Πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄. Ήμαστε παιδιά τότε. Οι μνήμες δεν έχουν ξεθωριάσει. Και πώς να γίνει τούτο; Πραξικόπημα και εισβολή, δύο γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή μας εσαεί. Δύσκολα, πέτρινα χρόνια. Πώς μπορεί, για παράδειγμα, ένα παιδί να «αποκωδικοποιήσει» στο μυαλό του τα όσα διαδραματίζονταν; Πυροβολισμοί, εκρήξεις, εμβατήρια στο ραδιόφωνο.

15 Ιουλίου 1974. Η χούντα των Αθηνών και οι εγκάθετοί της στο νησί, η παράνομη τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, με συνθηματικό «Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο», ενεργοποίησε το σχέδιο ανατροπής του προέδρου Μακάριου. Ήταν το σχέδιο ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης και της διχοτόμησης της Κύπρου. Τα σχέδια της χούντας, σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς και την Τουρκία, σε αυτό αποσκοπούσαν.

Εκείνος ο Ιούλης δεν μπορεί να σβήσει ποτέ από το μυαλό. Ήταν η επίθεση της Εθνικής Φρουράς, που ελεγχόταν από τη χούντα, και η αντίσταση των νόμιμων δυνάμεων και των πολιτών, που θέλησαν να σταθούν απέναντι στην προδοσία. Το πρώτο μαντάτο ήταν πως «ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός…». Το μετέδωσε το κρατικό ραδιόφωνο, το ΡΙΚ. Και ήταν ψέμα. Ο Μακάριος είχε διαφύγει και πήγε στην Πάφο, από όπου από έναν πρόχειρα στημένα ραδιοσταθμό έστειλε το μήνυμα ότι ήταν ζωντανός και καλούσε σε αντίσταση.

Της επικράτησης του πραξικοπήματος ακολούθησε κυνηγητό αντιστασιακών ακόμη και μετά που ξεκίνησε η δεύτερη φάση του σχεδίου της μεγάλης συνωμοσίας. Δηλαδή, η εισβολή της Τουρκίας στο νησί. Ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Επιστράτευση χωρίς μπούσουλα. Με λιγοστά όπλα, καθώς άφησαν σκοπίμως γυμνή την άμυνα της Κύπρου. Και τις πρώτες ώρες, χουντικοί αξιωματικοί εξ Ελλάδος διέδιδαν πως οι Τούρκοι έκαναν ασκήσεις και έδιναν εντολές στους Ελληνοκύπριους στρατιώτες και τους εφέδρους να μην κτυπάνε τις τουρκικές δυνάμεις. Και μετά, κάποιοι από αυτούς εξαφανίσθηκαν. Άλλοι Ελλαδίτες, που δεν ήταν χουντικοί, στάθηκαν και πολέμησαν.

Πόλεμος! Δεν ήταν κινηματογραφική ταινία, αλλά μια πραγματικότητα που βιώναμε. Από όπου περνούσε ο τουρκικός στρατός, σκορπούσε το θάνατο και την καταστροφή. Βιασμοί, βεβηλώσεις. Ο ουρανός είχε γεμίσει καπνούς και ο αέρας κουβαλούσε αποκαΐδια. Βόμβες, πυροβολισμοί, εκκωφαντικοί θόρυβοι ακουγόντουσαν παντού. Όσοι έφθαναν από τις υπό κατάληψη περιοχές περιέγραφαν σκηνές βαρβαρότητας. Εν ψυχρώ εκτελέσεις και τρομοκρατία. Κουβαλούσαν μια αλλαξιά ρούχα και έψαχναν κάπου να διανυκτερεύσουν. Προσωρινά θα μετακινηθούμε από τα σπίτια μας, έλεγαν όλοι τότε. «Μέχρι να περάσει το κακό». Και το κακό δεν πέρασε ακόμη. Πενήντα χρόνια μετά…

Από όπου περνούσε ο τουρκικός στρατός, σκορπούσε το θάνατο και την καταστροφή. Βιασμοί, βεβηλώσεις. Ο ουρανός είχε γεμίσει καπνούς και ο αέρας κουβαλούσε αποκαΐδια. Βόμβες, πυροβολισμοί, εκκωφαντικοί θόρυβοι ακουγόντουσαν παντού. Όσοι έφθαναν από τις υπό κατάληψη περιοχές περιέγραφαν σκηνές βαρβαρότητας. Εν ψυχρώ εκτελέσεις και τρομοκρατία

«Έρχεται η Ελλάδα μας»

