του Κωστή Μοσκώφ

Ο Ελληνισμός μέσα στην μακρά διάρκεια της Ιστορίας του. Τα αργόσυρτα χαρακτηριστικά της Ελληνικής Ιστορίας και ο σημαίνων ρόλος τους στη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αποδυνάμωση της ελλαδικής κοινωνικής πράξης

Πώς νιώθει ο Έλληνας, μπρός στην Ιστορία του, σ’ αυτή τη ροή των γεγονότων και των καταστάσεων, που είναι τμήμα της πλατύτερης δικής του ύπαρξης.

Εκείνο που τον κατέχει πρώτιστα είναι η βαθειά αίσθηση της εθνικής διάρκειας σαν μιας διαδικασίας δύσκολης και οδυνηρής. Εκείνο που τον κατέχει πρώτιστα είναι η αίσθηση της διαρκούς αυτής δύσκολης κατάστασης του Ελληνισμού, που ο Γιώργος Σεφέρης, αποκάλεσε «καημό της Ρωμιοσύνης». Η απαύδηση αυτή από αδικίες και κατατρεγμούς, που μοιάζει να είναι το πεπρωμένο του Ελληνικού Λαού από τις απαρχές της Ιστορίας του ως σήμερα, απαύδηση ωστόσο που –διαπιστώνουμε εμείς– δεν του στερεύει το μεράκι για ένα αύριο διαφορετικό, δεν τον απομακρύνει από τη συνεχή ηρωική στάση, την επίμονη πάλη, από αυτό που έχει ονομαστεί εθνικό φιλότιμο.

Στην ιστοριογραφική μας πορεία, βασικός στόχος, βασικός μας προσανατολισμός, είναι η αναζήτηση των αιτίων του δύσκολου, του επώδυνού μας συλλογικού γίγνεσθαι, μες στις ιδιαιτερότητες των εποχών, μες στο σύστημα παραγωγής, στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα, την πολιτική, την ιδεολογία.

Προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε την ακριβή ανάγνωση της μαζικής αίσθησης του λαού μας και των αιτίων που παράγουν αυτή την αίσθηση. Ξεκινάμε έτσι από μια επίγνωση της αλληλοσύνδεσης των ιστορικών μας πραγμάτων.

Ξεκινάμε απ’ ό,τι μες στην ιστορική διάρκεια μένει το μόνιμο, δηλαδή το αργόσυρτο – τη Γεωγραφία που φυλακίζει και θέτει τα πλαίσια για αιώνες ολόκληρους στους γενικότερους παγκόσμιους νόμους κίνησης της Ιστορίας.

Η διαδικασία της ελληνικής ιστορίας, η ίδια η ιστορία μας, πραγματοποιείται σε μεγάλη εξάρτηση με χώρους που η ελληνική κοινωνία δεν ελέγχει – πράγμα που αποβαίνει σε μεγάλο βαθμό ανατρεπτικό της ανεξαρτησίας της

Ξεκινάμε απ’ αυτό που δίνει την τοπική, την εθνική ιδιαιτερότητα στις οικουμενικές ροπές εξέλιξης, μέσα από την οικονομία, την ιδεολογία ή την πολιτική, στα συστήματα δηλαδή της παραγωγής, που καθορίζουν στην αλληλουχία τους την ανέλιξη της κοινωνικής τους ύλης.

Ποιά είναι λοιπόν αυτά τα αργόσυρτα χαρακτηριστικά της Ελληνικής Ιστορίας; Τι υπάρχει μέσα στην τάση των αιώνων που καθορίζει αυτή την επαναλαμβανόμενη συχνή εξουδετέρωση της κοινωνικής ενέργειας, τι καθορίζει τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αποδυνάμωση της ελλαδικής κοινωνικής πράξης;

Βασικό δομικό στοιχείο των κοινωνιών που σχηματίζονται στον ελλαδικό χώρο μέσα στην Ιστορία είναι η στήριξή τους στον εξωτερικό χώρο. Η ελληνική κοινωνία μένει σταθερά ανοιχτή, δίχως να λειτουργεί σαν μια οντότητα αυτόνομη, δίχως να παράγει δηλαδή από μόνη της τις κινητήριες δυνάμεις της ύπαρξής της. Η διαδικασία της ελληνικής ιστορίας, η ίδια η ιστορία μας, πραγματοποιείται σε μεγάλη εξάρτηση με χώρους που η ελληνική κοινωνία δεν ελέγχει – πράγμα που αποβαίνει σε μεγάλο βαθμό ανατρεπτικό της ανεξαρτησίας της.

Η ιδιομορφία αυτή, το διάχυτο των ελληνικών κοινωνιών, βασίζεται στη γεωγραφική διάρθρωση του ελληνικού χώρου, μια μόνιμή του κατάσταση από τις αρχές της ιστορίας του ανθρώπου στον τόπο μας.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου, πίνακας του Θ. Βρυζάκη

Μέσα στην εξελισσόμενη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας, ο χώρος και ο χρόνος συμφύρονται αδιάσπαστα. Το αρχαίο ελληνικό κοινωνικό σύστημα, ο εμπορευματικός δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής, είναι έτσι πρώτιστα έργο του χώρου, της γεωγραφικής θέσης και ιδιοσυστασίας του. Με την αργόσυρτη κίνηση του χώρου μέσα στο χρόνο, οι διαδοχικοί τρόποι παραγωγής, που εκφράζονται σαν συμπτώματα μιας παγκόσμιας νομοτέλειας του κοινωνικού γίγνεσθαι, θα δώσουν κάθε φορά στο σύστημα το άλλο οικονομικό, πολιτικό ή πολιτιστικό περιεχόμενο. Το τοπίο όμως θα μετέχει πάντοτε καθοριστικά, θα ωθεί θα έλεγε κανείς, στην εμφάνιση τους εξελικτικούς νόμους. Αυτό μένει ο δημιουργός του τρόπου ζωής του ελλαδικού ανθρώπου.

Στην Ελλάδα η ανθρώπινη και φυσική ενότητα που καθορίζουν –και καθορίζονται– από την κοινωνική δομή, θα επικαθορίζονται από την αλληλοσυσχέτιση του βουνού και της θάλασσας. Η ενότητα αυτή, που καθορίζει με την ύπαρξή της τη δομή του ελλαδικού χώρου, σπάει τον ελληνικό χώρο σε ενότητες μικρότερες, υποτελείς. Η θάλασσα παραμένει κοντινή. Διατηρεί την αλληλουχία του συνόλου, αλλά κάθε κοιλάδα, κάθε ακτή αποκτούν τη δική τους υπόσταση. Η παραγωγή εξειδικεύεται ανάλογα με τις γεωγραφικές ροπές του καθ’ έκαστα τόπου. Έτσι διαφοροποιημένη, οδηγεί μέσα από την εξειδίκευση στην επιτάχυνση της αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων.

Το ίδιο σημαντικό, η παραγωγή, έτσι διαφοροποιημένη, οδηγεί τον άνθρωπο στην επικοινωνία και στην ανταλλαγή. Ανταλλαγή που αρχίζει στις αρχές της ιστορίας μας ακόμα από το πεδίο της οικονομίας, αλλά που επεκτείνεται και στο πεδίο της ιδεολογίας και στο πεδίο της πολιτικής, οξύνει το πνεύμα και βοηθά στην πρώιμη σύνθεση. Ο χώρος ωθεί στην κινητικότητα. Ο ελλαδικός άνθρωπος θα γεννήσει έτσι, ωθούμενος από τη γεωγραφική υφή και θέση του ελλαδικού χώρου, ένα καινούριο κοινωνικό μοντέλο, που θα αποτελέσει όχι μόνο ένα καινούριο τρόπο ζωής, τον εμπορευματικό δουλοκτητικό τρόπο, αλλά και θα αποτελέσει μια καθοριστική στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία, την απαρχή ενός θεμελιακού μετασχηματισμού της Ιστορίας. Με τη μορφή της εμπορευματικής δουλοκτητικής κοινωνίας, η αρχαία ελληνική κοινωνία θα κατασκάψει σταδιακά τα θεμέλια των ανατολικών δουλοκτητικών δεσποτειών, αντικαθιστώντας τον κυρίαρχο τότε στον κόσμο ληθαργικό τους γιγαντισμό με δικά της ομοιώματα μιας πληθώρας κινητικών κοινωνιών, που θα καλύψουν όλο το χώρο της Μεσογείου, επιταχύνοντας έκτοτε την Ιστορία.

Η εθνοποιητική διαδικασία στο σύνολό της δεν υπήρξε στην Ελλάδα, θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε, τόσο δυνατή, ώστε να οδηγήσει, ξεπερνώντας τακτικά έστω τις εσωτερικές αντιθέσεις, στη συγκρότηση ενός λαϊκού μπλοκ, ενάντια τόσο στον Οθωμανό κυρίαρχο, όσο και ενάντια στις ξένες δυνάμεις

Μέσα από αυτό, το γεννημένο από την Ελλάδα κινητικό δουλοκτητικό σύστημα, θα παραχθούν σαν άρνησή του αργότερα οι πιο προωθημένοι για τον άνθρωπο τρόποι παραγωγής – ο φεουδαλικός, ο αστικός, σήμερα ο σοσιαλιστικός τρόπος. Έτσι μέσα από τα σκαμπανευάσματα, μπορεί να πει κανείς, της Ιστορίας, θα ανοίξει, εδώ στην Ελλάδα και από το χώρο της, ο δρόμος για τη σταδιακή απελευθέρωση του ανθρώπου και από τους αφέντες και από τους θεούς του.

Ωστόσο η φύση αυτού του μοντέλου θα αποβεί τραγική για τον ελλαδικό άνθρωπο. Η ίδια η υπόσταση του κινητικού αυτού μοντέλου προϋποθέτει τη συνεχή του διάχυση, καθώς η ελλαδική κοινωνία ζει και κινείται όχι στον αποκλειστικό εθνικό χώρο της, αλλά σ’ ένα πλατύτερο χώρο, όπου πραγματοποιεί την εμπορευματική της λειτουργία.

