Μπορεί η προεκλογική περίοδος για τη χώρα να είναι σε εξέλιξη, ωστόσο η ημερομηνία των εκλογών παραμένει ακόμη θολή και εν μέρει φαίνεται να απομακρύνεται προς την άνοιξη, πράγμα που σημαίνει πως όλα τα κόμματα προσπαθούν στον εναπομείναντα χρόνο να πάρουν ό,τι και όσα περισσότερα μπορούν. Από τη μια η Ν.Δ. φαίνεται πως σκοπεύει να προχωρήσει σε ακόμη πιο έντονη «επιδοματοποίηση», μέσα από αλλεπάλληλα pass και καλάθια, προσπαθώντας να αποκομίσει ό,τι μπορεί από την πελατειακή λογική που προώθησε συστηματικά το σύστημα Μητσοτάκη. Από την άλλη θέλει και να προβάλλει το επιχείρημα ότι όχι μόνο κατάφερε να διαχειριστεί ορισμένες κρίσεις καλύτερα από ό,τι θα έκανε η αντιπολίτευση αλλά και ότι υλοποίησε έργο σε δύσκολες συνθήκες. Ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος και του διπολισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας επενδύσει τα πάντα στο «να φύγει ο Μητσοτάκης, ο επάρατος», τον οποίο θεωρεί βασικό υπεύθυνο για τη διαφθορά στη χώρα, προσπαθεί με κάθε τρόπο να οξύνει την αντιπαράθεση πάνω στα σκάνδαλα της κυβέρνησης και σε αυτή τη βάση, δηλαδή «μιας προοδευτικής διακυβέρνησης ενάντια στην καταστροφική δεξιά», προχωρά σε μεταγραφές και επεξεργάζεται κάθε είδους συμμαχία.
Διαφθορά εναντίον διαπλοκής
Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ερμηνευθεί και το νέο επεισόδιο αψιμαχιών μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, σύμφωνα με τις οποίες η Ν.Δ. φαίνεται να προηγείται με σημαντική διαφορά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα η Κουμουνδούρου δείχνει να μην εισπράττει κάτι σημαντικό από την αναμενόμενη κυβερνητική φθορά, γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά για την προεκλογική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά τίθενται υπό αμφισβήτηση από την αξιωματική αντιπολίτευση που θεωρεί πως οι δημοσκοπήσεις είναι «πληρωμένες» και αποκλειστικό αποτέλεσμα του μιντιακού παρακράτους της κυβέρνησης, έπειτα από ανάλογα δημοσιεύματα, φιλικών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, μέσων ενημέρωσης.
Η Ν.Δ. προχωράει σε ακόμη πιο έντονη «επιδοματοποίηση» προσπαθώντας να αποκομίσει ό,τι μπορεί από ψήφους ενώ ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος και του διπολισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ, επενδύει τα πάντα στο «να φύγει ο Μητσοτάκης, ο επάρατος»
Εκείνο που έχει ενδιαφέρον πέρα από τις κατά παραγγελία δημοσκοπήσεις, που μεγάλη μερίδα των πολιτών ευλόγα υποθέτει ότι αποτελούν πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια, είναι ότι, σε αυτή την φάση, τα πυρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν στοχεύουν στα ίδια τα αποτελέσματα, αλλά στο σκάνδαλο. Καθώς, ενώ προφανώς αμφισβητείται εκ των πραγμάτων η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων που χαλάνε το αντιπολιτευτικό αφήγημα, το βάρος δεν ρίχνεται εκεί, τουλάχιστον όχι με τόση ένταση όπως π.χ. στην περίοδο των μνημονίων, και αυτό γιατί είναι εμφανές, ότι όσο και αν δεν αρέσουν τα αποτελέσματα, δεν υπάρχει κοινωνικό ρεύμα προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα, το βάρος ρίχνεται και πάλι στην στοχοποίηση του Μαξίμου ως σημείο παραγωγής διαφθοράς, σε μια προσπάθεια να συνεχιστεί ένα κλίμα φθοράς της κυβέρνησης το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει εν μέρει να καρπωθεί στις κάλπες, ως τιμωρητική και αντι-Μητσοτακική ψήφο. Επειδή όμως, ακόμη και αυτό είναι αμφίβολο ότι θα συμβεί σε βαθμό τέτοιο ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μπορέσει να ορίσει τις εξελίξεις, παράλληλα προχωρά και το σχέδιο των μεταγραφών, είτε από το ΜέΡΑ25 με δύο βουλευτίνες του να έχουν ήδη προσχωρήσει στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, είτε από τον παραδοσιακό χώρο του ΠΑΣΟΚ με σκάουτερς τους Α. Κοτσακά και Στ. Τζουμάκα.
Κανένα σχέδιο
Στις επερχόμενες εκλογές οι πολίτες θα καλεστούν να αποφασίσουν με τη λογική του μικρότερου κακού, σε μια στιγμή όμως που ο διπολισμός που στήνεται έχει τέτοια χαρακτηριστικά που καθιστούν ακόμη και αυτή την απάντηση δύσκολη. Επί της ουσίας κανένα από τα κυβερνητικά κόμματα δεν προωθεί κάποιο σχέδιο για την χώρα, πέρα από την διανομή του πακέτου ανάκαμψης. Προσοχή, όχι δεν προωθούνται κάποια εναλλακτικά σχέδια, αλλά δεν προωθείται εν γένει κάποιο σχέδιο, γιατί και τα δύο κόμματα είναι φανερό πως είναι έρμαια στα ίδια ξένα συμφέροντα για τα οποία θα υλοποιήσουν ό,τι παραγγελθεί, αλλά ακόμη και στα εγχώρια συμφέροντα που το καθένα εξυπηρετεί οι διαφορές είναι αμελητέες. Επομένως, εκείνο που προωθείται είναι ένας διπολισμός που βυθίζει τη χώρα και την κοινωνία σε πλήρη αποσάθρωση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την Ν.Δ. για διαφθορά, παρακολουθήσεις και έλεγχο των ΜΜΕ και εκείνη να απάντα πως περίπου τα ίδια συνέβησαν και στη δική του διακυβέρνηση και άρα οι διαφορές είναι μικρές, δεδομένης της πολιτικής σύμπτωσης, και εντοπίζονται κυρίαρχα στην αξιοπιστία των δύο κομμάτων.