Διάβασα με πολλή χαρά το τελευταίο βιβλίο του Θανάση Παπαθανασίου «Βασιλιάς και Θερμοστάτης» (εκδ. manifesto) και ένα από τα μελαγχολικά ερωτήματα που αναδύθηκαν μέσα μου από τις σελίδες του πρώτου μελετήματος («Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο οικουμενικός») είναι πόσο δρόμο πρέπει άραγε να διανύσει ακόμα η νεοελληνική ορθόδοξη θεολογία, προκειμένου να φτάσει στις επιγνώσεις του μαύρου βασιλιά, να στοιχειοθετήσει ένα αντίστοιχο οικουμενικό όραμα, να στρατευθεί με τέτοιο ασίγαστο πάθος και τέτοια θεολογική νηφαλιότητα απέναντι στις πολλαπλές εκβλαστήσεις της κοινωνικής αδικίας: το ρατσισμό, την οικονομικο-πολιτική εκμετάλλευση, το μίσος και τις διακρίσεις παντός είδους. Θεωρώ έξοχο το πρώτο μελέτημα του βιβλίου, όχι μονάχα διότι για πρώτη φορά στα σπανά θεολογικά μας πράγματα έχουμε στη διάθεσή μας ένα κείμενο θεολογικά ενημερωμένο και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο για την προσωπικότητα, τη θεολογική σκέψη και το κοινωνικοπολιτικό όραμα του Κινγκ, αλλά και διότι το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτει επιπλέον τα χαρίσματα της σαφήνειας, της λογοτεχνικότητας, της επικαιρότητας και –προπάντων– της ανοιχτότητας. Της ανοιχτότητας, υπό την έννοια ότι αναζητά διαρκώς συναρθρώσεις και εκλεκτικές συγγένειες με συγκεκριμένα στιγμιότυπα της ορθόδοξης βιβλικής και πατερικής παράδοσης, φωτίζοντας έτσι από διαφορετικό δρόμο τις εξεγερσιακές δυνατότητες της παράδοσης αυτής (εκείνες τις δυνατότητες δηλαδή, τις οποίες έχουμε λησμονήσει, πρώτοι απ’ όλους, εμείς οι ορθόδοξοι).

Ανάλογες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό μου διαβάζοντας και το δεύτερο μελέτημα του βιβλίου («Ο Παύλος σημείο αντιλεγόμενο»), το οποίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, μία μεστή και κατατοπιστική σύνοψη του βιβλικού «καζουισμού» στον οποίο κατέφυγε η αμερικανική θεολογία του 19ου αιώνα, προκειμένου να δικαιώσει βιβλικά τη δουλεία και να καταστήσει τον Παύλο απολογητή μίας συγκεκριμένης ηγεμονικής ιδεολογίας. Με γλώσσα σαφή και ευθύβολη, ο Παπαθανασίου μας υποδεικνύει πόσο δυνητικά παρών είναι ο πειρασμός της ιδεολογικοποίησης του Παύλου σε όλες τις εποχές και από όλα τα στρατόπεδα, αλλά και πόσο αντισταθμιστικά ως προς αυτόν μπορεί να λειτουργήσει μία θεολογία αναστοχαστική και αενάως διαλεγόμενη –ήγουν, μια θεολογία εσχατολογικά προσανατολισμένη, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να δικαιώσει κανένα ιδεολογικό μόρφωμα και κανέναν θεσμό του παρόντος κόσμου, εάν αυτός δεν απηχεί τη δικαιοσύνη και το Μέγα ΄Ελεος της Βασιλείας του Θεού.

Τα βάσανα των χειμαζομένων αδελφών μας οποιουδήποτε «χρώματος» θα πρέπει να είναι και δικά μας βάσανα. Ειδάλλως δεν είμαστε χριστιανοί, αλλά κάλπικος παράς. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, εύχομαι το «Βασιλιάς και Θερμοστάτης» να μην λειτουργήσει ως άλλοθι, αλλά ως έναυσμα. Να μην εκληφθεί δηλαδή, ως ένα βιβλίο που «κλείνει», αλλά που ανοίγει τη συζήτηση για το μαύρο βασιλιά και την προφητική φωτιά που άναψε το κήρυγμά του. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο συγγραφέας του βιβλίου εργάζεται επισταμένως (και επί δεκαετίες τώρα) προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ας μου επιτραπεί να κλείσω το παρόν σημείωμα, λέγοντας ότι ένα τέτοιο γεγονός καθιστά ακόμα πιο σημαντικό το τελευταίο του συγγραφικό εγχείρημα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!