Η σχεδιασμένη και απελπιστική σιωπή
Πώς εξηγείται η σχεδόν απόλυτη Σιωπή αυτού που (γενικολογώντας) ονομάζουμε «Κίνημα»; Δεν εννοώ την μη εκδηλωτικότητα αλλά τη βαθύτατη πολιτική ακινησία. Πιθανόν η σιωπή, η ακινησία να σημαίνει ότι το σύνθημα έγερσης δεν έχει την πολιτική δύναμη να συμπυκνώσει τον καημό και τη στιγμή, ή ότι οι μάζες εξαντλημένες δεν αντέχουν να εκλογικεύσουν την ίδια τους την οδύνη, ή ότι η παραγόμενη πολιτική των ελίτ είναι πολύ «αποτελεσματική», ώστε να εξουδετερώνει τη λαϊκή απόγνωση, να αφομοιώνει τις αντιστάσεις, να εκτρέπει ή να αισθητικοποιεί την οργή: Η πόζα ακτιβιστή είναι αρεστή σε πολλά εστιατόρια με σούσι, πόσο μάλλον στη πολιτική σκηνή που τους μοιάζει.
Ενδεχομένως η ακινησία να εγκαθίσταται από τα μέσα πολιτικής σύγκρουσης που είναι εξαιρετικά προβλέψιμα στον κλασικισμό τους, εξαιρετικά ανενεργά και εξαντλημένα από τις καταχρήσεις κι έτσι το σύστημα περνάει ό,τι επιλέγει, αφού ελέγχει τη βεντάλια των αντιδράσεων. Όντως. Οι κινητοποιήσεις, συχνά, περισσότερο μοιάζουν με γραφειοκρατικές τελετουργίες παρά ως εξάρσεις που έχουν εντός τους συμπυκνωμένο το πολιτικά εκλογικευμένο δίκαιο. Και όταν μια φόρμα (διοικητική, κινηματική, πολιτική, κομματική, καλλιτεχνική, θεωρητική κ.λπ.) απογυμνώνεται από τα περιεχόμενα που την παρήγαγαν, τότε όχι μόνο δεν συγκεφαλαιώνει τις πολιτικές αναμορφώσεις, αλλά αντίθετα απογυμνώνει την πολιτική εκφώνηση από τον στοχασμό που την εγείρει, από τις νοηματοδοτήσεις που την κάνουν κοινωνικά ενεργό.
Αλλά πώς έχει φτάσει το εργασιακό δικαίωμα, η εργασιακή επιθυμία, η εργασιακή κουλτούρα και ό,τι αυτή συμπυκνώνει, να μην παράγει δομημένο δίκαιο (έστω και διωκόμενο θεσμικά) να μη συγκροτεί εκφραστικά πολιτικά πυκνώματα; Πώς έφτασε το «δίκιο του εργάτη» να συγχέεται στον κοινό νου, με μια απεχθή συντεχνιακή ιδιοτέλεια, να συνδέεται με το «άδικο» του πολίτη (του εργάτη ως ιδιώτη, ως πολίτη); Και ακόμα, γιατί η εργασιακή πολιτισμική ταυτότητα και η ταξική αυτοκατανόηση, δεν διαμορφώνουν στο ελάχιστο, τις πολιτικές συμπεριφορές, την συνείδηση, την πολιτική εκφώνηση, την κομματική εκφραστικότητα του πολίτη; Και όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο; Και αυτό το συνειδησιακό έλλειμμα, οι χαμηλές ποιότητες ταξικής αυτοσυνειδησίας, συντελούν στη σιωπή, στην παράλυση; Είναι τόσο λόγια, η αιτία της σιωπής;