Σε περιόδους πολέμου οι φήμες κυκλοφορούσαν με… ταχύτητα φωτός. «Έρχεται η Ελλάδα μας, να μας βοηθήσει…». Τα κεφάλια στραμμένα στον ουρανό για να… υποδεχθούμε τα ελληνικά μαχητικά, που θα σκέπαζαν την Κύπρο και θα έδιωχναν τους Τούρκους. Ακόμη περιμένουμε! Δεν είχαμε ακούσει τότε το καραμανλικό «η Κύπρος κείται μακράν». Το ζήσαμε, όμως, στην πράξη. Εκείνη η απόφαση άφηνε την Κύπρο έρμαιο στις ορέξεις της ιμπεριαλιστικής Τουρκίας. Ήταν ένα δόγμα, το οποίο εφάρμοσε με διάφορες μεταλλάξεις η δεξιά στην Ελλάδα. Ήταν η επίσημη θέση και στάση της «επισήμου Ελλάδος». Ήταν, πρωτίστως όμως, η… επιτυχία του απεσταλμένου του πάλαι ποτέ ισχυρού άνδρα των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, του Σίσκο, ο οποίος τον Ιούλιο εκείνο του 1974 είχε μόνο μια αποστολή: Να αποτρέψει ελληνοτουρκικό πόλεμο κι ας καιγόταν η Κύπρος. Η εισβολή της Τουρκίας ήταν άλλωστε μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού. Των ισορροπιών της Συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, στην ευρύτερη περιοχή.

Τότε, το 1974, το μόνο μέσο ενημέρωσης ήταν το κρατικό ΡΙΚ. Για το τι συνέβαινε υποχρεωτικά το ακούγαμε και το βλέπαμε από το ελεγχόμενο από τη χούντα ραδιόφωνο του ΡΙΚ και την τηλεόραση του σταθμού, που λειτουργούσε μερικές ώρες για να… ενημερώνει!

Μαυρόασπρες εικόνες. Στριμωγμένη όλη η γειτονιά στο σπίτι που διέθετε τηλεόραση. Παρακολουθούσαμε εικόνες πολέμου, αφηγήσεις προσφύγων, τις κραυγές της μάνας, της συζύγου, των παιδιών για τον άνθρωπό τους που χάθηκε. Τότε ήταν που μάθαμε και τη λέξη «αγνοούμενος». Μια λέξη που μας συνοδεύει μέχρι σήμερα.

Τότε στα δελτία ειδήσεων μεταδίδονταν και ειδήσεις, εικόνες και για το τι συνέβαινε στην Ελλάδα. Όλοι στους δρόμους, πανηγύρια που έπεσε η χούντα. Τότε, παιδιά είμαστε, δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε πώς μπορεί να επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα. Τραγωδία εδώ, πανηγύρια εκεί. Χρόνια μετά έγινε και τούτο αντιληπτό. Είχε απαλλαγεί ο ελληνικός λαός από τη δικτατορία, αποκαταστάθηκε η δημοκρατία. Κατανοητά και τα πανηγύρια και το κλίμα που επικρατούσε. Δεν θα πρέπει, όμως, κανείς να ξεχνά πως η χούντα κατέρρευσε κάτω από το βάρος της προδοσίας, της τραγωδίας της Κύπρου.

Πενήντα χρόνια μετά η αποτίμηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Όχι γιατί υπάρχει η απόσταση του χρόνου. Γιατί τη ζωή μας όλη συνοδεύουν τα γεγονότα που ζήσαμε και ακόμη ζούμε.

Ειδικά όταν βιώνουμε ακόμη τις επιπτώσεις της προδοσίας και των δεδομένων που διαμόρφωσε στη συνέχεια η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Δυστυχώς όσα επιβλήθηκαν τότε δεν κατέστη δυνατόν να ανατραπούν. Αντίθετα, τα κατοχικά δεδομένα εδραιώνονται διά της επιβολής τετελεσμένων από πλευράς Τουρκίας.

Εθνοκάθαρση και εποικισμός

Η Άγκυρα αξιοποίησε το χρόνο και την αδυναμία της ελληνικής πλευράς να διαμορφώσει μια ενιαία στρατηγική απέναντι της για να εδραιώσει την παρουσία της. Στην αντίπερα όχθη, η κατοχική πλευρά είχε από την αρχή σχέδιο. Μεταφέρθηκαν οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι ζούσαν στο νότιο μέρος του νησιού, στις κατεχόμενες περιοχές. Κι αυτό με τη βοήθεια των Βρετανών, που πρόσφεραν τις στρατιωτικές τους βάσεις για διαμετακομιστικό σταθμό. Μοιράστηκαν οι ελληνοκυπριακές περιουσίες ως λάφυρα πολέμου. Τα… κενά καλύφθηκαν με τη μεταφορά εποίκων από την Τουρκία. Από τότε, στη βάση σχεδίου, ξεκίνησε η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού με τους έποικους, οι οποίοι σήμερα φαίνεται να είναι πλειοψηφία στα κατεχόμενα, και οι Τουρκοκύπριοι μειοψηφία.

