Για να μην παραστήσω τον γνώστη, θα πρέπει να πω ότι αν δεν υπήρχε η ιδιαίτερη σχέση μου με το νησί της Λέρου αλλά και η γνωριμία μου με τον Πέτρο Φούρναρη, ούτε εγώ θα γνώριζα τον ποιητή Δημήτρη Τσαλουμά.
Πριν από λίγο καιρό ήρθε στα χέρια μου μια εξαιρετική έκδοση. Πρόκειται για το τεύχος 39-40 του περιοδικού «Το κοράλλι» (Οκτώβριος 2023 – Μάρτιος 2024) με ένα πληρέστατο αφιέρωμα στον μεγάλο Λεριό ποιητή που διέπρεψε στην Αυστραλία, όπου θεωρείται από τους κορυφαίους ποιητές της.
Δεν είναι τα πολύ ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά κείμενα, αλλά και τα πολλά ποιήματα που περιλαμβάνονται στην έκδοση και μας βοηθούν να συλλάβουμε καλύτερα το έργο του.
Διότι, ό,τι κι αν γράψει κανείς για ένα ποίημα ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδώσει τη δύναμη που μπορεί να έχουν οι ίδιοι οι στίχοι του.
Αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές της έκδοσης που διακρίνεται και για την υψηλή αισθητική της.
Πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε σε αυτή την έκδοση του αφιερώματος για τον Δημήτρη Τσαλουμά;
Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια από το 2016, χρονιά που πέθανε ο Δημήτρης Τσαλουμας στη γενέτειρά του, το νησί της Λέρου. Στην Αυστραλία είχαν γίνει από τότε αρκετά λογοτεχνικά αφιερώματα πάνω στο έργο του, αλλά εδώ δεν είχε γραφεί σχεδόν τίποτα. Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα ενός εξ ολοκλήρου αφιερώματος στο έργο του. Θα ήταν σοβαρό ατόπημα, σκεφτόμουν, να μην δοθεί η ευκαιρία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό να γνωρίσει καλύτερα αυτόν τον ιδιαίτερο ποιητή που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ποίηση και μάλιστα σε δυο γλώσσες. Οι συνεργάτες μου και επιμελητές στην έκδοση ήταν σύμφωνοι. Πού να αναφέρομαι τώρα στις δυσκολίες που συναντήσαμε στην πορεία, οικονομικές και άλλες… Η ουσία είναι ότι το οργανωτικό μυαλό του ποιητή Γιάννη Πατίλη κι ο ενθουσιασμός του συγγραφέα και διευθυντή του περιοδικού «Κοράλλι», Κώστα Χατζηαντωνίου, έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα, ώστε να βγει ο τόμος-αφιέρωμα μετά από δυο χρόνια δουλειάς. Κάτι που θα μείνει, κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για μένα κι όχι μόνο…
Τι περιλαμβάνει το αφιέρωμα;
Πρωτίστως ποιήματα από τις συλλογές που εκδόθηκαν κατά καιρούς. Η ανθολόγηση έγινε από μένα και τον Γιάννη Πατίλη και χρησιμοποιήσαμε κυρίως τη συγκεντρωτική έκδοση των ελληνικών ποιημάτων του με τίτλο το «Ταξίδι» των Εκδόσεων Σοκόλη. Επίσης κρίναμε απαραίτητο να παρουσιάσουμε και ποιήματα από τις αγγλόγραπτες συλλογές, αλλά μόνο όσα είχε μεταφράσει ο ίδιος ο Δημήτρης στα ελληνικά. Αυτά τα τελευταία παρατίθενται στον τόμο και στις δυο γλώσσες. Το υπόλοιπο αφιέρωμα, πέρα από τα εισαγωγικά και μια εκτενή εργοβιογραφία, αναφέρεται σε κείμενα γραμμένα από τον ίδιο τον ποιητή που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και σε κριτικές Αυστραλών ακαδημαϊκών και σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων που μεταφράσαμε στα ελληνικά. Βεβαίως, δεν λείπουν και κριτικά κείμενα Ελλήνων και Γάλλων συνεργατών που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στον αφιερωματικό τόμο. Το βιβλίο κοσμείται από έργα τριών ζωγράφων-φίλων του Ποιητή: της Μαρίας Κοκκίνη, του Michael Winters και του Geoff Gowland. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το φωτογραφικό παράρτημα που παρατίθεται με χρονολογική σειρά στις τελευταίες σελίδες του αφιερώματος.
