Κάθε καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη είναι και μια ευχάριστη έκπληξη. Εξαίρεση δεν αποτελεί και η «Μισή καρδιά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος. Υποδόριο χιούμορ, εξαιρετική αφήγηση, βαθύτατα νοήματα – αλλά χωρίς σοβαροφάνεια. Ο Σωτάκης δεν «λογοτεχνίζει». Γράφει λογοτεχνία.
Τα βιβλία του δεν είναι από εκείνα που άλλοι συνάδελφοί του γράφουν λες και βλέπουν τους εαυτούς τους υποψήφιους για μια βραχεία λίστα κρατικών ή άλλων βραβείων. Είναι γραμμένα με γνώση, ταλέντο, φαντασία και… κέφι.
Πού πάει και τα βρίσκει αναρωτιέμαι κάθε φορά κι απάντηση δεν βρίσκω.
Και μπορεί να σε πείσει ως γνήσιος παραμυθάς ότι ο ένας ήρωάς του τρώει έναν Ρουμάνο, ο άλλος έχει έναν υπηρέτη που τον υποκαθιστά και το πιο τρελό, στο τελευταίο βιβλίο, ο ήρωας συναντά τον εαυτό του!
«Είμαι ένας άνθρωπος μέσα στο πλήθος, διασχίζω τους δρόμους αυτής της πόλης παρατηρώντας το σώμα μου να γερνάει και ζώντας με τον συμβατικότερο τρόπο που θα μπορούσε να επινοήσει το σατανικότερο μυαλό», λέει στην αρχή του μυθιστορήματος ο ήρωάς του ο οποίος στα νιάτα του υπήρξε ζωγράφος, όμως τα άφησε όλα πίσω για να ζήσει αυτή τη ζωή όπου όλα μοιάζουν τακτοποιημένα. Μια καλή σύζυγος κι ένας γιος έξυπνος και – όπως πρέπει να είναι ένας γιος. Τίποτα δεν ξεφεύγει από τη ρουτίνα μέχρι που μια μέρα σε μια φωτογραφία από ένα μπαρ αναγνωρίζει τον εαυτό του! Το πρόβλημα είναι πως δεν ήταν εκεί.
Τι άραγε να συμβαίνει; Ένας σωσίας; Αρχίζει να ψάχνει και να συχνάζει στο μπαρ μέχρι που συναντιέται με τον όμοιό του. Μόνο που δεν είναι σωσίας, αλλά ο ίδιος ο εαυτός του. Ή μάλλον η καλλιτεχνική εκδοχή του που ποτέ δεν άφησε τη ζωγραφική, συνεχίζει να ζει με τον πρώτο του έρωτα και ετοιμάζει μια μεγάλη έκθεση.
Μετά την αρχική επιθετική του συμπεριφορά, γίνεται φίλος με τον… εαυτό του και αρχίζει να συχνάζει κρυφά από τη γυναίκα και τον γιο του στο εργαστήριο, δίνοντάς του μάλιστα ιδέες για τους πίνακες.
Δεν θέλω χαλάσω το σασπένς, οπότε σταματώ εδώ την αφήγηση. Με έναν παράξενο ρεαλισμό με τον οποίο αφηγείται ο Σωτάκης, από ένα σημείο και μετά η τόσο σουρεαλιστική αυτή ιστορία μοιάζει όλο και πιο αληθινή.
Είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα το οποίο μέσα από μια τόσο διαφορετική οπτική μιλά για τις χαμένες επιλογές μας. Πόσες φορές δεν έχει σκεφτεί ο καθένας από εμάς «τι θα γινόταν αν;». Ο συγγραφέας δίνει τις δικές του απαντήσεις. Για κάθε τι που κερδίζουμε κάτι χάνουμε. Το ζήτημα είναι αν δεχόμαστε να πληρώσουμε το τίμημα…
Άσχετο από το βιβλίο, αλλά ενδιαφέρον το σχόλιό του στο τέλος αυτής της συνέντευξης για το πώς παρουσιάζονται τα όσα συμβαίνουν στη Σαγκάη, καθώς ο Δημήτρης Σωτάκης είναι βαθύς γνώστης της χώρας αυτής ενώ γνωρίζει και τη γλώσσα της.
