Της Μαρίας Μαυροειδή *.
Στην μακρά και περιπετειώδη ιστορία της κατάκτησης του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες στην Ελλάδα, οι δήμοι και οι κοινότητες κατείχαν από τον Μεσοπόλεμο περίοπτη θέση, καθώς αποτέλεσαν τον πρώτο δημόσιο χώρο στον οποίο επιτράπηκε στις γυναίκες να συμμετέχουν, αρχικά μόνο ψηφίζοντας και στη συνέχεια θέτοντας και οι ίδιες υποψηφιότητα.
Για τις κυριότερες τάσεις του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο, η ψήφος αποτέλεσε το καθολικό αίτημα των γυναικών και την κατεξοχήν φεμινιστική διεκδίκηση, η οποία σχετιζόταν με την κοινωνική συνείδηση των γυναικών, τη συλλογικότητα του αγώνα τους και την πλήρη και ισότιμη κοινωνική τους ένταξη (1).
Ας σημειωθεί εδώ ότι το παθητικό και ενεργητικό δικαίωμα της ψήφου (εκλέγειν και εκλέγεσθαι) θεωρήθηκε υπέρτατο πολιτικό δικαίωμα από τον 19ο αιώνα, όταν τα κράτη-έθνη άρχισαν να κατοχυρώνουν την ιδέα της «λαϊκής κυριαρχίας» στα συντάγματά τους, οπότε και σταδιακά η έννοια του πολίτη ταυτίστηκε με τον πολίτη-ψηφοφόρο, καθώς οι πολιτικοί άρχοντες γίνονται αιρετοί. Ωστόσο, η διακήρυξη της ισοπολιτείας δεν συνεπαγόταν και άμεση εφαρμογή της μέσα από τα ευρωπαϊκά συντάγματα. Η κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας θα χρειαζόταν αγώνες, αφού αρχικά βασικές προϋποθέσεις της ήταν η ιδιοκτησία και η εγγραμματοσύνη. Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες, σε αντίθεση με το πρότυπο του πολίτη-ψηφοφόρου, θα παρέμεναν για πολύ καιρό ακόμη προστατευόμενα μέλη ως σύζυγοι και μητέρες, στερούμενες κάθε νομικής και πολιτικής εξουσίας. Η κληρονομιά του Διαφωτισμού είχε συγκροτήσει ιστορικά μια έννοια της ιδιότητας του πολίτη η οποία βασιζόταν σε ένα «δυτικοκεντρικό, αστικό και αρσενικό πρότυπο» (2) που προϋπέθετε τον αποκλεισμό των γυναικών από τα πολιτικά δικαιώματα. Έτσι, η υποδεέστερη θέση των γυναικών στο λεγόμενο δημόσιο χώρο συνδέθηκε με τη θεμελιακή για τη δυτική σκέψη διχοτομία δημόσιο-ιδιωτικό. (3)
Ωστόσο, στο β΄ μισό του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε στην Ευρώπη το κίνημα χειραφέτησης των γυναικών, εντός του οποίου διαμορφώθηκαν δύο κυρίως ρεύματα: ο ριζοσπαστικός φεμινισμός με άξονα τη διεκδίκηση της ψήφου ως βασικού πολιτικού δικαιώματος και το μετριοπαθέστερο ρεύμα με άξονες την οικογενειακή νομοθεσία και τα δικαιώματα στην εκπαίδευση και τη μισθωτή εργασία.(4)
Οι ευνοϊκές πολιτικές συγκυρίες και η οργάνωση του φεμινιστικού κινήματος οδήγησαν στην παροχή καθολικού δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες στη Φινλανδία το 1906, στη Νορβηγία το 1913, στη Δανία το 1915, ενώ σε άλλες χώρες είχε ήδη παραχωρηθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες αλλά μόνο για τις δημοτικές εκλογές. Η επαναστατική κυβέρνηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία καθιέρωσε πλήρη πολιτικά δικαιώματα για τις γυναίκες τον Απρίλιο του 1917. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα κατοχυρώθηκαν για τις Γαλλίδες και τις Ιταλίδες το 1946.
Στην Ελλάδα τα πράγματα εξελίχθηκαν πιο αργά και με μεγαλύτερες δυσκολίες. Από το 1894 που η Καλλιρρόη Παρρέν κατέθεσε υπόμνημα στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη με αίτημα να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, μέχρι την πρώτη δημόσια συγκέντρωση για τη γυναικεία ψήφο που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας στο Θέατρο Απόλλων, το 1928, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες από τις γυναικείες συλλογικότητες οι οποίες, ωστόσο, παρέμειναν άκαρπες.
