Αθόρυβα παπούτσια, για θορυβώδη βήματα

Εργάστηκα για πολλά χρόνια. Αρκετά σκληρά, παρ’ ότι λατρεύω αυτό που επέλεξα ως επάγγελμα. Από τις αγαπημένες μου συνήθειες υπήρξε η βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και στην ευρύτερη περιφέρεια της αγοράς. Πάντοτε τις Παρασκευές τα απογεύματα και συχνά τα πρωινά του Σαββάτου. Με τα πόδια, κάνοντας μια προσπάθεια ήπιας γυμναστικής, μια και οι ώρες καρφωμένος στην καρέκλα συσσωρεύουν με τα χρόνια κακά μαντάτα για το σώμα.
Μπορεί οι αγαπημένοι μου προορισμοί να ήταν βιβλιοπωλεία και δισκάδικα και οι «επενδύσεις» μου να αφορούσαν στα αγαθά αυτών των «οργανισμών», όμως δεν παρέλειπα τις επισκέψεις σε μαγαζιά ένδυσης, υπόδησης, ειδών σπιτιού και κιγκαλερίας, με έμφαση στην ανακάλυψη αμερικάνικων αγορών με ωραιότατα ρούχα από δεύτερο χέρι – διαφωνώ με την έκφραση, προτιμώντας το «από δεύτερο σώμα».
Κατά καιρούς οι παρέες μου ήταν συνήθως φίλοι, ρέκτες των δικών μου ενδιαφερόντων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις επισκέψεις καταστημάτων. Με πετροβολημένους σαν εμένα φίλους με την τζαζ, πλανάραμε τις διαδρομές μας στα δισκάδικα, που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις αναζητήσεις μας. Με βιβλιόφιλους προσπαθούσαμε να βρούμε τις καλύτερες τιμές, έστω και με μικρές εκπτώσεις που επιτυγχάναμε λόγω αναγνώρισής μας από τον βιβλιοπώλη εξαιτίας των τακτικών επισκέψεών μας στον «οίκο» του.
Φιλίες κάναμε με τους περισσότερους καταστηματάρχες, αλλά κυρίως επιδιώκαμε ιδιαίτερες σχέσεις με αυτούς των καταστημάτων ένδυσης. Ο λόγος είναι προφανής. Να αποσπάμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκπτώσεις. Κι όμως, πολλές φιλίες που ξεκίνησαν από τέτοιους ιδιοτελείς σκοπούς, κράτησαν για χρόνια και «εκτός εμπορίου».
Οι αχόρταγες επιθυμίες μας καλύπτονταν μέσα από χιλιόμετρα οδοιπορίας. Δεν υπάρχει δρόμος, δρομάκι, αδιέξοδο, στοά που δεν γνωρίζουμε. Αν κάναμε έρευνα αγοράς ή ρεπορτάζ θα μπορούσαμε να ήμασταν επιτυχημένοι συντάκτες στο ελεύθερο εμπορικό ρεπορτάζ περιοδικών που εκείνες τις εποχές αφθονούσαν στα περίπτερα.

Ώρες-ώρες πιστεύω ότι είμαι από αυτούς που με τον τρόπο τους συνέβαλαν στο να εμφανιστεί στους καταλόγους των καφέ ο εσπρέσο. Ώρες-ώρες πάλι σκέφτομαι τι κακό έχουμε κάνει και αυτό το εύγευστο ιταλικό είδος σερβίρεται στην Ελλάδα με τον, παγκοσμίως, αθλιότερο τρόπο και την εξωφρενικά απαράδεκτα υψηλή τιμή του. Καλύτερο από μένα δεν πίνω πια πουθενά και το κόστος του μου επιτρέπει να κάνω και κατάχρησή του.
Γνωρίσαμε όλα τα αξιοσέβαστα καφέ που μπορούσε κανείς να συναντήσει στις διαδρομές στο κέντρο της Αθήνας. Για να μην είμαι άδικος, δεν βαρυγκωμάω γιατί μπορεί να πλήρωσα ακριβά τρεις σταγόνες «στρέτο» σε κάποια καφέ. Το άξιζαν τουλάχιστον για τους υπέροχους χώρους τους.
Ναι αλλά «ουκ επ’ άρτου…» και ο δρόμος μάς οδήγησε σε μαγαζιά απείρου γευστικού κάλλους προς αναζήτηση του οίνου, του ούζου και τα τελευταία χρόνια του τσίπουρου.
Θαμώνες και πότες με επικέντρωση στο ιδιαίτερο, όχι το γκουρμέ φυσικά (μοιάζουμε για βλάχοι;) αλλά σε γεύσεις φορτωμένες με μνήμες.

