καμπανιών, στα πάνελ των καναλιών οι υποψήφιοι διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροαριστεράς, τόσο του ΣΥΡΙΖικού όσο και του ΠΑΣΟΚικού πόλου, επιμένουν να προβάλουν εαυτόν ως τον μοναδικό υποψήφιο που μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη. Όποιος φαντάζει πρωθυπουργοποιήσιμος, αυτός έχει και το προβάδισμα σε ένα κομματικό ακροατήριο που κρατιέται μόνο από την προοπτική διακυβέρνηση και την εμπλοκή με το κράτος (και το ταμείο του). Η ένδεια πολιτικού οράματος, αντιπολιτευτικής δράσης, προγραμματικών θέσεων καλύπτεται με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα.

Μια κεντροαριστερά που έχει από καιρό χάσει τους όποιους δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα (δεν εννοούμε προφανώς τα κάθε είδους αλισβερίσια που συγκροτούν κομματική πελατεία), που αποτέλεσε πυλώνα του μνημονιακού καθεστώτος και –παρά τα λόγια– έδωσε τη συναίνεσή της σε όλες τις μεγάλες αποφάσεις της κυβέρνησης Ν.Δ., αδυνατεί να πείσει ότι αποτελεί πραγματικά εναλλακτικό πόλο. Παρά το κατά καιρούς «σπρώξιμο» από επιχειρηματικά και άλλα κέντρα, παρά τους πειραματισμούς ή τις ενέσεις κομματικού πατριωτισμού και τα δύο κόμματα παραμένουν κολλημένα σε ένα ποσοστό που αθροιστικά μόλις και μετά βίας ξεπερνά το 20%.

Η στρατηγική αυτή εγγυάται πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα συνεχίσει πολιτικά να μένει στο απυρόβλητο. Η ανάγκη να ηττηθεί το «επιτελικό κράτος» του Κ. Μητσοτάκη, μεγαλώνει όσο σφίγγει ο κλοιός των πολλαπλών πιέσεων προς τη χώρα και την κοινωνία. Μόνος δρόμος για να καλυφθεί αυτή η ανάγκη, η έκφραση της ίδιας της κοινωνίας, των αναγκών και των αγωνιών της και μαζί η ενεργοποίηση και η μετατροπή της σε πολιτική δύναμη της υπαρκτής κοινωνικής διαθεσιμότητας. Και αυτός ο δρόμος σίγουρα δεν περνά μέσα από αυτή την ανυπόληπτη και πολλαπλά χρεοκοπημένη κεντροαριστερά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!