Τελικά, το 1930 ύστερα από πολλές συζητήσεις και παλινωδίες στον πολιτικό χώρο, δόθηκε στην Ελληνίδα το δικαίωμα ψήφου υπό όρους. Δηλαδή, το δικαίωμα παραχωρήθηκε μόνο για τις δημοτικές εκλογές και αφορούσε μόνο το εκλέγειν και όχι το εκλέγεσθαι. Επιπρόσθετα, δικαίωμα ψήφου είχαν μόνον οι εγγράμματες γυναίκες άνω των 30 χρονών. Όμως, το 1930 το 70% των γυναικών άνω των 30 χρονών στην Ελλάδα ήταν αγράμματες. Υπολογίζεται πως οι γυναίκες που ψήφισαν τελικά δεν πρέπει να ξεπέρασαν το 10-15% των γυναικών που ήταν πάνω από 30 χρονών (5). Μετά την τροποποίηση της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων, οι γυναίκες κλήθηκαν να ψηφίσουν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές του 1934. Πρόκειται για τις πρώτες εκλογές στην ιστορία της χώρας που οι γυναίκες –έστω και υπό όρους– έχουν δικαίωμα ψήφου. Οι δυσκολίες για την εγγραφή των γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους, οι κοινωνικές αντιλήψεις και βέβαια, ο μεγάλος αριθμός αναλφάβητων γυναικών είχαν ως αποτέλεσμα να μην εγγραφούν περισσότερες από 14.000 γυναίκες στους πρώτους εκλογικούς καταλόγους και να ψηφίσουν στις εκλογές του Φεβρουαρίου 12.000, εκ των οποίων οι 2.336 στην Αθήνα σε 6 χωριστά εκλογικά τμήματα και 9.500 περίπου στις επαρχίες.
Ωστόσο, η μεγάλη τομή στην Ελλάδα σημειώθηκε, κατά κοινή ομολογία, με τη μαζική συμμετοχή των γυναικών στην αντίσταση. Η ενθάρρυνση της πολιτικής συμμετοχής των γυναικών στους αντιστασιακούς θεσμούς και η ανάθεση αρμοδιοτήτων σε γυναίκες στη λαϊκή αυτοδιοίκηση και στη λαϊκή δικαιοσύνη σημάδεψαν το δημόσιο χώρο και πρόβαλαν τις γυναίκες ως πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα.
Η συμμετοχή αυτή διαφοροποιεί το ελληνικό παράδειγμα από τη Δυτική Ευρώπη, καθώς εδώ εκτός από την εργασιακή προσφορά τους, οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στα αντιστασιακά, στα πολιτικά και στα στρατιωτικά δρώμενα. Συνεπώς, η μεταπολεμική θεσμική κατοχύρωση της ισότητας ήρθε ως «ανταμοιβή» των γυναικών για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν τον καιρό του πολέμου, νομιμοποιώντας φεμινιστικές διεκδικήσεις που εκκρεμούσαν από δεκαετίες (6).
Στις πρώτες εκλογές στην Ελεύθερη Ελλάδα το 1944, για πρώτη φορά οι γυναίκες απέκτησαν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες. Οι πρώτες γυναίκες βουλευτές που εξελέγησαν στο Εθνικό Συμβούλιο ήταν η Χρύσα Χατζηβασιλείου, η Μαρία Σβώλου, η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου, η Μάχη Μαυροειδή και η Φωτεινή Φιλιππίδη. Την ίδια χρονιά στην Αμαλιάδα εξελέγη η πρώτη γυναίκα δήμαρχος, η φαρμακοποιός Μαρίκα Μπότση.
Τον Απρίλιο του 1949, πριν ακόμη από τη λήξη του Εμφυλίου, με τον αναγκαστικό νόμο 959 της κυβέρνησης Σοφούλη, οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου από την ηλικία των 21 ετών, καθώς και το δικαίωμα να εκλέγονται δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι, όχι όμως δήμαρχοι μέχρι το 1953. Τότε ο υπουργός Εσωτερικών διόρισε συμβολικά δύο γυναίκες στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, την Ελμίνα Παντελάκη και την Αλέκα Μαντζουλίνου.
Για πρώτη φορά οι γυναίκες συμμετείχαν μαζικά στις δημοτικές εκλογές στις 15 Απριλίου 1951, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν εκλογικά βιβλιάριο όλες όσες το δικαιούνταν. Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκαν 64 γυναίκες δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι, σε σύνολο 5.960 δήμων και κοινοτήτων.
Στο μετεμφυλιακό κράτος, η ήττα της Aριστεράς και η συνεχιζόμενη καταδίωξη χιλιάδων αριστερών γυναικών αποτελούσαν εγγυήσεις ότι η γυναικεία ψήφος δεν θα ήταν ανατρεπτική, ενώ παράλληλα η Ελλάδα πιεζόταν να υπογράψει τον καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος συντάχθηκε το 1945 και προέβλεπε ρητά ίσα δικαιώματα για γυναίκες και άντρες (7). Έτσι, ο νόμος 2159 του 1952 κατοχύρωσε το δικαίωμα της γυναίκας όχι μόνο να εκλέγει, αλλά και να εκλέγεται τόσο στις δημοτικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές. Όμως, με άλλο νόμο (2228/52) ορίστηκε ότι οι γυναίκες δεν θα συμμετείχαν στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Νοεμβρίου, καθώς φαίνεται ότι κυριάρχησε ο φόβος πως οι «εθνικόφρονες» Ελληνίδες θα αμελούσαν το εκλογικό τους καθήκον, ενισχύοντας πιθανότατα την αριστερή παράταξη (8).