Είναι σίγουρο ότι έχουν αποδομηθεί όλες οι, ούτως ή άλλως, ρηχές και μεταχειρισμένες, ιστορικές αναφορές (εμβληματικά πρόσωπα, ιστορικά γεγονότα, μεγάλα κείμενα κ.λπ.) με τις οποίες κατανοούσε ο πολίτης, ιδίως ο αριστερός, τον εαυτό του εντός της Ιστορίας. Επίσης, έχουν αποδομηθεί οι άξονες με τους οποίους κατανοούσε και το Παρόν ως την κραταιά έννοια του νεωτερικού χρόνου, ως ενεστωτική εκφορά της Ιστορίας να κατανοεί τον εαυτό του ως ρήγμα μιας νοσηρής συνέχειας. Δηλαδή ο πολίτης δεν «ακούει» πλέον την στιγμή, γιατί δεν έχει «βοηθήματα». Δεν διαθέτει ή έχει διαγράψει, εκκαθαρίσει την εμπειρία, τα διαβάσματα, το ηθικό υπόστρωμα, την κατάλληλη οργανωσιακή δομή ώστε να ανασυγκροτήσει την ακατέργαστη αντιπαλότητα προς το σύστημα, σε κάτι πιο βαθύ, εκλογικευμένο και διαρκές: Την ανατρεπτική ορθολογικότητα, την ολιστική κατανόηση της αρχιτεκτονικής του συστήματος. Η επαναστατική πράξη είναι χειρονομία μέγιστου ορθολογισμού και ο σημερινός πολίτης είναι μέρος ενός ανορθολογικού αυτοεκμηδενισμού.
Εφόσον, λοιπόν, έχουν καταρρεύσει σταδιακά όλα τα ερμηνευτικά πρωτόκολλα, τότε ο νέος πολίτης βρίσκεται σιωπηλός, αιωρούμενος στο σταυροδρόμι, ψάχνει πινακίδα, τοπόσημο, σημάδι να προσανατολιστεί, να βρει κώδικες πολιτισμικής και υπαρκτικής αυτοσυνειδησίας. Είναι λογικό ότι αφού του λείπει ο προσανατολισμός και η αναλυτική ικανότητα, ανατρέχει είτε στη μνήμη, ως υποκατάστατη κατηγορία της κριτικής σκέψης είτε στην ηθική ως υποκατάστατη έννοια του συλλογικά ρυθμισμένου συμφέροντος.
Δύσκολο: Ο πολίτης αναχρονοποιεί με διαφορετικούς όρους απ’ αυτούς που του υπέβαλλε η μέχρι τώρα εμπειρία του, η γραμμή παραγωγής ή το αναπτυξιακό ιδεώδες. Και αυτό αλλάζει όλες τις αξιωματικές.
Η καταστροφή της οικονομικής και εργασιακής ταυτότητας αποπροσανατολίζει αντί να προσανατολίζει, όχι μόνο μπερδεύοντας την παραδοσιακή πολιτική χωροταξία αλλά συγχέοντας τις έννοιες και τις αξιωματικές του χρόνου, δημιουργώντας πολιτικούς στροβίλους: Η μεθοδευμένη από μια αδίστακτη πολιτική ελίτ, παρεκτόπιση του λαϊκού αποταμιευτή στην θέση του ανεκπαίδευτου επενδυτή το 2000 με την χρηματιστηριακή πλεκτάνη, δεν διέστρεψε μόνο την παραγωγική αγωγή αλλά αναδιέταξε τις έννοιες του χρόνου, των αποτιμήσεων του χρόνου. Εννοώ ότι αφού ο πολίτης πλάστηκε για πολλά χρόνια (με ιδιαίτερη μάλιστα, ένταση κατά τον μετεμφύλιο) μέσα στο εργασιακό ιδανικό, μέσα στο ιδανικό της «φιλοπρόοδης κανονικότητας», της νοικοκυρίστικης ανόδου ενσωμάτωσε απλοϊκά την παράδοσή του, ως τμήμα ενός αφηγήματος του δογματικού ιστορικού εξελικτισμού. Δηλαδή βαθμολογούνταν πάντοτε τα μεταγενέστερα ως «καλύτερα» από τα προγενέστερα, είτε αυτό αφορά το βιομηχανικό προϊόν, είτε την αισθητική, την