Η εθνοκάθαρση, ο εποικισμός, η πολιτιστική αλλοίωση των κατεχομένων συνθέτουν το πλαίσιο της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής στην Κύπρο. Είναι ένα σχέδιο το οποίο μπήκε σε εφαρμογή αμέσως μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και έγινε με συστηματικό τρόπο και μεθοδικά. Παράλληλα και στοχευμένα και καθόλου –όπως συναφώς αποδεικνύεται– δεν ήταν πράξεις «αυθόρμητες» διαφόρων «ατάκτων».

«Η καταστροφή και σύληση της χριστιανικής και ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, περιλαμβανομένης της αλλαγής τοπωνυμίων, αποτελούν έκφανση της ίδιας πολιτικής της οποίας διαφωτιστικό και διδακτικό, σχετικά πρόσφατο ιστορικό προηγούμενο είναι ο ολοκληρωτικός εκτουρκισμός του Σαντζακίου της Αλεξανδρέττας»… ( Τάσος Τζιωνής, «Η κατά την Τουρκία “εκλιπούσα Κυπριακή Δημοκρατία” στην παρούσα φάση του Κυπριακού», Δεκέμβριος 2016).

Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Ολόκληρες τοιχογραφίες μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό και πωλήθηκαν, όπως και εικόνες και αγαλματάκια. Ιστορικοί χώροι έχουν βεβηλωθεί. Εκκλησίες μετατράπηκαν σε στάνες για ζώα, γυμναστήρια, μπαράκια. Ένας αριθμός αποκαταστάθηκε στη βάση ενός δικοινοτικού προγράμματος. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τις εικόνες, την πραγματικότητα. Τις βεβηλώσεις κοιμητηρίων, για παράδειγμα.

Πενήντα χρόνια από τότε. Οι μνήμες, ακόμη και να έχουν ξεθωριάσει, δεν μπορούν να σβήσουν. Άλλωστε, πώς μπορεί να σβήσει η μνήμη και η εικόνα όταν η Τουρκία υπενθυμίζει συνεχώς την παρουσία της.

Τι μέλλει γενέσθαι και οι ευθύνες του ελληνισμού

Τα πενήντα χρόνια από την προδοσία, το πραξικόπημα, την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή δεν είναι ένα ετήσιο μνημόσυνο. Δεν μοιρολογούμε. Η ήττα του 1974 δεν είναι τελεσίδικη. Καμία ήττα δεν είναι οριστική, όπως ανέφερε σε συνέντευξή του στον γράφοντα ο εκδότης Λουκάς Αξελός. Το ζητούμενο σήμερα, είναι η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων. Η απελευθέρωση της Κύπρου, η αποκατάσταση της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κι αυτό δεν θα καταστεί εφικτό, ούτε με συμβιβασμούς που οδηγούν στη δημιουργία ενός τουρκικού προτεκτοράτου στο νησί, ούτε με συνεργασίες υποταγής στους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ.

Εκείνο που χρειάζεται είναι η διαμόρφωση μιας αντικατοχικής ενιαίας πολιτικής του ελληνισμού, Ελλάδος και Κύπρου. Ο λαός είναι έτοιμος, το αθηναϊκό κράτος δεν φαίνεται να το θέλει.

Το ενιαίο μέτωπο φαντάζει σήμερα μονόδρομος. Μοναδικός στόχος, σε πρώτη φάση, είναι η αποτροπή των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών, και σε δεύτερη η ανατροπή τους. Η απελευθέρωση είναι η μόνη οδός.

Είναι προφανές πως το αδιέξοδο δεν είναι λύση. Ούτε η μη λύση. Για να μπορέσουν οι διαπραγματεύσεις να προσανατολισθούν προς το στόχο της επίτευξης μιας συμφωνίας θα πρέπει να υπάρξει αναθεώρηση της ακολουθούμενης στρατηγικής. Έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Αλλά επιλογή δεν είναι η υποταγή στην κατοχική δύναμη, ούτε στα σχέδια τρίτων και ισχυρών.

