Στις αίθουσες Το Δωμάτιο του Λένι Αμπράχαμσον
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Ανήμερα των πέμπτων γενεθλίων του, ο Τζακ με τα μακριά μαλάκια, που τον κάνουν να φαίνεται κοριτσάκι, μας συστήνεται ενθουσιασμένος, σε εκτός κάδρου αφήγηση, περιγράφοντας το μικρόκοσμο του δωματίου όπου ζει με τη μητέρα του, ενώ στο πίσω πλάνο καταγράφεται μια συγκλονιστική πραγματικότητα.
Εμπνευσμένη από αληθινή ιστορία, η δραματική ταινία Το Δωμάτιο, του Λένι Αμπράχαμσον, μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου της Έμα Ντόναχιου, περιγράφει τη ζωή ενός αγοριού σε ένα ερμητικά κλειστό δωμάτιο, με ένα φεγγίτη στην οροφή. Πρόκειται για το ηχομονωμένο σπιτάκι κήπου ενός άντρα, που κρατάει τη μητέρα έγκλειστη, εδώ και επτά χρόνια, μετά τη βίαιη απαγωγή της. Καρπός βιασμού, ο Τζακ γεννήθηκε και μεγαλώνει εκεί, μακριά από τον έξω κόσμο. Η αγωνία της μητέρας να προστατέψει το παιδί της με νύχια και με δόντια, ως λέαινα, την οδηγεί να το κρατά όσο γίνεται σε συναισθηματική απόσταση, μακριά από το βλέμμα του πατέρα-δυνάστη, ενώ το ενθαρρύνει στη διάπλαση μιας παραμυθένιας, φανταστικής κοσμογονικής αντίληψης. Όταν ο απολυμένος πλέον άντρας τους κόβει το ηλεκτρικό, η μητέρα αποφασίζει να αποκαλύψει στο μικρό τη σκληρή αλήθεια και την ανάγκη απόδρασης.
Μετά το ανώδυνο παραμύθι της αρχής, με τα καθημερινά παιχνίδια και τις δραστηριότητες του παιδιού σε κοφτά στιγμιότυπα, έρχεται η στιγμή της απότομης συνειδητοποίησης. Στη δεύτερη φάση της ταινίας, ο μικρός παρακολουθεί προσεκτικά τις οδηγίες της μητέρας, για το σχέδιο απόδρασης. Όσο κορυφώνεται η δράση, η ταινία αποκτά χαρακτηριστικά ψυχολογικού θρίλερ, με αυξανόμενη αγωνία, όπως στο αριστουργηματικό Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε (1956), του Ρομπέρ Μπρεσόν. Ωστόσο, το Δωμάτιο διερευνά και την πέρα από την απόδραση οδύσσεια, με τη βίαιη αποσυγκόλληση μητέρας-γιου από το σωτήριο δεσμό που τους κράτησε στη ζωή και το νέο ξεριζωμό, στο μεταίχμιο απογαλακτισμού και άρσης οιδιπόδειου. Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της ταινίας, με το θεατή ήδη μάρτυρα του δράματος, παρεμβαίνει ένας τρίτος, εξωγενής παράγοντας, ο περίγυρος, θέτοντας την ηθική διάσταση της ευθύνης της μητέρας.
Το δουλεμένο σενάριο πλαισιώνεται από συγκινητικές ερμηνείες. Η Μπρι Λάρσον κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, για τη δυναμική και σωματική ερμηνεία της μητέρας με το μικρό προέκταση του κορμιού της, σε σφιχτή αγκαλιά. Την παράσταση όμως κλέβει ο Τζάκομπ Τρέμπλεϊ, που αποδίδει απολύτως ρεαλιστικά τη ζωή του πεντάχρονου Τζακ στην αλλόκοτη κατάσταση αιχμαλωσίας και την πρόωρη υπαρξιακή συνειδητοποίησή του. Στο δυνατό αποτέλεσμα συμβάλλει η ρεαλιστική σκηνοθεσία με αεικίνητη κάμερα, που καταγράφει αρχικά ως φόντο την πραγματικότητα, ξεχωρίζει όμως η αντιθετική σκηνοθετική αντιμετώπιση, ανάμεσα σε όσα βλέπουμε και όσα ακούμε. Η εκτός κάδρου αφήγηση του Τζακ, αλλά κυρίως η ευχάριστη μουσική, που τυλίγει την αίσθηση παιδικής αθωότητας με μεταλλόφωνο και ρυθμούς βαλς, τοποθετεί τον θεατή σε μια καθησυχαστική, παραμυθένια συνθήκη, συγκριτικά με την ψυχοπαθογένεια του θέματος.
