Για τη νέα ταινία του Νορβηγού σκηνοθέτη, Μπεντ Χάμερ

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Η ανάγκη μέτρησης εννοιών που διέπουν την ύπαρξή μας αποτελεί προσπάθεια ελέγχου και κυριαρχίας στα μυστήρια και μεγέθη της ζωής, που μας ξεπερνούν. Με υπολογισμούς προσδιορίσαμε το χρόνο, για να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε και τη δική μας ημερομηνία λήξης, δεν καταφέραμε όμως να προσμετρήσουμε και να ελέγξουμε ό,τι σχετίζεται με το υποσυνείδητο, τα όνειρα και τα συναισθήματα. Είναι τελικά μετρήσιμος ο έρωτας;

Αυτά προσπαθεί να ανιχνεύσει στη νέα ταινία του 1001 Γραμμάρια, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Μπεντ Χάμερ, γνωστός από τις Ιστορίες Κουζίνας /2003 και το Factotum /2005.

Η νεαρή επιστήμονας Μαρίε εργάζεται στο Νορβηγικό Οργανισμό Μέτρων και Σταθμών, ελέγχοντας ζυγαριές. Εγκλωβισμένη κυριολεκτικά και μεταφορικά σε μια σταθερότητα εργασιακή και συναισθηματική, διάγει μια συμβατική και πεζή ζωή που αγγίζει μια ψυχρή ομοιομορφία. Η αβάσταχτη θλίψη από το θάνατο του αγαπημένου της πατέρα, σπουδαίου επιστήμονα στον ίδιο τομέα, μηδενίζει τη ζυγαριά της δικής της ζωής, αποκαλύπτοντας την έκταση της μοναξιάς της.

Στο καθιερωμένο ετήσιο συνέδριο του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών, στις Σέβρες του Παρισιού, εξετάζεται η ανάγκη που επέβαλαν οι ηλεκτρονικές ζυγαριές, για επαναπροσδιορισμό της σύγκριση της μάζας, με σύγχρονες μεθόδους, γεγονός που οδηγεί την Μαρίε σε μια επανεκτίμηση της κανονικότητας στην τετριμμένη της ζωή. Επιστρέφοντας από το ανοιξιάτικο αυτό ταξίδι στο Παρίσι, ένα ατύχημα γίνεται αφορμή να αποτολμήσει την αναζήτηση του έρωτα, δημιουργώντας νέα ισοζύγια στο κενό της ύπαρξής της. Ο επαναπροσδιορισμός, λοιπόν, του μέτρου καταλήγει για τη Μαρίε σε μια επανεκτίμηση, ακόμα και επανεκκίνηση της ίδιας της ζωής, που δίχως τον έρωτα χάνει πλέον κάθε νόημα.

Σε παρόμοιο σκηνοθετικό ύφος με τις προηγούμενες Ιστορίες Κουζίνας, ο Χάμερ στοχάζεται πάνω στην έννοια του καθιερωμένου πρότυπου σύγκρισης (στάνταρτ) μιας κανονικότητας που εναντιώνεται στη χαοτική διάσταση του μέτρου της ίδιας της ζωής, καθώς ένα από τα θεμελιώδη συστατικά της που είναι αναμφισβήτητα και ο έρωτας, εκ φύσεως αντισυμβατικός και παντελώς ανατρεπτικός, δεν μετριέται με καμιά μονάδα μέτρησης και δεν περιορίζεται σε κανένα πλαίσιο.