Αποδυναμωμένος από την αέναη αυτή γονιμοποίηση του περιβάλλοντος, ο ελλαδικός χώρος, η ίδια η κοινωνική του δομή, θα βρεθεί σύντομα έτσι υποτελής σε δυνάμεις που η ίδια η ενέργειά της έχει δημιουργήσει. Είναι η μακρόχρονη ιστορία της δουλείας της από τους ελληνιστικούς ακόμα χρόνους. Ο Ελληνισμός πραγματοποιώντας την οικονομική δράση του, διαχέεται έτσι συγχρόνως σ’ ολόκληρο τον ανατολικό μεσογειακό χώρο, και παραπέρα σ’ όλη τη Μέση Ανατολή, ως τη μακρινή ακόμα Βακτριανή της Κεντρικής Ασίας. Μεταφυτεύει εκεί παντού τις βασικές τάσεις του, ανοίγει το δρόμο στις εμπορευματικές σχέσεις. Αυτός ο Ελληνισμός θα ρίξει τις πρώτες πετριές στην πατριαρχική κοινωνία, στη δουλοκτητική δεσποτεία, κατόπιν στη φεουδαλική οικονομία, από την Ιωνία ως την Αίγυπτο των Ελλήνων πρωτοκλασάτων του περασμένου αιώνα, την Αίγυπτο του Μωχάμετ Άλη.

Το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης είναι που θα τοποθετήσει κυρίαρχο δίπλα στον παλιό δουλοκτήτη αρχικά τον φεουδαρχικό γαιοκτήμονα, κατόπιν τον καραβοκύρη και τον μπακάλη. Μια τάξη πολυπληθέστερη, φορέα ιδεών κινητικών, δημιουργό –μέσα στα επακόλουθα συστήματα παραγωγής, που καθορίζει η πάλη των τάξεων, η γενικότερη ανάπτυξη της κοινωνίας– μιας πιο δημοκρατικής στα πλαίσια του καιρού κοινωνικής ανασυγκρότησης.

Ο λαϊκός άνθρωπος θα βρίσκεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υποχείριος σ’ ένα σύστημα, που ούτε κοινωνικά ούτε εθνικά θα είναι δικό του. Τα πάντα λιμνάζουν στην ελλαδική κοινωνία του 19ου αιώνα μέσα σε χλιαρές κατασιγασμένες αντιθέσεις και ψυχολογικές παρεκβάσεις

Η παρακμή της βυζαντινής φεουδαλικής κοινωνίας και η οθωμανική κατάκτηση. Τάσεις και πόλοι μέσα στον ελλαδικό χώρο από τα τέλη του 17ου αιώνα

Η αποδυνάμωση του Ελληνισμού, μέσα σε μια τέτοια διαδικασία, η συχνή εξουδετέρωση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ενέργειας, έρχεται σαν επακόλουθο της διάχυτης δομής των συστημάτων που αναπτύσσονται στον ελληνικό χώρο. Συχνά, ο σπόρος της δράσης του Ελληνισμού καρπίζει σε χωράφι ξένο.

Η βυζαντινή φεουδαλική κοινωνία, αποδυναμωμένη με την επιδείνωση των σχέσεων παραγωγής, και την παραχώρηση του εμπορίου ουσιαστικά μέσα από παράλογα προνόμια στις ιταλιώτιδες εμπορικές πόλεις –όπως δείχνουν οι λαμπρές σχετικές ιστοριογραφικές έρευνες της Ελένης Αντωνιάδου-Μπιμπίκου– καταρέει πρώτα στην επίθεση της Δύσης, και μετά ολοκληρωτικά, στην επίθεση της Ανατολής. Η γενικευμένη αντεπίθεση του φεουδαλισμού μες στην Ιστορία, παίρνει στην καθ’ ημάς Ανατολή το άγριο πρόσωπο της οθωμανικής κατάκτησης.

Η οθωμανική κατάκτηση προκαλεί μια επιδείνωση της δομικής κρίσης. Η φεουδαλική αντεπίθεση δεν πισοδρομεί μόνο την πρωτοαστική ανάπτυξη στον τόπο μας, εγκαθιδρύει ακόμα ένα φεουδαλικό σύστημα, ανατολικού τύπου, που είναι ένα σύστημα ξένο προς τις εμπορευματικές ροπές του τόπου μας. Ωστόσο η φυγή προς το βουνό, ο εποικισμός του ορεινού όγκου που επακολουθεί την οθωμανική παρακμή, δύο αιώνες μετά την άλωση, συντελεί στο να πραγματοποιηθεί και στον ελλαδικό χώρο μια οικονομική απογείωση που γρήγορα πλησιάζει το επίπεδο ανάπτυξης σε εκείνο της περιφέρειας της τότε Ευρώπης.

Σε ένα γεωγραφικό τρίγωνο, που σχηματικά καθορίζουν σαν κορφές, το Πήλιο, τα Γιάννενα και η Θεσσαλονίκη, αναπτύσσεται γύρω στο 1800 μια υφαντουργική ιδίως παραγωγή, που επιτρέπει ήδη πριν την ελληνική επανάσταση μια σημαντική κεφαλαιουχική συσσώρευση στη χώρα.

Η ελληνική οικονομική απογείωση του 18ου αιώνα πραγματοποιείται όμως σε δύο χώρους ανάπτυξης, αυτόν που προαναφέραμε, το βορειοελλαδικό βιοτεχνικό πόλο, και ένα νοτιοελλαδικό ναυτιλιακό και εμπορομεσιτικό, μεταπρατικό.

H δολοφονία του Kαποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, φιλοτεχνημένη από άγνωστο ζωγράφο

Μέσα στον εσωτερικό αγώνα του 1823-1826, θα επικρατήσουν αυτές οι μεταπρατικές δυνάμεις – με τη βοήθεια του αγγλικού και του γαλλικού πρωτοϊμπεριαλισμού. Αυτοί θα οικοδομήσουν το νεοελληνικό κράτος με τα δικά τους μέτρα δίχως δασμολογική προστασία για τη βιοτεχνία. Με τη συνεργασία έτσι της επιτόπιας και της διεθνούς κυρίαρχης τάξης, ο βιοτεχνικός πόλος ανάπτυξης, αυτός ο μεγάλος πόλος ανάπτυξης του νεώτερου ελληνισμού, θα καταρεύσει. Γρήγορα η ευρωπαϊκή οικονομία και ο συλλογικός της επιτόπιος πράκτορας, η μεταπρατική κυρίαρχη τάξη μας, θα επιβάλουν παντού τις εμπορομεσιτικές δομές, εξουδετερώνοντας κάθε εστία εθνικής ανάπτυξης.

Ο τόνος χαμηλώνει στο σημείο που ο βασικός πόλος ανάπτυξης, ο βιοτεχνικός κόσμος, καταστρέφεται και παρακμάζει. Αποξενωμένος από το οικονομικό του περιεχόμενο, ο ορεινός αγροτικός χώρος, εστία της νεοελληνικής ανάπτυξης του 18ου αιώνα, θα μείνει μετά την ήττα του στην εσωτερική πάλη του 1823-1826 προπύργιο, μέσα στην αποσύνθεσή του, κάθε αντίδρασης.

Έτσι αν και, δύο αιώνες μετά την άλωση, οι επιτόπιες κοινωνικές δυνάμεις θα αναδιοργανωθούν όπως είδαμε, ο ελληνισμός θα έχει χάσει το χρόνο. Την εποχή του ιμπεριαλισμού ο Ελληνισμός δε θα μπορέσει να συνεχίσει την παραδοσιακή ως τότε λειτουργία του, παρά σαν μια δύναμη υποτελής στις δυνάμεις που ηγεμονεύουν στον παγκόσμιο χώρο.

Η ελληνική κοινωνία θα λειτουργήσει έτσι πάλι σαν διοργανωτής της αγοράς, καταλύτης της φεουδαλικής ακινησίας στα Βαλκάνια στη Ν. Ρωσία, στη Μικρασία. Ο δρόμος όμως αυτός, μες στις επικρατούσες συνθήκες, θα οδηγήσει στην απλή αντικατάσταση του εκάστοτε επικυρίαρχου. Η διαλεκτική κίνηση της ελληνικής κοινωνίας πραγματοποιείται έκτοτε μέσα από τη χρησιμοποίηση των αντιθέσεων του εξωτερικού χώρου, όπου κυριαρχούν η Αγγλία και η Γαλλία σαν συλλογική μας Μητρόπολη –αλλά και σαν αντίβαρό της η τσαρική Ρωσία– από τις αντιθέσεις του εσωτερικού χώρου, όπου πρωταγωνιστούν τα κόμματα, εκφράσεις των κοινωνικών τάξεων.

Μετά την επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το χάσμα λοιπόν παραμένει ανοικτό, ανάμεσα στο σκοπό του ελληνικού διαφωτισμού, του κόμματός του της Φιλικής Εταιρίας, που σκοπός του είναι η ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνικής δομής σε αυτόνομες βάσεις, από τη μια πλευρά, και τις θυσίες και την ενεργειακή κινητοποίηση, που ο σκοπός αυτός θα απαιτεί από άτομα ή κοινωνικές τάξεις.

Η ωρίμανση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης θα γίνει σε συνάρτηση με την όξυνση των αντιθέσεων του διεθνούς χώρου, ανάμεσα στα κράτη που ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουν ολοκληρώσει την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς σε ένα αλληλοσυνδεόμενο διαρθρωμένο όλο – στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα

Η εθνοποιητική διαδικασία στο σύνολό της δεν υπήρξε στην Ελλάδα, θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε, τόσο δυνατή, ώστε να οδηγήσει, ξεπερνώντας τακτικά έστω τις εσωτερικές αντιθέσεις, στη συγκρότηση ενός λαϊκού μπλοκ, ενάντια τόσο στον Οθωμανό κυρίαρχο, όσο και ενάντια στις ξένες δυνάμεις. Αποδυναμωμένο από τη διάχυσή του στον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο, αποδυναμωμένο κάτω από τις μεταπρατικές διαδικασίες που διασπούν την αστική τάξη τη μεγάλη ώρα που η πρωτοπορία του ελληνικού λαού, η Φιλική Εταιρία, διοργανώνει και πραγματοποιεί την Επανάσταση, το Έθνος, σαν σύνολο βρίσκεται απρόσφορο στο να οικοδομηθεί μοναχό του.