Για χρόνια με απασχόλησε σοβαρά η έννοια της λέξης «αγορά». Υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Ο καθένας δίνει και από μια κατά το δοκούν.
Οι Τούρκοι διαθέτουν μια λέξη που κατά τη γνώμη μου εκφράζει καλύτερα την έννοια και είναι η λέξη «αλισβερίσι», εκ του «αλίς» που σημαίνει λαβείν και «βερίς» που σημαίνει το αντίστοιχο ελληνικό «δούναι». Αυτό που εννοούσαν και έπρατταν, φυσικά, στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και οι πρόγονοι. Συναλλάσσομαι και ανταλλάσσω. Ακούω και καταθέτω απόψεις και ιδέες. Γνωρίζω και με αναγνωρίζουνε. Συμμετέχω, είμαι ενεργός, δεν «ιδιωτεύω». Δεν μπερδεύω πια την αγορά με το εμπόριο. Δεν με ενδιαφέρουν οι τρόποι που επιλέγει το «μάρκετινγκ» για να μου πει πόσο βλάκα μπορεί να με κάνει. Δεν χρειάζεται μυαλό για να καταλάβεις ότι ο καφές πρέπει να έχει γεύση καφέ και όχι αμύγδαλου ή φουντουκιού. Μου άρεσε, όμως, να αγοράζω τσιγάρα από το περίπτερο της γειτονιάς μου, ζητώντας τα ως είδος και όχι με τη μάρκα που καπνίζω, αφού ο περιπτεράς μου το ξέρει καλύτερα κι από μένα. Αυτήν την αγορά λάτρεψα και έζησα. Παρασύρθηκα, είναι αλήθεια, συχνά από μανία καταναλωτισμού. Δεν αναγκάστηκα όμως ποτέ από τίποτα κι από κανένα τρικ του μάρκετινγκ.
Συνάντησα τη ζωή των ανθρώπων και έμαθα να ξεχωρίζω τις προθέσεις για επικοινωνία ή για το κέρδος. Έζησα τη ζωντάνια της πόλης και τον ύπνο της μέχρι να ξεκινήσει μια καινούρια μέρα. Ποτέ η ίδια, έστω κι αν έμοιαζε να είναι. Χαμένη ή κερδισμένη από τον προσωπικό μας λογαριασμό.

Κρίση. Πρέπει να είχε αρχίσει να ακούγεται όλο και πιο συχνά η λέξη. Μου αρέσει να ρέω στο χρόνο. Σπάνια θυμάμαι ημερομηνίες. Πιστεύω ότι ήταν μέσα στο 2008. Μην το δέσετε, μπορεί και το 2009. Παρασκευή απόγευμα οδοιπορώ στο κομμάτι της Αιόλου, εκεί απ’ όπου πρέπει να διαλέξεις, αν θα συνεχίσεις ευθεία ή θα πας αριστερά προς την Αγίου Μάρκου. Είναι ένα κανονικό απόγευμα μιας Παρασκευής από τις εκατοντάδες που κάνω αυτήν τη διαδρομή. Από την άκρη του δρόμου βλέπω σχεδόν το σημείο που η Αγίου Μάρκου συναντά την πρώτη της κάθετη. Εκεί που άλλοτε δεν μπορούσε να φθάσει το μάτι από τον κόσμο που κυκλοφορούσε. Κατηφορίζω προς την Αγία Ειρήνη. Δεν τρακάρω με κανέναν κι ούτε χρειάστηκε να παραμερίσω για να αποφύγω κάποιον αφηρημένο. Ακούω τα βήματά μου σε ένα δρόμο που ποτέ άλλοτε δεν μου είχε συμβεί. Σε όλη τη διαδρομή δεξιά κι αριστερά τα μαγαζιά στέκουν σαν άδεια δοχεία. Με τις κενές τζαμαρίες τους σαν μάτια σαστισμενα. Θλιβερά και εγκαταλειμμένα.
Αρχίζω να αισθάνομαι την κρίση, όχι μόνο ως οικονομική βλάβη.

Η πόλη άρχισε να μαραζώνει. Δεν μπορεί πια να κρύψει την ασχήμια και την εγκατάλειψή της. Ο κόσμος λάκισε. Έχει αρχίσει η απόγνωση και έχει χαθεί η χαρά της παρουσίας ζωής στην πόλη. Σπάνια και μόνο από ανάγκη επισκέπτομαι πλέον το κέντρο και δεν φαντάζομαι για πόσο ακόμα.

* Ο Δημήτρης Θ. Αρβανίτης είναι γραφίστας
και «περιστασιακός» συγγραφέας.
Αρθρογράφος σε περιοδικά και υπεύθυνος
των εικόνων social design στον Δρόμο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!