Εσείς πως γνωρίσατε τον ίδιο και το έργο του; Τι σας έκανε εντύπωση στην προσωπικότητά του;
Πρώτα γνώρισα τους στίχους του και μετά τον ίδιο. Το ποίημα «Ο άρρωστος μπαρμπέρης» ήταν η αφορμή να γνωριστούμε εδώ στη Λέρο, όπου ερχόταν κάθε Άνοιξη από την Αυστραλία, και αναπτύχθηκε από τότε, παρά την διαφορά της ηλικίας μας, μια βαθιά και μακρόχρονη φιλία. Όταν επικοινώνησα με τον ακαδημαϊκό Μίμη Σοφοκλέους στην Κύπρο για να του ανακοινώσω την πρόθεσή μου να ετοιμάσουμε το αφιέρωμα μου είπε ότι ήμουν πολύ τυχερός άνθρωπος που είχα φίλο μου τον Δημήτρη. Έχει δίκιο… Πραγματικά ο Δημήτρης ήταν πολύ γήινος χαρακτήρας και συνάμα από τους πιο πνευματικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Μια αντίφαση πολύ δημιουργική. Επικοινωνιακός και ταυτόχρονα εσωστρεφής, λάτρης των περιπάτων και των εκδρομών στην ύπαιθρο και ταυτόχρονα έγκλειστος του ποιητικού του σύμπαντος. Λάτρης του καλού φαγητού και της λογοτεχνίας. Αυτός ο διττός χαρακτήρας φαίνεται και στην ποίησή του…
Τι είναι αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει και γιατί δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα;
Ξεχωρίζει για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Θέλω να πω πως αν διάβαζα ένα ποίημα του ανάμεσα σε άλλα θα το αναγνώριζα αμέσως ως δικό του. Πατάει στην παραδοσιακή προσωδία, χρωματίζει έτσι με ειρωνεία και σάτιρα τους στίχους του. Επίσης η πολυσημία στη γραφή και η μουσικότητα είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά της ποίησης του που είναι μεν μοντέρνα αλλά δεν ξεπέφτει στον εξομολογητικό στίχο και την αυτοαναφορικότητα. Ακόμα κι εκεί που γράφει σε πρώτο πρόσωπο, το «εγώ» δεν έχει καμιά σχέση με τον ίδιο τον Ποιητή. Η απόσταση από τον τόπο που γεννήθηκε –γεωγραφική και χρονική– σχετίζεται πολύ με αυτά τα χαρακτηριστικά στην ποίηση του όπως αναφέρει κι ο ίδιος στο δοκίμιο του «The Distant Present / Το μακρινό παρόν», αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε αυτήν την απόσταση με τη νοσταλγία του μετανάστη, στην περίπτωσή του έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα «εσωτερικό» ταξίδι. Οι λόγοι τώρα που δεν είναι γνωστός στην Ελλάδα δεν μου φαίνονται διόλου περίεργοι. Ήταν αποκομμένος από το Πολιτιστικό Κέντρο της πρώτης του πατρίδας και, ως έναν βαθμό, από την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας, τουλάχιστον όσον αφορά τους ομοτέχνους του. Κανείς δεν ήξερε ότι ο Τσαλουμάς γράφει ποίηση, ούτε καν οι συμπατριώτες του, αφού αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η ίδια η γραφή κι όχι η φήμη. Τον ανακάλυψαν τυχαία σε ένα Reading και η δίγλωσση έκδοση της συλλογής «The Observatory / Το Παρατηρητήριο» απόσπασε αμέσως το βραβείο του καλύτερου βιβλίου της χρονιάς το 1983 από το Εθνικό Συμβούλιο Λογοτεχνίας της Αυστραλίας. Και αυτό δεν ήταν παρά η αρχή. Πάντα μου έλεγε πως και η τύχη έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να γίνει γνωστός στην Αυστραλία, αλλά νομίζω πως δεν τον βοήθησε και τόσο πολύ στην Ελλάδα.
Θα υπάρξουν επόμενες δράσεις για την ανάδειξη του έργου του;
Ευελπιστώ ότι θα γίνουν παρουσιάσεις του αφιερώματος στην Αθήνα, τη Ρόδο και τη Λέρο. Οποιαδήποτε άλλη δράση για να γίνει γνωστότερο το έργο του εδώ εξαρτάται από τα επίσημα λογοτεχνικά σωματεία και από το υπουργείο Πολιτισμού. Νομίζω ότι πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά ως χώρα ώστε να αναδεικνύουμε τα σημαντικά έργα των Ελλήνων όπου κι αν ζουν. Πολύ περισσότερο όταν έχουν κερδίσει τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών έξω από τη χώρα τους.