της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*
Ψηφίστηκε, εν τέλει με τις κυβερνητικές ψήφους το σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ με το οποίο επιχειρείται ουσιαστικά η διάλυση του δημόσιου Πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Ο νόμος Κεραμέως είναι η τελική επίθεση μιας σειράς επιθέσεων που ξεκίνησαν από το 2006-2007 με την απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16 επί υπουργίας Γιαννάκου, συνεχίστηκαν το 2011 με την μεταρρύθμιση της Διαμαντοπούλου, το 2013 με τις διαθεσιμότητες και τις απολύσεις του υπουργού Μητσοτάκη, σταθεροποιήθηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Γαβρόγλου με την μετονομασία των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια και την θέσπιση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά (μέχρι τότε υπήρχαν «άτυπα»). Η Κεραμέως και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού επέβαλαν την πανεπιστημιακή αστυνομία ως να ήταν το πλέον απαραίτητο νομοθέτημα στη ρημαγμένη χώρα μας, αφού επέβαλαν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής για να μειώσουν τον φοιτητικό πληθυσμό –και μάλιστα στην γενιά αποφοίτων του 2021 που επλήγη περισσότερο από την πανδημία και το κλείσιμο των σχολείων, γιατί είναι πολιτικά θρασύδειλοι και ψοφοδεείς– ψηφίζουν μέσα στο καλοκαίρι και με κοινοβουλευτική διαδικασία μόλις δέκα ημερών τον νόμο που καταργεί τη δημοκρατία στο πανεπιστήμιο και υπονομεύει την επιστήμη και την έρευνα.
Βασικά στοιχεία του νόμου θα είναι:
Γνωστικά πεδία και τμήματα θα καταργούνται ή θα συγχωνεύονται αυθαίρετα, κατατείνοντας σε μια εκπαίδευση χαμηλών –και εσαεί ανανεούμενων– δεξιοτήτων, που θα οδηγεί σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες σχέσεις εργασίας. Ο νόμος επιχειρεί να αποσυνδέσει τα πτυχία από τα επαγγελματικά τους δικαιώματα, αντικαθιστώντας τα με πιστοποιητικά χαμηλής αξίας. Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη Βουλή: «καταργείται η αυστηρή διάκριση των επιστημονικών αντικειμένων». Καμία έκπληξη, αλλά και καμία πρωτοτυπία: έχει προηγηθεί η google και η παρεπόμενη ημιμάθεια όλων για όλα.
Για τις μεταπτυχιακές σπουδές προωθούνται η θέσπιση διδάκτρων παντού, η δυνατότητα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και η υποβάθμιση των εναπομεινάντων δωρεάν προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Παράλληλα εισάγονται ελαστικές σχέσεις εργασίας για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και το διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ.
Βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση των παραπάνω σχεδιασμών είναι η επιβολή ενός ολιγαρχικού και υπερ-γραφειοκρατικού συστήματος διοίκησης που καταργεί τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων, με την επαναφορά των Συμβουλίων Διοίκησης (ΣΔ), ενός θεσμού που απέτυχε παταγωδώς στην προηγούμενή του εφαρμογή. Στα ΣΔ θα εκλέγονται 6 εσωτερικά μέλη από τα μέλη ΔΕΠ (ακόμα και σε ιδρύματα όπως το ΕΚΠΑ, στο οποίο οι Σχολές είναι περισσότερες των 6, και επομένως δεν θα υπάρχει εκπροσώπηση όλων των Σχολών στο ΣΔ), ενώ τα 5 εξωτερικά μέλη που θα εκλέγονται από τα εσωτερικά θα είναι κατά βάση καθηγητές της αλλοδαπής. Σε ένα κρεσέντο ραγιαδισμού, οι καθηγητές της αλλοδαπής θεωρούνται de facto «αξιότεροι» από εκείνους της ημεδαπής για να διοικήσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο. Ο Πρύτανης του Ιδρύματος και οι αντιπρυτάνεις διορίζονται από το ΣΔ χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τι έχουν ψηφίσει τα μέλη ΔΕΠ. Οι αντιπρυτάνεις δεν είναι μέλη ούτε της Συγκλήτου ούτε του ΣΔ. Η Σύγκλητος περιορίζεται σε ρόλο διακοσμητικό και ελεγχόμενο. Ο ασκών διοίκηση δεν θα ελέγχεται.
Όπως με την αλήστου μνήμης «Ολυμπιακή» που υπονομεύτηκε για να πουληθεί, όπως με την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, όπως με τα νοσοκομεία που ιδιωτικοποιούνται δίνοντας ένα ιδιωτικό επιμίσθιο στα απογευματινά ιατρεία εντός δημοσίων δομών, το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να συκοφαντηθεί για να ιδιωτικοποιηθεί δίνοντας επιμίσθια στους διδάσκοντες για να διδάσκουν σε εξ αποστάσεως μεταπτυχιακά προγράμματα.
Αυτή η κατ’ όνομα μεταρρύθμιση της Κεραμέως δεν βρήκε κανένα σύμμαχο στα πανεπιστήμια: δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, αγνωστικιστές, φοιτητές, διδάσκοντες, εργαζόμενοι είναι εναντίον του νόμου για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Ποια αλαζονεία οδηγεί το κυβερνητικό επιτελείο να πιστεύει ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί; Ο αγώνας όλης της πανεπιστημιακής κοινότητας θα συνεχιστεί. Οι υπουργοί έρχονται και παρέρχονται, ο αγώνας μας για την επιστήμη και για τη μόρφωση της νέας γενιάς, όμως, είναι ισχυρότερος. Δεν θα αφήσουμε σχεδόν 200 χρόνια ιστορίας του ελληνικού πανεπιστημίου να χαθούν ανάμεσα στις νεοφιλελεύθερες ολιγαρχικές εμμονές και στις ατάκες στα σόσιαλ μήντια της αντιπολίτευσης. Το σοβαρό έλλειμμα ακαδημαϊκής και πολιτικής ηγεσίας θα καλυφθεί. Με δυσκολία, με κόπο θα βρεθούν οι δρόμοι, θα ανοιχτούν οι δρόμοι!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι Καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