Το ισπανικό κράτος βιώνει εδώ και χρόνια μια πρωτοφανή πολιτική αστάθεια. Το σημερινό πολιτικό τοπίο, θρυμματισμένο και αβέβαιο, σε τίποτα δεν θυμίζει τον «παλιό καλό καιρό» όπου σοσιαλιστές και δεξιοί εναλλάσσονταν στην εξουσία και, ουσιαστικά ανενόχλητοι, νέμονταν στην κυριολεξία όλα τα αγαθά της. Στη ρίζα της αστάθειας βρίσκεται ο συνδυασμός δύο βασικά παραγόντων. Ο πρώτος είναι σχετικά πρόσφατος, και αφορά τη φτωχοποίηση που χτύπησε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα μέσω της βίαιης επιβολής των μνημονίων (τα οποία, ας μην το ξεχνάμε, εισήχθησαν από «σοσιαλιστική» κυβέρνηση – όπως και στην Ελλάδα), πυροδοτώντας τη λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση. Το «διαζύγιο» εκατομμυρίων πολιτών από το παραδοσιακό και ακραία διεφθαρμένο σύστημα έπληξε τον παραδοσιακό δικομματισμό και έβγαλε στον αφρό νέους πολιτικούς σχηματισμούς, όπως οι (διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους) Podemos και Ciudadanos.
Αποτέλεσμα του συνδυασμού των παραπάνω ήταν, για να περιοριστούμε στην τελευταία πενταετία: 1) Οι αλλεπάλληλες και ατελέσφορες, αφού δεν έδωσαν πλειοψηφία σε κανέναν, εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 και 2016. 2) Η περσινή ανατροπή της κυβέρνησης μειοψηφίας του δεξιού Ραχόι, ο οποίος κυβερνούσε με «σοσιαλιστικά» δεκανίκια. 3) Η πτώση, φέτος, και της κυβέρνησης του σοσιαλιστή Σάντσεθ – που κι αυτός έγινε πρωθυπουργός με την υποστήριξη των Podemos και την ανοχή των Καταλανών και Βάσκων, ώσπου αυτή εξαντλήθηκε. Είχε προηγηθεί η άνευ προηγουμένου καταστολή της Καταλανικής Άνοιξης, και είχε ξεκινήσει η δίκη δεκάδων «στασιαστών» στο ειδικό πολιτικό δικαστήριο της Μαδρίτης…
Πιθανόν οι εκλογές να μην βγάλουν μια σχετικά ομογενοποιημένη κυβερνητική συμμαχία, όμως το πολιτικό σύστημα θα έχει απαλλαγεί τουλάχιστον από τον βραχνά των Podemos – οι οποίοι πλέον θα λειτουργούν, στην καλύτερη γι’ αυτούς περίπτωση, ως ενδεχόμενος δευτερεύων κυβερνητικός εταίρος…
Αντιδραστική ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος
Οι πρόωρες εκλογές της μεθεπόμενης Κυριακής σηματοδοτούν όμως μια αντίστροφη κίνηση, παρ’ όλες τις αντιφάσεις που παραμένουν και ίσως οξυνθούν. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η οριστική απομάκρυνση εκατομμυρίων Καταλανών και Βάσκων από την ελπίδα ότι, μέσω σχηματισμών όπως οι Podemos, θα μπορούσε να επιτευχθεί επιτέλους ένας κάποιος εκδημοκρατισμός του μεταφρανκικού κράτους. Πλέον είναι εκατομμύρια αυτοί που νιώθουν ότι οι ισπανικές εκλογές δεν τους αφορούν – διευκολύνοντας έτσι μια άλλη βασική τάση: την αντιδραστική ανασύνθεση του ισπανικού πολιτικού συστήματος, με νέες βέβαια σχέσεις στο εσωτερικό του, αλλά και με μειωμένες τις απειλές που το έκαναν να τρίζει μέχρι πρόσφατα.
Ακόμη κι αν, όπως είναι πιθανό, οι εκλογές δεν βγάλουν εύκολα μια σχετικά ομογενοποιημένη κυβερνητική συμμαχία, το πολιτικό σύστημα θα έχει απαλλαγεί τουλάχιστον από τον βραχνά των Podemos – οι οποίοι πλέον θα λειτουργούν, στην καλύτερη γι’ αυτούς περίπτωση, ως ενδεχόμενος δευτερεύων κυβερνητικός εταίρος χωρίς πολλές-πολλές απαιτήσεις. Κερδισμένοι από αυτήν την «τακτοποίηση» είναι βέβαια οι σοσιαλιστές (PSOE), που πετυχαίνουν να ποζάρουν ως το μικρότερο κακό απέναντι σε μια Δεξιά πολυδιασπασμένη, αλλά ταυτόχρονα πιο επιθετική. Έτσι ανασχηματίζεται ο ένας από τους δύο παραδοσιακούς πυλώνες του ισπανικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή μια Κεντροαριστερά που ελπίζει να επιστρέψει στην κυβέρνηση πετυχαίνοντας, με τη σύμπραξη και ορισμένων μικρότερων κομμάτων, την περιπόθητη πλειοψηφία των 176 εδρών.