Ο μεταπρατισμός που κυριαρχεί στο νεοελληνικό κράτος από την ίδρυση του, εσωτερικό στήριγμα της εξάρτησης από τη συλλογική Μητρόπολη. Η δύσκολη πορεία της αστικής εξέλιξης και οι ιδεολογικές της μεταπτώσεις

Το μεταπρατικό σύστημα που εγκαθιδρύεται στο Ελληνικό Κράτος μετά τη νίκη των εμπορομεσιτικών δυνάμεων στον εσωτερικό αγώνα του ’23-’26, λειτουργεί, είπαμε, σαν το πρακτορείο των αναπτυγμένων κρατών της Δύσης, της Αγγλίας και της Γαλλίας – πού, κάτω από το κάλυμμα μιας δήθεν προστασίας, δρουν σαν επικυρίαρχοι και συλλογικοί συνεταίροι της επιτόπιας κυρίαρχης μεταπρατικής εμπορομεσιτικής τάξης.

Η συλλογική αυτή Μητρόπολη, η αναπτυγμένη Δύση, θα επιβάλει, με διάμεσο το εμπορομεσιτικό κράτος, τα δικά της συμφέροντα στο πεδίο της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και στο πεδίο της ιδεολογίας, στο σύνολο δηλαδή της κοινωνικής δομής.

Ανάμεσα στα 1830 και τις αρχές του αιώνα μας, η συλλογική Μητρόπολη αποροφά το 20% περίπου του εθνικού εισοδήματος, σαν χρεωλύσιο των δανείων που αναγκάζεται να συνάπτει το κράτος μας με ληστρικούς όρους ή σαν υπερκέρδη από την εκμετάλλευση των εθνικών παραγωγικών πηγών.

Μες τις συνθήκες αυτές, κάθε κεφαλαιουχική συσσώρευση αποκλείεται. Αποκλείεται έτσι η ανάπτυξη της οικονομίας και όλης της κοινωνίας.

Η ιδεολογία του μεταπρατικού αστικού νεοελληνικού κράτους, η ιδεολογία της άρχουσας τάξης, είναι πάντοτε η κυριαρχούσα ιδεολογία της οικονομικά αναπτυγμένης Δύσης. Από τα 1830 –αλλά ιδίως από τα 1862– και ως τα 1915, το χρόνο δηλαδή από τη μια της έξωσης του Όθωνα και από την άλλη το χρόνο της απαρχής του Εθνικού μας Διχασμού, αδιαφιλονίκητη κυρίαρχη ιδεολογία είναι ο θετικισμός, που αντιστοιχεί στην κυριαρχία του φιλελευθερισμού στο πεδίο της πολιτικής ζωής.

Τα ευρωπαϊκά σχήματα εισάγονται μηχανιστικά και άκριτα, δίχως να αφομοιώνονται και στις ελλαδικές κινήσεις της Ιστορίας, δίχως μάλιστα να αντιστοιχούν και με τις κοινωνικές δυνάμεις που τα σημαιοφορούν. Ο φιλελευθερισμός αυτός είναι έτσι μια ιδεολογία αντιδραστική στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα. Γιατί ακριβώς λειτουργεί σαν εργαλείο αφομοίωσης της ελληνικής κοινωνίας στην κυριαρχία της συλλογικής Μητρόπολης, της αναπτυγμένης Δύσης.

Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα θα εμφανισθεί μόνο με τη γένεση της εργατικής τάξης και της ιδεολογίας της που λειτουργεί δεμένη με τη διεθνή πάλη των τάξεων, ενάντια στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, σαν φορέας πραγμάτωσης εθνικής και κοινωνικής

Βέβαια, ο φιλελευθερισμός αυτός διαφοροποιείται μέσα από τις υπολανθάνουσες αντιθέσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης και των μεσοαστών συμμάχων της. Έτσι φιλελευθερίζοντα συνθήματα έχουν όλα τα μεγάλα κόμματα της κυρίαρχης τάξης. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο το αγγλικό κόμμα των μεγαλοαστών, όσο και το γαλλικό κόμμα, που εκφράζει τις μεσοαστικές κυρίως μάζες, ζητούν Βουλή και Σύνταγμα πολλές φορές για να τα χρησιμοποιήσουν ενάντια στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που επιχειρούν την εθνωτική, την αυτόνομη αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Για να τα χρησιμοποιήσουν έτσι αυτά τα συνθήματα, Βουλή και Σύνταγμα, ενάντια στη Φιλική Εταιρία, στα 1822-1826. Ενάντια στον Καποδίστρια, λίγα χρόνια αργότερα, όταν η αυταρχική του πολιτική, παρ’ όλη την επίσημη ιστοριογραφία μας, στρέφεται ακριβώς ενάντια στα δύο αυτά κόμματα της εξάρτησης. Ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, αργότερα ο Δεληγιώργης, ο Βούλγαρης, κατόπιν ο Τρικούπης, μετά ο Βενιζέλος, είναι οι ταγοί μιας τέτοιας φιλελευθερίζουσας τακτικής που προωθεί τις σχέσεις της εξάρτησης.

Τα πιο συντηρητικά στρώματα θα συσπειρώνονται άλλωστε και αυτά γύρω από ανάλογα ρεύματα της συλλογικής Μητρόπολης, σε σχήματα που θα έχουν την ίδια προωθητική της εξάρτησης λειτουργικότητα – αυτά όμως δίχως το φιλελεύθερο λόγο, με αυταρχική φωνή.

Η μεταπρατική πόλη, τα πλατιά μικροαστικά στρώματα του πληθυσμού της, αλλά και οι μικροαστικές μάζες που βρίσκουν στην μεταπρατική πόλη τον οργανωτή και διάμεσο της εμπορευματικής τους παραγωγής, εκνευρισμένα απ’ την πυκνή διαδοχή ελπίδων και απογοητεύσεων –η έκφραση είναι του Κ. Θ. Δημαρά– γυρεύουν υποκατάστατα στα αδιέξοδα της εθνογενετικής τους απραξίας, στα αδιέξοδα της υποταγής, και θα βρουν τα υποκατάστατα αυτά στον πολιτικό ρομαντισμό, μέσα από την πολιτική και ιδεολογική γλώσσα του συρμού, που θα τους προσφέρει η γλώσσα των μικροαστικών ανάλογων κοινωνικών στρωμάτων της αναπτυγμένης Ευρώπης. Ο φιλελευθερισμός των μικροαστικών αυτών στρωμάτων δεν θα είναι μόνο άκριτος, δεν θα αγνοεί δηλαδή μόνο τις κυρίαρχες αντιθέσεις, την εξάρτηση, αλλά θα είναι και άκρατος. Η πολιτική φρασεολογία της εποχής του 1862-1915 θα είναι ως και αναρχίζουσα – στα ακραία της όρια. Η πολιτική αυτή ιδεολογία θα συντείνει ακόμα περισσότερο να αποτρέψει τον ελληνικό λαό από την πάλη για τη δημιουργία ενός Κράτους συστηματοποιημένου, εκλογικευμένου, ακόμη και μες στα πλαίσια που επιτρέπει το τότε κυρίαρχο μεταπρατικό σύστημα. Ο πολιτικός ρομαντισμός θα οδηγήσει έτσι τις μεγάλες μικροαστικές μάζες στην προβολή σαν πολιτικού τους συνθήματος μιας σωβινιστικής υπερπατριωτικής μεγάλης ιδέας στην εξωτερική πολιτική, και αντίστοιχα ενός μεταφυσικού φιλελευθερισμού στην εσωτερική πολιτική. Η πολιτική παράταξη των μικροαστικών κομμάτων του κόσμου της πόλης θα αποκληθεί εθνικό ή Γαλλικό κόμμα. Το κόμμα αυτό των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα θα είναι και το βασικό κόμμα της διανόησης εκείνης της εποχής. Θα έχει σχεδόν πάντοτε γαλλικά πρότυπα. Έτσι ο Αλέξανδρος Σούτσος θα θελήσει να καταστεί ο Βερανζέρος της Ελλάδας. Ο αδελφός του Παναγιώτης, ο Έλληνας Λαμαρτίνος. Ο Ραγκαβής, όλοι της Αθηναϊκής Σχολής όπως λέγεται, θα τον μιμηθεί στην μεγαλορήμονα νοσταλγία για παρελθόντα κλέη ή σε επικλήσεις το ίδιο μεγαλορήμονες ώστε τα κλέη αυτά να ξαναγίνουν πραγματικότητα. Μες στο νεοελληνικό κράτος, η εξάρτηση έτσι θα μιλήσει συχνά λαϊκότροπα, εξιδανικεύοντας τον πολιτισμό της στα περιφερειακά κοινωνικά στρώματα της άρχουσας τάξης μας. Θα μιλήσει με τη γλώσσα των πλατιών μικροαστικών μαζών, της συλλογικής Μητρόπολης, ενδυναμώνοντας την κυριαρχία της συλλογικής Μητρόπολης.