Χρειάζονται, συνεπώς, πρωτοβουλίες παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις (χωρίς διαχωριστικά χαρακτηριστικά), αλλά και αναθεώρηση στρατηγικής. Κι αυτό μπορεί να γίνει από την Αθήνα και τη Λευκωσία σε πανεθνικό επίπεδο. Με γνώμονα να βρεθεί διέξοδος και λύση. Η συμβίωση Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων δεν θα έχει κανένα νόημα εάν θα έχει εσωτερικούς φραγμούς και επεμβατικά δικαιώματα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτο υπάρξει αλλαγή πλεύσης της ελληνικής πλευράς. Και δεύτερο, να πεισθούν και οι Τουρκοκύπριοι ότι το μέλλον τους είναι μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εξάρτηση τους από την Τουρκία συνιστά συνταγή εξαφάνισής τους ως κοινότητας.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να επιλέξουν: Είτε μαζί με τους Ελληνοκύπριους θα κτίσουν ένα κοινό μέλλον, είτε θα παραμείνουν αιχμάλωτοι των τουρκικών επιδιώξεων στην Κύπρο και στην περιοχή.

Η διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα, αλλά είναι επείγον να γίνει, καθώς διαφορετικά δεν θα προλάβουμε να αποτρέψουμε τους τουρκικούς σχεδιασμούς

Αδιέξοδη αποδεικνύεται η πορεία

Η μορφή της λύσης που τώρα επιδιώκεται δεν θα αντέξει στο χρόνο. Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία είναι ένα πλαίσιο το οποίο έχει χωριστικά χαρακτηριστικά και στοχεύει στη λειτουργία μιας νέας κατάστασης πραγμάτων, που θα αναδεικνύει το διαχωρισμό στη βάση της εθνικής προέλευσης. Είναι προφανές πως αυτό το μοντέλο θα παράγει εθνικισμό και συγκρούσεις. Η ανατροπή της συζήτησης του πλαισίου αυτού, που αποτελούσε έκπαλαι επιδίωξη της Τουρκίας για έλεγχο της Κύπρου, μπορεί να γίνει όταν ως ελληνική πλευρά απαλλαχθούμε από φοβικά σύνδρομα και ταμπού ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε μια αδιέξοδη πορεία συζητήσεων, που κρατούν 50 χρόνια, μισό αιώνα.

Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι η ακολουθούμενη πολιτική στο Κυπριακό δεν απέδωσε. Αντί της λύσης, η τουρκική πλευρά αναβαθμίζει τις απαιτήσεις και επιδιώξεις της σε βάρος του ελληνισμού.

Η διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα, αλλά είναι επείγον να γίνει, καθώς διαφορετικά δεν θα προλάβουμε να αποτρέψουμε τους τουρκικούς σχεδιασμούς (προσάρτηση/ενσωμάτωση κατεχομένων, αναβάθμιση, ταϊβανοποίηση).

Η νέα στρατηγική θα πρέπει να αξιοποιήσει τα εργαλεία πολιτικής που έχει αποκτήσει η Λευκωσία από το 1974 και εντεύθεν, εξισορροπώντας την στρατιωτική ήττα:

Πρώτο, τη διατήρηση και ενίσχυση του αναγνωρισμένου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τις υπονομεύσεις από την Τουρκία καθώς κι άλλους διεθνείς παράγοντες.

Δεύτερο, την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τρίτο, τις συμμαχίες στην περιοχή.

Είναι σαφές πως η στρατηγική και γεωπολιτική σημασία της Κύπρου έχει αναβαθμιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, και αυτό δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρή επίδραση στην εν γένει διαπραγμάτευση του Κυπριακού προβλήματος, είτε προς όφελος της Κύπρου, είτε προς ζημία της. Δεν μπορεί αυτή τη γεωπολιτική προίκα να την αξιοποιούν τρίτοι.

Μπορεί να επιλυθεί;

Διαχρονικά τίθεται το βασανιστικό ερώτημα, κατά πόσο μπορεί τελικά το Κυπριακό ζήτημα να λυθεί, πενήντα χρόνια μετά. Είναι σαφές πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορεί να επιλυθεί, φτάνει τα εργαλεία, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν, και η μεθοδολογία που θα υιοθετηθεί, να στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο. Το Κυπριακό μπορεί να λυθεί και η λύση να είναι βιώσιμη, λειτουργική και δημοκρατική, φτάνει οι συζητήσεις να διεξάγονται στη σωστή τους βάση. Να προταχθεί η διεθνής πτυχή, να επιλυθεί με την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, και την κατάργηση του ξεπερασμένου αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!