Απέναντί της βρίσκεται ο χρήσιμος μπαμπούλας της τρικέφαλης πλέον Δεξιάς. Πρώτη δύναμη το παραδοσιακό Λαϊκό Κόμμα, που επιχειρεί να επιστρέψει «εκσυγχρονισμένο» και απαλλαγμένο από τους πλέον αντιδημοφιλείς και διεφθαρμένους δεινοσαύρους του. Από κοντά και οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι Ciudadanos. Τέλος, η παρθενική συμμετοχή σε ισπανικές εκλογές του ακροδεξιού-φρανκικού Vox κόβει ψήφους από το Λαϊκό Κόμμα, και ταυτόχρονα σπρώχνει ακόμη πιο δεξιά όλο το επίσημο πολιτικό σκηνικό της Μαδρίτης. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς από τους δύο πυλώνες δεν μπορεί να αποσπάσει μια κοινοβουλευτική, έστω, πλειοψηφία: το ποσοστό που αποσπούν οι διάφοροι «στασιαστές» είναι ακριβώς αυτό που τους λείπει. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να ξαναδούμε κυβερνήσεις που θα στέκονται χάρη στην ανοχή αυτού ή του άλλου, ή –τίποτα δεν αποκλείεται πια– συνεργασίες στις οποίες θα συνυπάρχουν «ορκισμένοι εχθροί»…
Παράδειγμα προς αποφυγή…
Η άδοξη κατάληξη των κάποτε πολλά υποσχόμενων Podemos έχει αρκετές αιτίες. Η πιο προφανής είναι η βουλιμία της ηγεσίας τους, που από νωρίς επλήγη από την ασθένεια του κυβερνητισμού. Έτσι όρμησαν με τα μούτρα στην κεντρική πολιτική σκηνή, περιμένοντας να δρέψουν γρήγορα τους καρπούς της εξουσίας. Όσο περισσότερο όμως «υπευθυνοποιούνταν» ώστε να γίνουν αποδεκτοί από το ισπανικό πολιτικό σύστημα και από μια φανταστική «μετριοπαθή μεσαία τάξη», τόσο έβλεπαν τα ποσοστά τους να πέφτουν και εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές τους εγκατέλειπαν. Έτσι, ενώ πριν 3-4 χρόνια διακήρυτταν ότι φιλοδοξία τους ήταν να αναδειχθούν πρώτο κόμμα και να «καθορίσουν τις εξελίξεις», φέτος αγκομαχούν για την τέταρτη θέση…
Από αυτήν την άποψη, έχει ενδιαφέρον μια σύγκριση με ένα ανόμοιο βέβαια κίνημα, που κι αυτό όμως γεννήθηκε μέσα στην απελπισία και την οργή που προκαλούσαν οι αλαζονικές και καταπιεστικές πολιτικές των ελίτ. Αναφερόμαστε στα Κίτρινα Γιλέκα και στο αντιδιαμετρικά αντίθετο μονοπάτι που επέλεξαν να βαδίσουν, αρνούμενοι οποιαδήποτε εμπλοκή τους στο επίσημο πολιτικό παιχνίδι. Αυτό ακριβώς μπορεί να είναι ταυτόχρονα η αδυναμία και η δύναμή τους: δεν προτείνουν μια πολιτική εναλλακτική, διατηρούν όμως έτσι τον ενωτικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα τους που αντέχει την άγρια καταστολή και απονομιμοποιεί φανερές και κρυφές εξουσίες και πανίσχυρους, υποτίθεται, κυβερνήτες-ανδρείκελα των ελίτ. Κι ακόμη, επιμένουν σε μια αμεσοδημοκρατική αντίληψη και αρνούνται να ανεχθούν «ηγέτες-σωτήρες»…
Τελικά οι Podemos μοιάζουν αρκετά με τους Γερμανούς και άλλους Πράσινους στο πώς πέρασαν από τον ριζοσπαστισμό σε «μία από τα ίδια». Η διαφορά είναι ότι αυτή η διαδικασία πήρε έως και δεκαετίες για τους Πράσινους, ενώ οι Podemos διένυσαν την ίδια απόσταση σε χρόνο μηδέν… Για να είμαστε δίκαιοι, ο κυβερνητισμός δεν είναι η μοναδική αιτία της δύσης ενός ακόμη ριζοσπαστικού άστρου. Ρόλο έπαιξε μεταξύ άλλων η υποχώρηση αριστερών και ριζοσπαστικών κινημάτων στον ισπανόφωνο κόσμο (και ειδικά στη Λατινική Αμερική), καθώς και ο ντροπιαστικός κατήφορος άλλων εγχειρημάτων με τα οποία είχαν επίσης ταυτιστεί (η ελληνική περίπτωση…). Είναι αμφίβολο ότι οι νέοι ευκαιριακοί τακτικισμοί στους οποίους επιδίδονται –για παράδειγμα η συμμαχία με τον Μελανσόν κ.ά. στις ευρωεκλογές, εγκαταλείποντας σιωπηρά το μισοβυθισμένο καράβι του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς– θα προσφέρουν σανίδα σωτηρίας.