Το κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα αποτελεί βασικό οργανικό συστατικό της συνολικότερης πορείας του ελληνικού λαού, του κοινωνικού του γίγνεσθαι. Αποτελεί μια καθοριστική στιγμή αυτού του γίγνεσθαι. Η πάλη του αποτελεί την άρνηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλοτρίωσης του προλεταριάτου, άρνηση τελικά της ταξικής κοινωνίας. Η πάλη του αποτελεί τη βάση της γενικότερης αντιιμπεριαλιστικής συσπείρωσης στην πρόσφατη ιστορία μας. Αποτελεί την άρνηση της εθνικής αλλοτρίωσης του ελληνικού λαού μέσα στο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα

Τα μεγαλοαστικά στρώματα αντίθετα, οι ηγεμονικές δυνάμεις της κυρίαρχης τάξης, θα αντιπαραθέτουν, στην έξαρση αυτή των αισθημάτων των μικροαστικών συμμάχων τους, μια πιο πραγματιστική σοφία. Ακόμη και η γλώσσα αυτών των μεγαλοαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα θα είναι μια πιο κοινή καθαρεύουσα. Το περιεχόμενο του στοχασμού θα είναι, ιδίως μετά το 1860, καθαρά θετικιστικό, ενώ οι πολιτικές συμπάθειες θα βρίσκονται όχι προς τη μεριά του Παρισιού αλλά προς το λοντρέζικο Σίτυ. Μέσα στο ψηλότερο και νηφαλιότερο αυτό μεταπρατικό κατεστημένο, θα εμφανισθούν ωστόσο και τα πιο αξιόλογα πνεύματα στο χώρο της άρχουσας τάξης, του καιρού τους ο Παύλος Καλλιγάς, ο Νικ. Δραγούμης, ο Ροΐδης– κατόπιν ο Νικόλαος Πολίτης, οι διανοούμενοι που θα κυριαρχήσουν απ’ τα μέσα του αιώνα ως την εμφάνιση, μετά το 1880, του δημοτικισμού.

Πώς υπήρχε στα χρόνια αυτά ο απλός ελλαδικός άνθρωπος, πώς αισθητοποιείται από τον άνθρωπο αυτό η ροή της ίδιας του της Ιστορίας; Ήδη, απ’ τα τέλη του 18ου αιώνα, έχει επέλθει η διάσπαση της ελληνικής κοινωνίας στους δύο πόλους ανάπτυξης που αναφέραμε. Τόσο ο βορειοελλαδικός, ο βιοτεχνικός πόλος ανάπτυξης, όσο και ο νοτιότερος, εμπορομεσιτικός, διεκδικούν ακόμα αντιμαχόμενοι την κυριαρχία πάνω στην κοινωνικά δομή. Ωστόσο διατηρούν κοινά σημεία, που ανήκουν στο γενικότερο δομικό πλαίσιο, και πρώτα απ’ όλα το βάρος της δισχιλιετούς συλλογικής τους μνήμης.

Κυρίαρχο στοιχείο στην αίσθηση αυτή είναι ο «καημός της ρωμιοσύνης» – τόσο η συνείδηση, της επαναλαμβανόμενης εξουδετέρωσης της λαϊκής ενέργειας, όσο και η ηρωική στάση, η επάνοδος στο ενεργητικό γίγνεσθαι. Ο καημός έτσι έχει μια γεύση αισιοδοξίας κοινωνικής, τη γεύση της μαχητικής στάσης απέναντι στο παράλογο, απρόσωπο Είναι της ζωής τους. Η αίσθηση της ολότητας για τον ελλαδικό άνθρωπο, τόσο συγχρονικά, στη γύρω κοινωνία, όσο και διαχρονικά μες στη ροή του χρόνου, δεν παίρνει έτσι ποτέ μυστικιστική μορφή.

Ο διάλογος με το συλλογικό Είναι των πραγμάτων, διάλογος με το σύνολο, γίνεται πάντοτε μέσα από μία σκοπιά ανθρωποκεντρική, όπου κέντρο πάντα παραμένει ο άνθρωπος. Έτσι άλλωστε εκφράζεται μέσα στην ιδεολογική γλώσσα της εποχής, η οποία είναι μέχρι πρόσφατα η θεολογική γλώσσα. Η ιδεολογία του ελλαδικού ανθρώπου, όπως διατυπώνεται στη χριστιανική Ορθοδοξία, είναι μια ιδεολογία ανθρωποκεντρική, όπου ο Χριστός, σύμβολο του συλλογικού ανθρώπου, πορεύεται αργά μέσα στην Ιστορία, γονιμοποιώντας την Ιστορία, διεκδικώντας έναντι του δεσποτικού Είναι του πατέρα, την απελευθέρωση του ανθρώπου εδώ πάνω στη Γη.

Θεσσαλονίκη, Μάιος 1936

Η ένταση των συλλογικών παθών του δένει τον άνθρωπο με τον πλησίον του. Ο ορθόδοξος λαός εσωτερικεύει, σχηματοποιείται στην εσωτερικότητά του με το «Χριστό», στην ιδιότητά του μέσα στην Ιστορία να θυσιάζεται – λέει κάπου, αναφερόμενος στην ίδια ιδεολογία, τη χριστιανική ορθοδοξία μας, ο Ντοστογιέφσκι.

Ο λαϊκός άνθρωπος θα βρίσκεται ωστόσο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υποχείριος σ’ ένα σύστημα, που ούτε κοινωνικά ούτε εθνικά θα είναι δικό του. Τα πάντα λιμνάζουν στην ελλαδική κοινωνία του 19ου αιώνα μέσα σε χλιαρές κατασιγασμένες αντιθέσεις και ψυχολογικές παρεκβάσεις.

Ο εμπορομεσιτικός κόσμος, το σύστημά του, που είναι το κυρίαρχο σύστημα, καθορίζει τα πλαίσια κίνησης τόσο της κυρίαρχης τάξης όσο και των συμμαχικών της, αλλά και των αντιπάλων της περιφερειακών, κοινωνικών στρωμάτων. Η επίσημη ιδεολογία, ο φιλελευθερισμός, θα θέτει τα πλαίσια κίνησης της ιδεολογίας και των ελασσόνων στρωμάτων. Θα βρίσκεται το ίδιο έντονος και μέσα στους Έλληνες πρόδρομους της σοσιαλιστικής σκέψης, αυτούς που μεταγλωττίζουν στον ελλαδικό χώρο μηχανιστικά, δίχως να διαμεσοποιούν μέσα από ντόπιες ιδιομορφίες, την προωθημένη σκέψη της Ευρώπης – στον αναρχισμό της Πάτρας του τέλους του περασμένου αιώνα, στον ουτοπικό σοσιαλισμό των πρώτων αθηναϊκών εργατικών στρωμάτων.

Το μεταπρατικό σύστημα, το κυρίαρχο σύστημα, θα θέσει τα πλαίσια, διαστρεβλώνοντας μες στη δική του οπτική ακόμα και τις πρώτες προσπάθειες οικοδόμησης μιας επιστημονικής σοσιαλιστικής σκέψης στην Ελλάδα ακόμα ως τις αρχές του αιώνα μας.

Ο καημός της ρωμιοσύνης, που λέει ο άλλος μας ποιητής, δεν είναι λοιπόν μόνο αυτή η αίσθηση της τόσο συχνά επαναλαμβανόμενης εξουδετέρωσης της λαϊκής ενέργειας μέσα στην ελληνική ιστορία. Είναι και η άλλη του στιγμή, η στιγμή της άρνησης αυτής της εξουδετέρωσης, η όρθια στάση του λαού μας, που με το εθνικό του φιλότιμο ξεπερνά πάντοτε μες στον καιρό τη λεγόμενη «γεωπολιτική του μοίρα», τη δυσμορφία κάποιων δομών του εθνικού του γίγνεσθαι

Η αμφισβήτηση έτσι, όταν υπάρχει, περιορίζεται βασικά στις μορφές. Τα ανήσυχα πνεύματα, ακόμη μεμονωμένες εγρήγορες υπάρξεις, μένουν να βλέπουν το αντικείμενο του απελευθερωτικού τους προβληματισμού από τα μέσα. Τα πλαίσια του εμπορομεσιτικού κόσμου τους παρουσιάζονται σταθερά. Δε φθάνουν έτσι να συνειδητοποιήσουν την κυριαρχική αντίθεση της κοινωνίας σαν την εξάρτηση από την αναπτυγμένη Δύση, τη συλλογική όπως είπαμε Μητρόπολη. Δε φθάνουν να ζητάν δομικές επαναστατικές αναδιαρθρώσεις της κατεστημένης κοινωνίας μας.

Αυτή την κατάσταση, που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική κοινωνία μας απ’ τα 1830, θα φανεί πρόσκαιρα να τη διαφοροποιεί η πρώτη εκσυγχρονιστική προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης. Θα είναι, το 1880, η δεκαετία του Τρικούπη, με τις πρώτες μεγάλες επενδύσεις που γίνονται στον ελλαδικό χώρο, τους σιδηροδρόμους, την κάποια εκλογίκευση της διοικητικής μηχανής, που θα εκφραστεί στο πεδίο της ιδεολογίας με την αλλαγή του τόνου, την απομάκρυνση από τον αποσυντεθειμένο ρομαντισμό ή ψευτοκλασικισμό – στη χαρμόσυνη γεννιά του 1880, με ορόσημά της τον Ψυχάρη και τον Παλαμά.

Μία διάθεση γαλήνια και αισιόδοξη, δίχως μεγάλες εσωτερικές διακυμάνσεις, θα διαδεχθεί την κλασικιστική μεγαλοστομία και τις μελαγχολικές απομιμήσεις του ρομαντισμού.

Ο επιστημονισμός, ο θετικισμός, που είναι ήδη η κυρίαρχη ιδεολογία στην Ευρώπη της καπιταλιστικής ακμής, γίνονται τώρα ολοκληρωτικά και στην Ελλάδα η ιδεολογία του συρμού σε κάθε τάξη. Άμεσο προϊόν θα είναι ο δημοτικισμός.

Η δεκαετία του Τρικούπη θα λήξει ωστόσο απότομα, με την πτώχευση και την ταπεινωτική ήττα στον πόλεμο του 1897 και την επιβολή του διεθνούς οικονομικού ελέγχου στα 1898 πάνω στη χώρα.