«Όλοι οι άλλοι μου εαυτοί, μάλλον είναι μέρος του βασικού, του ορατού»
Πώς προέκυψε αυτή η παράξενη ιδέα του βιβλίου;
Κάθε φορά που ξεκινάω τη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου, υπάρχει ένας κύριος άξονας που καθορίζει το κείμενο. Αυτή τη φορά ήταν η επιθυμία μου να γράψω κάτι για τους ανθρώπους που δεν κατάφεραν να κάνουν αυτό που πάντα ήθελαν στη ζωή τους, για μια ζωή που χάθηκε. Πόσες φορές μάς έχει τύχει να βρισκόμαστε με μια παρέα, να πίνουμε κάτι και κάποιος να πει εξομολογητικά «Εγώ άλλο ήθελα να κάνω στη ζωή μου, είχα άλλα όνειρα!». Γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι γραμμένο το βιβλίο.
Κινείσαι σε έναν κόσμο μιας παράξενης φαντασίας έχοντας δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό ύφος. Ποιες είναι οι ρίζες αυτής της διαδρομής;
Θεωρώ ότι όλα πηγάζουν από κάτι εσώψυχο και από την οπτική μου για τη λογοτεχνία γενικά, πάντα πίστευα ότι ένα μυθιστόρημα ήταν ένας ασφαλής δρόμος, ένας τρόπος για να δραπετεύσω από τη ζωή μου, από μια μέτρια καθημερινότητα. Σε αυτόν τον νέο φανταστικό, λοιπόν, κόσμο, θα πρέπει να συμβαίνει κάτι απολύτως αλλόκοτο και αλλοιωμένο σε σχέση με την πραγματικότητα.
Ο δικός σου «άλλος εαυτός» πού λες να βρίσκεται;
Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί εαυτοί και όχι ένας. Σαφώς και έχω κάποιες δεύτερες σκέψεις για επιλογές μου, για πράγματα που χάθηκαν, ενώ μπορούσα να τα είχα ακόμα, μα απ’ την άλλη σκέφτομαι, αφού έγινε ό,τι έγινε, οποιαδήποτε άλλη σκέψη είναι μάταιη. Συνεπώς όλοι οι άλλοι μου εαυτοί, μάλλον είναι μέρος του βασικού, του ορατού.
Είσαι από τους πιο μεταφρασμένους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Πόσο δύσκολο είναι γενικά να φτάσει η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό;
Δύσκολο, δυστυχώς. Είμαστε μόνοι μας, απροστάτευτοι και χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια. Στη δική μου περίπτωση όλα πήγαν καλά και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, όμως γενικά, η έλλειψη στρατηγικής από επίσημους φορείς και η αδιαφορία του κράτους για τη λογοτεχνία μάς έχουν φέρει σε θέση να είμαστε μία από τις πιο δυσκίνητες χώρες σε αυτό το ζήτημα.
Έχεις πολλούς δεσμούς με την Κίνα. Πιστεύεις πως η εικόνα της που παρουσιάζεται με αφορμή την πανδημία είναι παραπλανητική;
Είναι σίγουρα παραπλανητική. Σαφώς και η κατάσταση ήταν δύσκολη, σαφώς και υπάρχουν προβλήματα, όμως αυτό απέχει από την εικόνα που παρουσιάζεται στον Τύπο. Ειδικά στην Ελλάδα, τα περισσότερα μέσα είναι υστερικά και προσεγγίζουν τα πάντα με έναν μεγάλο θόρυβο, χωρίς την πραγματική γνώση των γεγονότων. Στην περίπτωση της Σαγκάης, τα ελληνικά μέσα –ευτυχώς όχι όλα– αναπαρήγαγαν δελτία τύπου από την Αμερική, χωρίς να ελέγξουν την αξιοπιστία τους.