Το 1953 αναδείχθηκε η πρώτη ελληνίδα βουλευτής, η Ελένη Σκούρα, με τον Ελληνικό Συναγερμό και το 1956, η πρώτη γυναίκα υπουργός, η Λίνα Τσαλδάρη, υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, βουλευτής του Κόμματος της ΕΡΕ. Επίσης, την ίδια χρονιά στην Κέρκυρα εξελέγη η πρώτη γυναίκα δήμαρχος.
Το Σύνταγμα του 1975 ήταν το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας που όρισε ρητά ότι «Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Στις εκλογές του 1978 εκλέχθηκαν 337 γυναίκες στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο αγώνας ενάντια στη δικτατορία και οι ιδέες του γυναικείου κινήματος, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αφύπνιση του γυναικείου πληθυσμού. Με το νόμο δε 2910 του 2001 ορίστηκε το υποχρεωτικό ποσοστό του 33% ή 1/3 κάθε φύλου στα ψηφοδέλτια για τις δημοτικές εκλογές. Η υποχρεωτική ποσόστωση εφαρμόστηκε από τις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές του 2002.
Οι δημοτικές και κοινοτικές εκλογές υπήρξαν το πρώτο βήμα καθιέρωσης της γυναικείας ψήφου. Χαρακτηριστική είναι η επιχειρηματολογία των φεμινιστριών της εποχής για το ζήτημα. Όταν η Καλλιρρόη Παρρέν από το 1895 αρχίζει να θέτει μέσα από τις στήλες της Εφημερίδος των Κυριών την αρμοδιότητα των γυναικών να συμμετέχουν στην εκλογή των δημοτικών αρχόντων, σπεύδει να αιτιολογήσει την πρότασή της εικονογραφώντας το Δήμο ως ένα διευρυμένο νοικοκυριό, στο οποίο οι γυναίκες οφείλουν να συνεισφέρουν τις ιδιαίτερες δεξιότητες του φύλου τους. Η ίδια, ωστόσο, θα παραμείνει για χρόνια αρνητική στη γυναικεία βουλευτική ψήφο (9). Τα επιχειρήματα και άλλων φεμινιστριών του Μεσοπολέμου επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο: «Η διοίκησις του δήμου είναι, ως γνωστόν, το νοικοκυριό της πόλεως και η γυναίκα, συνηθισμένη εις το νοικοκυριό του σπιτιού της, δεν είναι τελείως ξένη προς τα πράγματα του δήμου. Η καθαριότης, η ύδρευσις, ο φωτισμός, η περίθαλψις είναι το στοιχείον της γυναίκας» (10) ή αλλιώς, ο δήμος και η κοινότητα «δεν είναι παρά μία προέκταση της οικογενείας» (11).
Η συμμετοχή των γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση υπήρξε πάντοτε εντονότερη από τη συμμετοχή τους στην κεντρική πολιτική σκηνή, καθώς η γειτονιά και η πόλη αποτελούσαν υπό μια έννοια προέκταση του ιδιωτικού χώρου και ανέκαθεν υπήρξαν πεδία διαμόρφωσης της γυναικείας συλλογικότητας.
* Η Μαρία Μαυροειδή είναι ιστορικός
(1) Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985, σ. 57.
(2) Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρρά (επιμ.), Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, σ. 82.
(3) Στο ίδιο.
(4) Δήμητρα Σαμίου, «Στις απαρχές της ισοπολιτείας», εφ. Η Καθημερινή Επτά Ημέρες, Αφιέρωμα: Γυναίκες και πολιτική. 50 χρόνια γυναικείας ψήφου, 15/12/2002, σ. 2-5.
(5) Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σ. 53.
(6) Αγγέλικα Ψαρρά, «Πολιτικές διαδρομές των γυναικών στην εμπόλεμη Ελλάδα (1940-1950)», Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Δ1, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 177-227, εδώ σ. 202.
(7) Δήμητρα Σαμίου, «Οι γυναίκες στον Εμφύλιο. Πολιτικοί αγώνες και ισότητα», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 8: Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 261-270, εδώ σ. 269.
(8) Δήμητρα Σαμίου, «Οι γυναίκες στον Εμφύλιο…», ό.π., σ. 268.
(9) Αγγέλικα Ψαρρά, «Το ανέφικτο “ξεσκλάβωμα”», εφ. Η Καθημερινή Επτά Ημέρες, Αφιέρωμα: Γυναίκες και πολιτική. 50 χρόνια γυναικείας ψήφου, 15/12/2002, σ. 10-13, εδώ σ. 11.
(10) Από τον προεκλογικό λόγο της Φρόσως Ραδοπούλου στις 8 Φεβρουαρίου 1934, υποψήφιας δημοτικής συμβούλου στις Σέρρρες. Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ό.π., σ. 303.
(11) Περ. Ο Αγώνας της γυναίκας, Β/20, 1925, Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ό.π., σ. 503.