Για μια δεκαετία περίπου η ταπείνωση του 1897, η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, θα οδηγήσει σε ένα πισθοδρόμισμα του δημοτικισμού σαν κινήματος εκλογίκευσης. Η ροπή προς το συγκεκριμένο, ο θετικισμός που όπως είπαμε το χαρακτήριζε στη γέννεσή του δέκα χρόνια προτύτερα απ’ αυτή την περίοδο, θα αλλοιωθεί μέσα σε μιά διάθεση φυγής και υποκατάστασης, πολύ ανάλογη με εκείνη της ρομαντικής εποχής 60 χρόνια νωρίτερα.

Το μύθο των αρχαίων προγόνων του ρομαντικού κλασικισμού θα τον έχει αντικαταστήσει τώρα ο μύθος του Ρωμιού ανανεωτή. Ενός Ρωμιού ωστόσο ολότελα εξωιστορικού, εξωκοινωνικού, αφηρημένου –κάποιου ποιμένα ή γεωργού βαρβάτου και αλώβητου από μια ζωή τιθασευμένη μέσα στα πλαίσια μιας φιλελευθερίζουσας κοινωνίας, που παράγει τέτοιες δυσάρεστες εκπλήξεις.

«Η ανόρθωση της χώρας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την αναγκαία πάλη ενάντια στον κοινοβουλευτισμό, τη συνταγματική δημαγωγία, κάθε συμφεροντολογική λαϊκή στάση», θα γράψει στα 1903 σε ένα από τα πρώτα φύλλα του Νουμά, του επίσημου οργάνου του δημοτικισμού, ο διευθυντής του Ταγόπουλος.

Αντάρτες και αντάρτισσες του ΕΛΑΣ, Κατοχή 1941-1944

«Ο Νίτσε, προφήτης της θρησκείας και της δύναμης, και συνεπώς της σκληρότητας, είχε αναστατώσει με το σαγηνευτικόν κήρυγμά του, ολόκληρο σχεδόν την τότε διανόησιν, που ανεζήτει ίσως στην λατρεία της δυνάμεως ψυχολογικά αντισταθμίσματα, μετά τον εθνικόν εξευτελισμόν του 1897», θα γράψει κάποιος άλλος μελετητής της περιόδου εκείνης.

Την τάση αυτή θα κρατήσει η διανόηση ως και μετά το 1909, για να την εγκαταλείψει σταδιακά τότε μόνο όταν με το Κίνημα στο Γουδί, και με ηγέτη τώρα τον Βενιζέλο, θα παρουσιαστούν πάλι έκδηλες προοπτικές μιας εκλογίκευσης, ενός εκσυγχρονισμού του συστήματος.

«Χάσαμε τη νιότη μας με τις νιτσεϊκές μας παλαβομάρες», θα γράψει λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης.

Η ωρίμανση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης θα γίνει σε συνάρτηση με την όξυνση των αντιθέσεων του διεθνούς χώρου, ανάμεσα στα κράτη που ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουν ολοκληρώσει την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς σε ένα αλληλοσυνδεόμενο διαρθρωμένο όλο – στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Οι εσωτερικές αντιθέσεις του ελληνικού χώρου χρησιμοποιούνται από τις εξωτερικές. Οι εξωτερικές αντιθέσεις χρησιμοποιούνται από τις εσωτερικές με τη σειρά τους. Η γνωστή διαδικασία εμφανίζεται με ιδιόμορφη οξύτητα στον ελλαδικό χώρο. Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων θα οδηγήσει και στη διάσπαση του έως τότε βασικά, παρά τις ελάσσονες αντιθέσεις, ενιαίου μπλοκ της κυρίαρχης τάξης.

Ο πρωσικός ιμπεριαλισμός, έλασσον μέρος της συλλογικής Μητρόπολης, έχει ήδη από την εμφάνισή του στον ελλαδικό χώρο στη δεκαετία του 1880 λειτουργήσει σαν πόλος μιας κάποιας εθνωτικής συσπείρωσης, που μέσα στην ιδεολογική ασάφεια, συνενώνει τον καθυστερημένο στην οικονομική βάση του και την ιδεολογία του κόσμο της εποχής εκείνης.

Στο πρωσικό αυτό αντίβαρο καταφεύγουν άλλωστε και τα λίγα εκείνα ανήσυχα πνεύματα που είχαν αισθητοποιήσει το εθνικό αδιέξοδο. Κατά κάποιον τρόπο, μες στην ιδεολογική ασάφεια που ακολουθεί την οικονομική και πολιτική αλλοτρίωση, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εμφανίζεται σε πολλές συνειδήσεις να παίζει το ρόλο του ποθητού βαρβάρου, που –αντίθετα με το βάρβαρο που στα ίδια χρόνια αυτά όπως θα δούμε προαναγγέλλει ο Καβάφης σαν συλλογικό απελευθερωτή– θα παίξει το ρόλο τού από τα μέσα ανακαινιστή της εμπορομεσιτικής κυρίαρχης δομής της κοινωνίας μας.

Η γερμανική ιδεολογική επιροή, του νιτσεϊσμού, με παρόμοιες καταβολές μέσα στη διανόηση, δε θα μπορέσει ωστόσο να ριζώσει. Μιλήσαμε για την απόριψή της από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Αν απορίπτεται σύντομα από την ίδια αυτή διανόηση που τον ιδεοφορούσε, ωστόσο η γερμανική πολιτική επιροή, για ένα αρκετά μακρύ διάστημα, κατακτά μεγάλο μέρος από τα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα του χωριού και της πόλης, εμπνέοντας την πολιτική στάση των πιο καθυστερημένων μαζών.

Αγαλβάνιστος, δίχως μύθο να γεμίσει τον άδειο τώρα χώρο της ιδεολογίας του, ο άνθρωπος του παρακμασμένου παλιού βιοτεχνικού πόλου ανάπτυξης, μαζί του και ο άνθρωπος του καθυστερημένου αγροτικού χώρου, παρασέρνοντας ωστόσο και ένα μεγάλο μέρος του καταπιεζόμενου από τις κυρίαρχες δυνάμεις μέσα στο σύστημα μικροαστικού και ελάσσονος εμπορομεσιτικού κόσμου, ψάχνει να βρει καταφύγιο που θα τον προστατέψει από την επίθεση της μεταπρατικής κοινωνίας. Ψάχνει, ακαθοδήγητος ακόμη απ’ την παρουσία μιας οργανικά απελευθερωτικής τάξης, να βρει το εθνικό Είναι του. Στη διαδικασία αυτή, χρησιμοποιεί τη γλώσσα τώρα του αντιφιλελευθερισμού. Το Κράτος, για τον κόσμο αυτό, αισθητοποιείται όχι σαν το εργαλείο που θα τον αφομοιώσει στην αναπτυγμένη Ευρώπη, όπως γίνεται από τον μεταπρατικό κόσμο, αλλά σαν το Κράτος ενός βασιλιά, πατέρα και αφέντη που, δεμένος με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, μάχεται τον Φράγκο δυνάστη και τον επιτόπιό του πράκτορα, μείζονα ή ελάσσονα μπακάλη. Είναι η όλη τραγωδία του εθνικού διχασμού.

Μετά τα 1897 όλο και πιο πλατιά κοινωνικά στρώματα αισθητοποιούν ωστόσο το αδιέξοδο, την αλλοτριωμένη εθνική μας υπόσταση. Η συνειδητοποίηση αυτή είναι μερική. Οδηγεί, όπως είδαμε, τους διανοούμενους, διοργανωτές στο πεδίο της ιδεολογίας της μεταπρατικής κοινωνίας μας, πρώτα στη νιτσεϊκή τους παρέκβαση και κατόπιν, σαν συνέρχονται απ’ αυτή, στη γλωσσική μονομανία του δημοτικισμού.

Το ίδιο και τα πιο εγρήγορα πνεύματα, που αισθητοποιούν τις κοινωνικές αντιθέσεις όχι όμως και την κυριαρχική αντίθεση του χώρου τους, περνούν στις σοσιαλδημοκρατικές παραλλαγές πρώτα, κατόπιν, μετά το 1910 κυρίως, στην προσκόλληση στον μύθο της βενιζελικής ανόρθωσης, μετέχοντας στην φιλελεύθερη τάση του Διχασμού.

Οι εγρήγορες, οι πιο ξύπνιες συνειδήσεις προχωρούν μέσα από τις διάφορες ιδεολογικές προτάσεις που τους προσφέρει η αναπτυγμένη Ευρώπη. Οι πλατύτερες μάζες τις ακολουθούν σε μια διαδικασία πιο βαρύγδουπη και αργόσυρτη. Η κατάληξη θα είναι όμως πάντα αυτή, δίχως διέξοδο – καθώς θα λείπει ακόμα από την ελληνική κοινωνία μιά τάξη φορέας μιας επαναστατικής ιδεολογίας και κοινωνικής πρακτικής.