ποιότητα της δημοκρατίας, την ένοικη ζωή, την εθιμοτυπία- ευρύτερα την στάθμη ζωής. Όλα υπακούουν στο δογματικό κανόνα του εξελικτισμού που επέκτεινε και ηθικοποίησε ο μοντερνισμός. Αφού διαμορφώθηκε, λοιπόν, ένα ηγεμονικό μοντέλο ανελισσόμενης κλίμακας, τώρα που αποδομείται και υποστρέφει (η οικονομική καταστροφή αυτό είναι), τώρα ακριβώς ο πολίτης όχι μόνο χάνει τις κλίμακες (της κάρπωσης του καταναλωτικού προϊόντος ως αυτό που διαβαθμίζει το αγαθό) αλλά χάνει τις κλίμακες του χρόνου μέσα απ τις οποίες κατανοεί τον εαυτό του μέσα από τις οποίες κατανοεί την εργασιακή του ταυτότητα, την παράδοσή του, την ταξική του συνείδηση. Ο πολίτης, με τους νέους όρους, γίνεται μωρό αμνήμον, ένα πλάσμα άβουλο και απροστάτευτο, μαλακό, έκπληκτο στα αμετάφραστα- σήματα. Για παράδειγμα ο πολίτης στον κλασικό ελληνικό μεταπολεμικό καπιταλισμό, αποταμίευε «για να έχει κάτι τη δύσκολη ώρα ή στα γεράματα ή για να αφήσει στα παιδιά του». Μείωνε το παρόν του προς χάριν του μέλλοντος. Αξιολογούσε το μέλλον ως σημαντικό και για χάρη του απομείωνε, τις καταναλωτικές ποιότητες του παρόντος. Ο σημιτικός μεταμοντερνισμός, υπέβαλλε στον πολίτη κάτι άλλο: «Δανείσου για να περάσεις καλά τώρα που είσαι νέος και τα πληρώνεις σιγά-σιγά μέχρι τα γεράματα. Αξιολόγησε δηλαδή αλλιώς. Υπερέβαλλε, υπερεκτίμησε το παρόν θεωρώντας το μέλλον ως δεδομένο. Βιολογικοποίησε τον παραγωγικό χρόνο. (Την ίδια απλούστευση την βλέπουμε στα πεδία της τέχνης. Η σύγχρονη τέχνη είναι αυταξία μόνο από την επίκληση της συγχρονίας κι όχι με την επίκληση της ποιότητας ή του βάθους ή της δύναμης τις λοιπές κατηγορίες της αισθητικής).
Η μετακίνηση αυτή, σε άλλες αξιολογικές κλίμακες του χρόνου, είχε την βοήθεια της δανειολειψίας που έκανε δυνατό το παν, αλλά πάταγε σε μια θεμελιώδη ώση: Την επηρμένη σχέση με το θάνατο. «Δικαιούμαι το άπαν ΤΩΡΑ». Έτσι διδάχτηκε ο πολίτης. Σ’ αυτό συνέβαλε και η αριστερά με τον αβαθή πολιτικά διεκδικητισμό και εργατισμό ή με την υιοθέτηση του κρατικού πατερναλιστικού προστατευτισμού ως της μόνης μορφής Δημοσίου.
Τώρα που εξέλειπαν αυτές οι γεωμετρίες χρόνου και υλικής επιβεβαίωσης, τώρα ο πολίτης σκάει. Δεν είναι τίποτα, δεν πατάει πουθενά. Οι νέοι μηχανισμοί εξεικόνισης και αυτοκατανόησης του προλεταριάτου είναι εξαιρετικά παραποιητικοί. Πιθανόν αυτές οι σκέψεις που εκθέτω και μια τέτοια πολιτισμική εξήγηση της εγερτικής αφλογιστίας που περιγράφω, να αγγίζουν τα αίτια της σιωπής.
* O Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος,
αν. καθηγητής ΕΜΠ [email protected]