Με αρκετά σταθερά και μετωπικά πλάνα, που υποδηλώνουν την αναπόδραστη και σταθερή κανονικότητα μιας καθιερωμένης τάξης πραγμάτων, ο Χάμερ αρχικά αποτυπώνει την άχρωμη ζωή της Μαρίε. Μια επαναληπτικότητα σ’ ένα καθωσπρέπει ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο σκανδιναβικής αυστηρότητας, γεμάτο από γκρι-μπλε στους εξωτερικούς φωτισμούς και στα ενδύματα, όπου η ομοιομορφία σπάει ενίοτε με ελάχιστο κίτρινο. Σε πλήρη αντιδιαστολή εισάγεται στην ταινία το Παρίσι, φημισμένο για την ελευθεριακή του παράδοση, που άφησε να ανθίσουν πολλές πρωτοπορίες στην τέχνη. Το παριζιάνικο τοπίο προσδίδει στην ταινία την αναγκαία και δημιουργική παραμυθένια διάσταση μιας διαφορετικής, εξωτικής ομορφιάς, με τον Πύργο του Άιφελ στο σούρουπο, εικόνες που ξεπηδούν από ιμπρεσιονιστικούς πίνακες.

Η καταγραφή μιας καθιερωμένης διαδικασίας, με προσήλωση στις συνθήκες φύλαξης και μεταφοράς του πρότυπου νορβηγικού χιλιόγραμμου, κινηματογραφημένες πάντα σε σταθερό μετωπικό πλάνο, τονίζει μια φετιχιστικής χροιάς τελετουργική διάσταση, με χιουμοριστικές όμως πινελιές. Η παιχνιδιάρικη πρωτότυπη μουσική στη σκηνή όπου περνάνε μπροστά από σταθερή κάμερα, ένας – ένας οι σύνεδροι με ομπρέλες, κουβαλώντας καθένας το δικό του εθνικό πρότυπο χιλιόγραμμο, διακωμωδεί κατά κάποιο τρόπο την επαναλαμβανόμενη αυτή σχολαστικότητα.

Η πρωτότυπη μουσική αλλάζει ενορχήστρωση στα πλάνα του Παρισιού, όπως αντίστοιχα λειτουργεί και η παρατήρηση ενός συναδέλφου της Μαρίε, για την αλλαγή του σφυρίγματος των πτηνών, όσο πλησιάζουν στο Παρίσι. Έτσι εισάγεται το ηχόχρωμα του ακορντεόν, οργάνου που έχει συνδεθεί με το γαλλικό βαλσάκι, τη ζαβά, χαρακτηρίζοντας μοναδικά την παριζιάνικη αίσθηση.

Η ενασχόληση με τα πουλιά υποδηλώνει ευαισθησία ψυχής, ενώ η προσοχή σε λεπτομέρειες που μεταφέρουν συγκεκριμένα γνωρίσματα, δημιουργεί πιο συναρπαστικούς φιλμικούς χαρακτήρες, ανοιχτούς ν’ ανακαλύψουν τον άλλον και να πορευτούν μαζί του.

Τα 1001 Γραμμάρια αποτελούν την πιο ρομαντική και συνάμα ερωτική ταινία μεγάλου μήκους του Χάμερ, παρά τον συγκρατημένο ερωτισμό. Προς το τέλος, μερικά τολμηρά σχόλια σεξουαλικής χροιάς ξεφεύγουν ευχάριστα από το καθιερωμένο σύμπαν του σκηνοθέτη, τώρα που κοντεύει τα 60, ενώ η βασική φράση- απαύγασμα «το πιο μεγάλο βάρος στη ζωή είναι να μην έχεις τίποτα να κουβαλήσεις», ακούγεται από τα χείλη του ετοιμοθάνατου πατέρα της πρωταγωνίστριας.

Δοσμένα με διακριτικότητα, τα φιλοσοφικά ζητήματα για το αν και πόσο ζυγίζουν η ψυχή, οι αναμνήσεις και αν μετριέται ο έρωτας, όπως και η δυνατότητα αντιστροφής των σταθερών της ζωής, με το αμετάκλητο σοκ του θανάτου και την εισβολή του έρωτα, συνθέτουν μια χαρακτηριστική χαμηλών τόνων ταινία σκανδιναβικής σχολής, δίχως εντάσεις. Παραμένει, ωστόσο, μια αξιόλογη επιλογή μιας έντιμης σκηνοθετικής προσέγγισης.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!