Στο νεοελληνικό μας βασίλειο του 1900 σπανίζουν οι συνειδήσεις που αντιστέκονται σ’ αυτή την ιδεολογική αλλοτρίωση. Και αυτές ακόμα οι λίγες εγρήγορες συνειδήσεις που συναντάμε βρίσκονται έξω από τα στενότερα ελλαδικά πλαίσια. Ένας τέτοιος κόσμος είναι ο αλεξανδρινός κόσμος των πρώτων Αιγυπτιωτών παροίκων, των πρωτοκλασάτων του 1850, με την πλούσια αναπτυξιακή τους δράση στον αιγυπτιακό χώρο – πριν ακόμα κυριαρχήσει και εκεί ο ιμπεριαλισμός, αλλοτριώνοντας τα πάντα αυτός, μεταποιώντας τον Ελληνισμό της Αιγύπτου από καταλύτη της ανάπτυξης σε συλλογικό μεταπράτη, υποπράκτορα της αποικιοκρατικής αναπτυγμένης Ευρώπης. Ένας κόσμος που ξεφεύγει απ’ αυτά τα πλαίσια είναι αυτός ο κόσμος των Θερμοπυλών του Καβάφη. Ο Αλεξανδρινός ποιητής «τείνει κάθε τόσο το αυτί στη βοή της αγαπημένης πολιτείας, είτε της ιστορίας», γράφει κάπου ο Γ. Σαββίδης. Εκεί, στον αλεξανδρινό κόσμο που ανθίσταται ακόμη στη μεταπρατική αλλοτρίωση, θα διατυπωθεί πρώτη φορά μέσα στο λόγιο χώρο, με τη φωνή ενός ποιητή, πως γύρω στον Ελληνισμό, «μεγάλα και υψηλά έκτισαν τείχη». Μες στα σημεία των καιρών, ο ποιητής –που λειτουργεί στην περίπτωση αυτή σαν άτομο-πρωτοπορία, σε μιά περίοδο που δεν έχει ανδρωθεί ακόμη η εργατική τάξη– θα δράξει το κλειδί των γεγονότων της εθνικής ζωής, αποκρυπτογραφώντας με τους «βαρβάρους του» τη νεώτερή μας εθνική πορεία, διατυπώνοντας την άποψη πως η λύση του νεοελληνικού αδιέξοδου δε βρίσκεται μέσα στα πλαίσια που έθεσε ο εμπορομεσιτικός συμβιβασμός και η προσπάθεια αφομοίωσης στο φράγκικο πολιτισμό και στην αποικιοκρατική Ευρώπη, αλλά αντίθετα πως η διέξοδος βρίσκεται στους προλετάριους λαούς και τις προλετάριες τάξεις της Οικουμένης. Μέσα στην ιστορία, ο βάρβαρος αυτός γίνεται ο καταλύτης, ο έξω από την συλλογική μας Μητρόπολη κόσμος, που ανασταίνοντας τις μνήμες του έντεχνα νεκρωμένου από την άρχουσα τάξη μας Αγαθάγγελου, υπονομεύει τον πολιτισμό, τις αξίες και την ύπαρξη, την ίδια την επικυριαρχία μιας αποικιοκρατικής Ευρώπης.

Πότε όμως η φωνή ενός ποιητή γίνεται συνείδηση και μιας μάζας πλατύτερης;

Μετά το Γουδί, από τα 1909, επαναλαμβάνεται η εκσυγχρονιστική διαδικασία του συστήματος, που ‘χε αρχίσει όπως είδαμε από τα 1880 και είχε ανακοπεί απότομα με την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Τα ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια μένουν βέβαια τα μεταπρατικά πλαίσια, μιας ανανεωμένης ωστόσο και τώρα σφύζουσας δομής, που προσπαθεί να εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Η εκλογίκευση πετυχαίνει τώρα με τον Βενιζέλο, γιατί η δραστηριοποίηση της οικονομίας, ο εκσυγχρονισμός της μεταπρατικής κοινωνίας αποτελούσαν κοινή ανάγκη τόσο της επιτόπιας κυρίαρχης τάξης όσο και της συλλογικής Μητρόπολης.

Ωστόσο οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα στοιχεία που συνθέτουν την ξένη επικυριαρχία, αλλά και τον αναπτυγμένο κόσμο, θέτουν τώρα, ακόμα πιο ξεκάθαρα την εποχή αυτή της ιμπεριαλιστικής έξαρσης, τα όρια του εκσυγχρονισμού.

Η κυριαρχική αντίθεση ανάμεσα στη συλλογική Μητρόπολη, το μεταπρατικό κόσμο, και τους επιτόπιους συνεταίρους του από τη μια πλευρά, τις μεγάλες μάζες του λαού, το αλλοτριωμένο εθνικό και κοινωνικό Είναι τους από την άλλη, μετά την οικοδόμηση του νεοελληνικού κράτους σε ένα αστικό μεταπρατικό κοινωνικό σύστημα, υποφώσκουν στην οικονομία, στην πολιτική και στην ιδεολογία, σε κατασιγασμένες, υποτονικές μορφές πάλης.

Καινούριες κυριαρχικές δυνάμεις θα επιτρέψουν βέβαια κάποτε και εδώ, μέσα στον ελλαδικό χώρο, την εκλογίκευση της ιστορίας. Μέσ’ απ’ την πράξη, την παρουσία της εργατικής τάξης, του δικού της συστήματος, που προτείνεται από την ιστορία σαν συλλογικός απελευθερωτής, ο ελληνικός άνθρωπος, θα μπορέσει να συνειδητοποιήσει στο πεδίο του ιδεολογικού τις δυνάμεις εκείνες που τον καθορίζουν. Θα οξύνει ολοένα τη συνείδηση των εντός και των γύρω του, πασχίζοντας μέσα στη δύσκολή μας ιστορία να κάνει τη συνείδηση αυτή παραπέρα απελευθερωτική πράξη.

Ο θάνατος της παρακμασμένης εμπορομεσιτικής νεοελληνικής κοινωνικής δομής θα είναι βέβαια ένας θάνατος δύσκολος. Ωστόσο δεν παύει να είναι και ένας θάνατος αναπόφευκτος, μέσα στο γίγνεσθαι της Ιστορίας αναγκαίος.

Μέσ’ απ’ τα υλικά της κατεδάφισης του συστήματος, τις αντικειμενικές συνθήκες, ο ελλαδικός άνθρωπος θα οικοδομήσει το νέο του σύστημα, ανάλογα με τα μέτρα, τις ικανότητες, ανάλογα με την ένταση και την πυκνότητα της εθνογεννητικής επιθυμίας του.

Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα θα εμφανισθεί μόνο με τη γένεση της εργατικής τάξης και της ιδεολογίας της που λειτουργεί δεμένη με τη διεθνή πάλη των τάξεων, ενάντια στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, σαν φορέας πραγμάτωσης εθνικής και κοινωνικής.

Η ανάδυση του κοινωνικού ζητήματος. Η σύνθετη πορεία του σχηματισμού της εργατικής τάξης στον ελλαδικό χώρο.

Η εργατική τάξη παραμονεύει έτσι μέσα στην Ιστορία, καταλύτης του αδιεξόδου, καταλύτης της εθνικής μας ναυτίας. Αυτή μόνο θα κουβαλά μες στην οργανική παρουσία της, τη λειτουργία της, το θάνατο της παλιάς υποταγμένης εθνικής μας δομής.

Η εργατική τάξη θα σχηματισθεί μακριά από τα μεγάλα βιοτεχνικά κέντρα της ύστερης τουρκοκρατίας, στα νέα εμπορομεσιτικά επίκεντρα του νεοελληνικού κράτους, από πληθυσμούς που προέρχονται βασικά από την κατεστραμμένη από την υποταγή στο μεταπρατικό χώρο αγροτιά. Τα πρώτα εργατικά στρώματα θα σχηματιστούν στην Ελλάδα με την ίδρυση των βυρσοδεψείων και των ναυπηγείων στην Ερμούπολη, εμπορικό κέντρο της χώρας, στα τέλη του 19ου αιώνα, και με την ίδρυση των μικρών εργοστασίων παραγωγής, κυρίως ειδών διατροφής ή καπνού, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Πάτρα, στο Βόλο και ιδίως στη Θεσσαλονίκη.

Σημαντικότερος είναι ο εργατικός πληθυσμός που δημιουργήθηκε στα ίδια αυτά χρόνια, στα τέλη του περασμένου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη, γύρω στις μικρές βιομηχανίες ειδών διατροφής και καπνού. Ο πόλος αυτός σχηματισμού της εργατικής τάξης στον τόπο μας, ο πόλος της Θεσσαλονίκης, ήταν σημαντικότερος όχι μόνο ποσοτικά, μέσ’ απ’ το μέγεθος της εργατικής τάξης.

Ο πόλος αυτός της Θεσσαλονίκης είναι και για έναν άλλο λόγο σημαντικός μέσα στην ελληνική Ιστορία. Τα αρχικά βιομηχανικά στρώματα, τα εργατικά στρώματα στη Θεσσαλονίκη δεν προήλθαν από την περίοικη αγροτιά. Σε αντίθεση με τα εργατικά στρώματα της λοιπής Ελλάδας, προήλθαν από τον παλιό βιοτεχνικό πληθυσμό της πόλης της Θεσσαλονίκης, που στο διάστημα του ενός αιώνα που χωρίζει την καταστροφή της κάποτε μεγάλης βιοτεχνίας της πόλης από την αναδημιουργία της βιομηχανίας κάτω απ’ αυτή τη νέα μεταπρατική διαδικασία, φυτοζωούσε σαν πολυπληθές υποπρολεταριάτο, που διατηρούσε ωστόσο μία κοινωνική συνείδηση ριζοσπαστική. Συνείδηση εκφρασμένη συχνά, στο διάστημα αυτό του αιώνα, με τη θεολογική γλώσσα των λαϊκιστικών κινημάτων των κολυβάδων, σ’ ό,τι αφορά τους χριστιανούς Θεσσαλονικείς, των μπεχτασήδων, σ’ ό,τι αφορά τους μουσουλμάνους της πόλης και του Ζαχάρ, σ’ ό,τι αφορά τους Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης – που όπως θα ξέρουμε, μέχρι τον τελευταίο πόλεμο αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος, το τρίτο σχεδόν του πληθυσμού της πόλης.

Μια τέτοια προωθημένη συνείδηση είχαν και τα εργατικά στρώματα που σχηματίζονται στον ελλαδικό χώρο, κατ’ εξαίρεση του τρόπου σχηματισμού της εργατικής τάξης στη νοτιότερη Ελλάδα, και στις μικρές πόλεις της Μακεδονίας τη Βέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα.

Δίπλα στη βιομηχανική εργατική τάξη, που συγκέντρωνε 7.000 μόνο άτομα στα 1875, 60.000 άτομα στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, 150.000 άτομα στο Μεσοπόλεμο, σχηματίζονταν ένα ποσοτικά ισάριθμο προλεταριάτο στα μεγάλα λιμάνια. Τη μεγάλη ώθηση για το σχηματισμό εργατικών πυρήνων στη λοιπή επαρχία δώσαν οι πρώτες και οι μόνες, ως πρόσφατα, μεγάλες επενδύσεις στον ελληνικό χώρο. Οι σιδηροδρομικές κατασκευές, που μεταξύ 1870 και 1900 φέρνουν σε επαφή με τη χρηματική οικονομία πολλές χιλιάδες κατοίκους της καθυστερημένης οικονομικά και πολιτικά υπαίθρου.

