Δικαίως μας στοιχειώνει αυτό το ανεπανάληπτο 61,31%. Διότι μαζί με τους Αγανακτισμένους του 2011-12 είναι ό,τι σημαντικότερο έχει συμβεί στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία, τόσο από πολιτική όσο και από ηθική άποψη.
Όμως υπάρχουν πολλοί που αμφισβητούν ότι η λαϊκή ετυμηγορία σήμαινε πραγματική ετοιμότητα για σύγκρουση. Αν ο λαός εννοούσε το «Όχι» –λένε– τότε γιατί ψήφισε μετά τον Τσίπρα; Γιατί δεν στήριξε τις δυνάμεις του «Όχι» (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ); Το ερώτημα μπορεί να φαίνεται εύλογο, βασίζεται όμως σε μια απλοϊκή πολιτειακή αντίληψη, ιδίως περί του τι είναι και τι δεν είναι λαός.
Ο λαός δεν είναι άθροισμα ατομικών θελήσεων – και μάλιστα σε έκτακτες συνθήκες σαν αυτές που ζούσαμε τότε. Για να το πως αλλιώς: ο λαός δεν είναι κοινωνιολογική έννοια. Είναι έννοια πολιτειολογική. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει «λαός» έξω από τη διαδικασία της πολιτικής του συγκρότησης, έξω από ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο και την οργανωτική του έκφραση.
Στις συνθήκες της συνήθους «δημοκρατικής κανονικότητας» το ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο είναι ο κατακερματισμός του λαού, η κατάτμησή του σε ένα ασυνάρτητο πλήθος που αποτελείται από μεμονωμένους πολίτες-άτομα, τα οποία αποκτούν μια ισχνή πολιτική υπόσταση μέσα από το άθροισμα των ατομικών ψήφων. Από το καλοκαίρι του 2011, που η κρίση του πολιτικού συστήματος άγγιξε κόκκινο, τα πράγματα πήγαν να λειτουργήσουν αλλιώς. Και από τις εκλογές του 2012 και μετά, είτε μας αρέσει, είτε όχι, ο λαός προσδέθηκε σιγά-σιγά σε μια συγκεκριμένη επιλογή πολιτικής συγκρότησής του, με συγκεκριμένο ηγέτη, τον Τσίπρα, και μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία μάχης, που ήταν η περιβόητη διαπραγμάτευση.
Και ενώ περάσαμε μέσα από διάφορες παλινωδίες, φάνηκε πως το δημοψήφισμα θα μπορούσε επιτέλους να είναι η ώρα της πραγματικής μάχης. Σ’ αυτή την πρόσκληση απάντησαν οι Έλληνες θετικά. Όταν όμως μετά απ’ αυτό ήρθε ο ίδιος ο ηγέτης, ως κεφαλή του λαϊκού σώματος, να κάνει πίσω, και –ακόμα χειρότερα– στις κρίσιμες εκείνες ώρες δεν εμφανίστηκε καμία εναλλακτική ηγεσία, ούτε μέσα ούτε έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που να διεκδικεί με όρους πραγματικούς να πάρει το τιμόνι στα χέρια της, τότε ο λαός διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Όπως ακριβώς συμβαίνει σε μια μάχη που καταλήγει σε άτακτη υποχώρηση. Ήταν σαν την τελευταία μάχη του Μπρέιβχαρτ, μόνο που εμείς εδώ περιπέσαμε στην περίπτωση της φάρσας, με προδότη τον ίδιο τον ήρωα-πρωταγωνιστή.
Φυσιολογικά λοιπόν οι πολίτες που στο δημοψήφισμα συμμετείχαν σαν λαός, σαν σώμα, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου είχαν πλέον μετατραπεί σε μια μάζα ατομικών ψηφοφόρων, που ο καθένας έκρινε με βάση τα όποια δεδομένα ισχύος είχε στη διάθεσή του. Άλλοι ψήφισαν με την κλασική λογική του «μικρότερου κακού» (να μη βγει η Δεξιά), άλλοι απείχαν, κάποιοι λίγοι ψήφισαν τους (κατά δήλωσή τους) εκπροσώπους του «Όχι». Ήταν η αφομοίωση της πανωλεθρίας.
Επειδή όμως σ’ αυτή τη χώρα –ίσως και παντού στον κόσμο– μετρά το ήθος περισσότερο από το αποτέλεσμα, γι’ αυτό, παρά την πολιτική ήττα, έχει σημασία ο αγώνας για κατανόηση αυτού που πραγματικά συνέβη τότε.