Άλλη ταινία, που πριμοδοτεί την παιδική ματιά σε ένα σκληρό θέμα είναι η ταινία Tideland (2005), του Τέρι Γκίλιαμ, για την ιστορία ενός κοριτσιού μεταξύ πραγματικότητας και παραληρήματος, με περιθωριακούς γονείς, που πεθαίνουν από υπερβολική δόση, δημιουργώντας ένα μαγικά μακάβριο παραμύθι, κινηματογραφημένο με ευρυγώνιο, μακριά από τον μυθοπλαστικό ρεαλισμό του Δωματίου, όπου ο θεατής χειραγωγείται συναισθηματικά και ηθικά μέσα από την ταύτιση.
Στο Δωμάτιο, μετά την αρχική κλειστοφοβική ένταση, με το βλέμμα του θεατή-μάρτυρα εντός του χώρου, η ταινία καταλήγει στο συμβατικό ρεαλισμό. Επιχειρώντας να καταδείξει τις μετά τον εγκλεισμό περίπλοκες ψυχολογικές διαστάσεις, αγγίζει το οικογενειακό δράμα, καθώς οι επιπτώσεις επεκτείνονται και στον οικογενειακό περίγυρο της μητέρας.
Στον αντίποδα βρίσκεται ο Αυστριακός κινηματογραφιστής Μάρκους Σλάινζερ, με την πρώτη του ταινία Μίκαελ (2011) όπου ένας καθωσπρέπει μοναχικός άντρας, με αδιάφορη μαλθακή έκφραση, κακοποιεί συστηματικά ένα μικρό αγόρι, κλεισμένο στο υπόγειό του, σε μια ταινία, επίσης βασισμένη σε αληθινή υπόθεση. Επίκεντρο, εδώ, είναι το πορτρέτο του παιδεραστή και η διερεύνηση των βαθύτερων αιτίων της νοσηρής συμπεριφοράς του. Η δράση αποδίδεται έμμεσα, με σαδιστικής κυνικότητας υπονοούμενα, χωρίς ανατριχιαστικές εικόνες, δίχως μουσική, απαιτώντας το στοχασμό και όχι την ηδονοβλεπτική συνενοχή του θεατή σε ένα έγκλημα. Η ψυχολογική καταγραφή επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τα σταθερά πλάνα που αναδεικνύουν και την καθοριστική επιρροή του Σλάινζερ από τους δασκάλους του Ούλριχ Ζάιντλ και Μίκαελ Χάνεκε. Η ταινία στοχεύει στον ορισμό του μέσου ανθρώπου, αυτού του «παροιμιώδη μέσου ανθρωπάκου» του Βολφ Μπίρμαν, αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη εμπλοκή ενός ανταγωνιστικού συστήματος στην εγκληματική μετάλλαξη των πιο άβουλων, ανακαλώντας και τις επισημάνσεις της Χάνα Άρεντ στην Κοινοτυπία του κακού, για την εξάπλωση του φασισμού σ’ ένα ολόκληρο έθνος.
Στο Δωμάτιο, ακόμα και αν ο Αμπράχαμσον επιλέγει να υιοθετήσει το συμβατικά κλειστό σκηνοθετικό σύστημα ρεαλισμού, οδηγώντας τον θεατή σε προκαθορισμένα συμπεράσματα, εντούτοις καταφέρνει να εξετάσει ένα δύσκολο ψυχολογικά και πολύπλευρο ηθικά θέμα-ταμπού, μέσα από το λαϊκό θέαμα του σινεμά, σε μια συναρπαστική ταινία.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου [email protected]