Αντίθετα από την εργατική τάξη της Θεσσαλονίκης, η εργατική τάξη στη Νότια Ελλάδα σχηματίζεται από τον αγροτικό πληθυσμό. Για πολλά χρόνια, ο εργάτης της Αθήνας, του Βόλου ή της Πάτρας θα διατηρεί τη μικτή κοινωνική του υπόσταση, που θα αντανακλάται και στην πολιτική και ιδεολογική του στάση, μια στάση λίγο ριζοσπαστική και ουσιαστικά μικροαστική.

Εργάτης για ένα διάστημα, για ένα άλλο άνεργος ή ασχολούμενος σε δουλειές του ποδαριού, ο εργάτης της εποχής αυτής ζει με το ψωμί που στέλνει από το χωριό η οικογένεια, η οποία συνεχίζει για μεγάλο διάστημα να κατοικεί εκεί, ενώ την εποχή της δουλειάς, με τα εμβάσματά του, αυτός εισάγει στο χωριό του τη χρηματική οικονομία.

Στο νέο του περιβάλλον, ο εργατικός αυτός πληθυσμός της νοτιότερης Ελλάδας θα διατηρήσει οργανικούς δεσμούς με το γενέθλιο αγροτικό τόπο του. Πάντοτε θα κατοικήσει μαζί με τους συντοπίτες του σε μια συνοικία, μια γειτονιά, κρατώντας για γεννιές ολόκληρες τα παλιά ήθη και έθιμα, τον παλιό τρόπο σκέψης, τη μικροτοπική ιδεολογία. Για καιρό η μόνη συλλογική του οργάνωση, φάντασμα της αλλοτινής κοινότητάς του, θα είναι το τοπικό σωματείο του. Αυτό θα συγκεντρώνει όλους τους «πατριώτες» και θα τους εκφράζει πολιτικά, σαν μόνος διάμεσος ανάμεσα σ’ αυτούς και την Πολιτεία.

Συχνά, η τέτοια μεσολάβηση θα βρίσκεται στα χέρια ενός παλιού συντοπίτη προύχοντα, ή του πιο έξυπνου και καταφερτζή δικηγόρου της συνοικίας, κάτω από τη σκέπη άλλωστε του πιο δημοφιλή των αγίων της γενέθλιας περιοχής.

Έτσι δεν είναι παράδοξο πως η ιδεολογική ωρίμανση των εργατικών στρωμάτων στη νοτιότερη Ελλάδα θα καθυστερήσει, ενώ αντίθετα στη Θεσσαλονίκη πολύ γρήγορα το προλεταριάτο θα αποκτήσει την οργανική ιδεολογία του, παίζοντας και το ρόλο καταλύτη στο συνολικό εργατικό κίνημα της χώρας.

Η ιδεολογία της εργατικής τάξης θα εμφανισθεί στο ελεύθερο νεοελληνικό κράτος ήδη σε μικρούς θύλακες, που σχηματίζονται γύρω από αναρχικούς ή σοσιαλιστές Ευρωπαίους τεχνικούς, κατά μεγάλο μέρος πολιτικούς πρόσφυγες. Πρώτα στην Αθήνα, ήδη από το 1833, κατόπιν στην Ερμούπολη και στην Πάτρα, μια γεννιά πιο μετά. Στην Αχαΐα μάλιστα, το αναρχικό κίνημα, μέσα από τη σταφιδοπαραγωγική κρίση θα πάρει μεγάλες διαστάσεις ανάμεσα 1875 και 1900, για να εξελιχθεί όμως και να εξαφανισθεί μέσα απ’ τη μαζική μετανάστευση, που αποροφά το τρίτο των πιο πρωτοπόρων στρωμάτων του λαού εκείνη την εποχή. Στην Αθήνα, στο Λαύριο, στο Βόλο και σ’ άλλα επαρχιακά κέντρα της παλιάς Ελλάδας, θα σχηματισθούν κάτω από την ηγεσία του Σταύρου Καλλέργη τα σοσιαλιστικά κέντρα, που θα προβάλουν τον ουτοπικό σοσιαλισμό, με κάποια άνθηση ανάμεσα 1890 και 1900. Άνθηση που δε θα οδηγήσει ωστόσο στη μαζικοποίησή τους.

Τελικά θα είναι το σοσιαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, που από τα 1909, με την οργάνωση της Φεντερασιόν, θα ενοποιήσει το προωθημένο και πολυπληθές προλεταριάτο της πόλης, σχηματίζοντας για πρώτη φορά στον πλατύτερο ελληνικό χώρο μια μαζική οργάνωση της εργατικής τάξης, που, κάτω από τη γενική κινητοποίηση των συνειδήσεων που προκαλεί η Οκτωβριανή Επανάσταση, θα οδηγήσει, στο 1918 στη δημιουργία του ΣΕΚΕ, του κατοπινού ΚΚΕ.

Η σύνδεση του εθνικολαϊκού κινήματος για την κοινωνική και εθνική αυτοπραγμάτωση, με την εργατική τάξη. Όροι για την Κάθαρση και το ξεπέρασμα της «γεωπολιτικής μοίρας» του Ελληνισμού

Η ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα θα είναι συνάρτηση της γενικότερης ιστορίας του τόπου. Η ίδια η εργατική τάξη, σχετικά ολιγάριθμη και κατά το μεγαλύτερο μέρος της μικροαστικής προέλευσης, δε θα ενοποιηθεί εύκολα, ούτε θα αποκτήσει δίχως δυσκολία την επιστημονική της οργανική θεωρία, που θα την οδηγήσει στη σωστή μεθόδευση της εθνικολαϊκής πράξης. Το κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα αποτελεί βασικό οργανικό συστατικό της συνολικότερης πορείας του ελληνικού λαού, του κοινωνικού του γίγνεσθαι. Αποτελεί μια καθοριστική στιγμή αυτού του γίγνεσθαι. Η πάλη του αποτελεί την άρνηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλοτρίωσης του προλεταριάτου, άρνηση τελικά της ταξικής κοινωνίας. Η πάλη του αποτελεί τη βάση της γενικότερης αντιιμπεριαλιστικής συσπείρωσης στην πρόσφατη ιστορία μας. Αποτελεί την άρνηση της εθνικής αλλοτρίωσης του ελληνικού λαού μέσα στο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα.

Αυτή η καθοριστική στιγμή της έλευσης της εργατικής τάξης στον τόπο μας είναι βέβαια μια στιγμή ιστορική, μακρόσυρτη, διαλεκτικά δεμένη με τη διεθνή πάλη των τάξεων, με την παγκόσμια απελευθερωτική πάλη.

Εμπεριέχει ελάσσονες στιγμές, τη γένεση της εργατικής τάξης στα τέλη του περασμένου αιώνα, τη διαμόρφωσή της σε κόμμα, με επιστημονική θεωρία και πρακτική από τα 1918, τη μαζικοποίησή της μέσα στις πλατύτερες λαϊκές μάζες, την κατάκτηση και άλλων συμμάχων στα πλατύτερα κοινωνικά στρώματα, μέσα στο έπος της Αντίστασης, και πάλι με εντεινόμενο ρυθμό μετά την πτώση της ανοικτής δικτατορίας, πρόσφατα, που οδήγησε στην πρώτη ίσως στην ελληνική ιστορία, γένεση μιας μαζικής αντιιμπεριαλιστικής εθνικής συνείδησης. Ξέρουμε πως η γεωγραφία και η γεωπολιτική, ακόμη από τους αρχαϊκούς χρόνους, έβαλαν τα θεμέλια της ιδιόμορφης ελλαδικής κοινωνικής δομής μες στην οποία διαρθρώνονται τα συστήματα παραγωγής διαμορφώνοντας έτσι την ιστορία μας σαν ένα επώδυνο γίγνεσθαι. Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες οδηγούν, μέσα από το εξωστρεφές και διάχυτο της υποδομής, στην επαναλαμβανόμενη εξουδετέρωση της λαϊκής ενέργειας μέσα στην Ιστορία. Ο ελληνικός λαός λειτουργεί σαν καταλύτης αυτοαναλισκόμενος, καταλύτης που επιταχύνει το παγκόσμιο γίγνεσθαι, αποδυναμώνοντας ωστόσο με την πράξη του αυτή την ανάπτυξή του στο εσωτερικό της χώρας του, μένοντας τελικά αθωράκιστος και τραγικά ευάλωτος στην πίεση πάνω του τού εξωτερικού χώρου.

Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες της διάχυσης και της εξωστρέφειας, που επιβιώνουν στα διαδοχικά συστήματα παραγωγής μυστικοποιώντας, αποκρύβοντας τις κυριαρχικές αντιθέσεις, οδηγούν και το κίνημα της εργατικής τάξης στην τραγική κατάληξη του έπους της Εθνικής μας Αντίστασης, ακριβώς τη στιγμή που φαίνεται μέσα από την εθνικολαϊκή πράξη να πραγματοποιείται η άρνηση της άρνησης, η εξουδετέρωση της αποσυντεθειμένης κυρίαρχης τάξης μας, του συστήματος της εξάρτησης. Στις στιγμές που πραγματοποιείται η άρνηση της άρνησης, γεννιέται αυτή η τραγικότερη στιγμή του νεώτερου ελληνισμού. Η κορυφαία στιγμή της εθνικής και κοινωνικής μας αυτοπραγμάτωσης καταλήγει έτσι να μη βρει την Κάθαρση. Καταλήγει στο να παρατείνει την Κάθαρση σε μια συλλογική μακρόσυρτη αγωνία, που διαρκεί 35 χρόνια τώρα, στη ζωή μιας ολόκληρης γεννιάς.

Η παλιά φιλελεύθερη συλλογική μας Μητρόπολη, αφού κατανικήσει το φασισμό, που διεκδικούσε στα δικά του πλαίσια να επιβάλει ένα τρομοκρατικό δικτατορικό πρόσωπο στην πραγμάτωση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, αλλάζει σταδιακά το φιλελεύθερο παραδοσιακό προσωπείο της. Μπρός στην οξυνόμενη διεθνή πάλη των τάξεων, μπρός στην προέλαση της απελευθερωτικής πάλης, οδηγείται στο να μετουσιώσει όλο και σε πια ανοικτή δικτατορία, με κοινοβουλευτικό ή στρατιωτικό προσωπείο, την ταξική κυριαρχία της.

Ενισχύει έτσι το επιτόπιο τμήμα της εξουσίας της, την κυρίαρχη εμπορομεσιτική τάξη μας, που αλλάζοντας τον παραδοσιακό φιλελεύθερο τρόπο εξάρτησης και κυριαρχίας της, αποτρέπει την ολοκλήρωση της αποσύνθεσής της.

Η διαδικασία που άρχισε από το 1929 με το «Ιδιώνυμο», που απαγόρευε ουσιαστικά τη δράση του κόμματος της εργατικής τάξης, ολοκληρώνεται το 1936 με την επανασύνδεση των διχασμένων για ένα διάστημα τμημάτων της άρχουσας τάξης, για να ακολουθήσει έκτοτε η εναλλαγή –ανάλογα με τις περιστάσεις– του φιλελεύθερου, ή αυταρχικού προσωπείου που θα φορά η άρχουσα μεταπρατική τάξη στην πραγμάτωση της κυριαρχίας της.

Μέσα στους δύσκολους αυτούς καιρούς, το εθνικολαϊκό μας κίνημα θα υποχωρήσει κάποτε. Ωστόσο, όπως λέει και ο Μανώλης Αναγνωστάκης, το εθνικολαϊκό κίνημα δεν παραδέχεται την ήττα. Το εθνικολαϊκό μας κίνημα πληγώνει βαριά τον φασιστικό ιμπεριαλισμό στα χρόνια 1940-1944, καθηλώνει αποτελεσματικά τον φιλελευθερίζοντα ιμπεριαλισμό στα χρόνια ’46-’49, αποτρέποντας έτσι με δική του θυσία την επέμβαση του ιμπεριαλισμού στα επαναστατημένα βορειότερά μας Βαλκάνια.

Αυτή η συνέχεια της Αντίστασης, αυτή η επιμονή του λαού μας στην πράξη της άρνησης της εθνικής και κοινωνικής μας αλλοτρίωσης, που επέβαλαν πάνω του οι ιδιομορφίες, το διάχυτο των κοινωνικών δομών του, αυτή η πεισματική εμμονή στην εθνικολαϊκή πάλη αποκαλύπτει το άλλο, δεύτερο δομικό στοιχείο του ελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι.

Ο καημός της ρωμιοσύνης, που λέει ο άλλος μας ποιητής, δεν είναι λοιπόν μόνο αυτή η αίσθηση της τόσο συχνά επαναλαμβανόμενης εξουδετέρωσης της λαϊκής ενέργειας μέσα στην ελληνική ιστορία. Είναι και η άλλη του στιγμή, η στιγμή της άρνησης αυτής της εξουδετέρωσης, η όρθια στάση του λαού μας, που με το εθνικό του φιλότιμο ξεπερνά πάντοτε μες στον καιρό τη λεγόμενη «γεωπολιτική του μοίρα», τη δυσμορφία κάποιων δομών του εθνικού του γίγνεσθαι.

Τη στιγμή του πάθους διαδέχεται σταθερά η στιγμή της κάθαρσης. Η διαλεκτική των δύο αυτών στιγμών του γίγνεσθαί μας αποτελεί το βασικό σχήμα της παραδοσιακής ιδεολογίας μας, της χριστιανικής ορθοδοξίας, όπου η στιγμή της κάθαρσης εκφράζει το μη υλικά βιωμένο – μια πραγματικότητα έγκλειστη στο πεδίο της ιδεολογίας. Ένα Λόγο που δυσκολεύεται να γίνει Πράξη, και έτσι αποδιωγμένος στο διαρκές του συλλογικού μας υποσυνείδητου, γίνεται ο καθοριστικός πυρήνας γύρω από τον οποίο δομείται όλη η παραδοσιακή ιδεολογία, ή τουλάχιστον η λαϊκή της ανάγνωση μέσα από τη θεολογική γλώσσα της εποχής.

Ωστόσο μέσα από την αντιιμπεριαλιστική συσπείρωση –στιγμή μιας ενιαίας διαδικασίας που αντιμάχεται τις ίδιες τις δομές του κυρίαρχου εμπορομεσιτικού συστήματος– δημιουργούνται σήμερα οι προϋποθέσεις για ένα αύριο ριζοσπαστικά διαφορετικό, που θα αρχίσει να πραγματώνεται στην επαναστατική πράξη του κάθε μας σήμερα. Μέσα από τον συσχετισμό των δυνάμεων σήμερα, προχωρά, έτσι επιταχύνεται η ιστορία μας. Η στιγμή της δομής, δύσκαμπτη, δίνει σήμερα τη θέση της στη στιγμή της πράξης.

Η κάθαρση αυτή βέβαια είναι πάντοτε διαλεκτική, δηλαδή συγκεκριμένη, δηλαδή ιστορική. Η συγκεκριμένη αυτή πραγμάτωση του εθνικού και κοινωνικού μας Είναι, μέσα από την αντιιμπεριαλιστική στιγμή της επανάστασης, αποτελεί μια πράξη που επιτελείται πάντοτε σε συνάρτηση των κοινωνικών και υποκειμενικών περιστατικών.

Η Ιστορία συνεχίζει να εκτείνεται γύρω μας, φορτωμένη, δίπλα στις γνωστές παλιότερες, και τις καινούριες αντιθέσεις που στιβάζει εντός της ο καιρός.

Η πράξη της εργατικής τάξης είναι τραγική. Η πρωτοπορία γνωρίζει τα όριά της, έχει συνείδηση του ατομικού πεπερασμένου της, αλλά και του συλλογικού πεπερασμένου της, των ορίων της συλλογικής της απελευθερωτικής πράξης.

Σε αντίθεση π.χ. με τους πρώτους χριστιανούς ή τους ιδεαλιστές αγωνιστές, που θυσιάζονται γιατί πιστεύουν σ’ ένα οποιοδήποτε επέκεινα, ο αγωνιστής του εθνικολαϊκού μας κινήματος σήμερα, όντας υλιστής, ξέρει πως αγωνίζεται για ένα κόσμο που δεν πραγματοποιείται παρά πολύ μερικά, στο εδώ πάντα και στο τώρα. Μέσα από την εθνικολαϊκή πράξη που συντονίζει η εργατική τάξη, ο άνθρωπος παύει να είναι η εικόνα και ομοίωση του μοναχικού εμπορεύματος, αυτού του πυρήνα γύρω από τον οποίο διαρθρώνονται τα πάντα μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Ο άνθρωπος ξεπερνά την εθνική και κοινωνική του αλλοτρίωση, μες στην αργόσυρτη συχνά διαλεκτική του λόγου και της πράξης. Και ωστόσο με την εθνική και κοινωνική πράξη, η αποξένωση, η μοναξιά του ανθρώπου από τον γύρω κόσμο του, αρχίζει ήδη να αποσυντίθεται. Ο ελλαδικός άνθρωπος κατέχει πια μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης –βάσης όπως είπαμε του γενικότερου εθνικολαϊκού μας κινήματος– το όργανο για την εθνική και κοινωνική του πραγμάτωση.

Το κίνημα της εργατικής τάξης δεν αποτελεί ένα απλό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας ή της ανθρώπινης προϊστορίας. Μέσα απ’ αυτό το κίνημα, μόνου συλλογικού ως το έσχατο πέρας απελευθερωτή έχει οικοδομηθεί το εργαλείο αποκρυπτογράφησης της ζωής, ο διαλεκτικός, ο ιστορικός υλισμός. Έχει αποκτήσει την επιστημονική θεωρία του, τη διαδικασία αποκρυπτογράφησης της ύλης.

Ο άνθρωπος γίνεται έτσι, δυνάμει, δίχως όριο υποκείμενο στην αναδιάρθρωση της ζωής.

Ο διαλεκτικός υλισμός δίνει τη δυνατότητα στον ελλαδικό άνθρωπο, μέσα στα πεπερασμένα όρια της ζωής του, να καταργεί σταδιακά το τραγικό, τη διάσταση ανάμεσα σ’ αυτό που ξέρουμε πως είμαστε συλλογικά και σ’ αυτό που θα θέλαμε να ήμαστε συλλογικά. Τη διάσταση ανάμεσα στο συλλογικό μας Νοείν και στο συλλογικό μας Είναι.

Το κίνημα της εργατικής τάξης, το εθνικολαϊκό κίνημα στο σύνολό του, καταργεί έτσι δυνάμει, και δυνάμει πάντα, τις δομές της εξάρτησης που σκλαβώνουν. Μέσα στην παγκόσμια κοινωνική πάλη πραγματώνεται έτσι, δύσκολα πάντα και επώδυνα, η εξουδετέρωση των συνεπειών του διάχυτου, του εξωστρεφούς, του αθωράκιστου των ελλαδικών κοινωνικών δομών, που στη νεοελληνική μεταπρατική κοινωνία είχαν βρει την τραγική τους ολοκλήρωση.

Το εθνικό λαϊκό μας κίνημα πραγματοποιεί την άρνηση της εθνικής και κοινωνικής μας αλλοτρίωσης, ανοίγει επώδυνα το δρόμο στην όλο και πληρέστερη κάρπωση της εντός μας και της γύρω μας ύλης.

Πλαταμώνας, Νοέμβριος 1973

* Οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!