Παρακολουθώ χρόνια το έργο του Δημήτρη Μακρή και σίγουρα έπαιξε ρόλο και η κοινή μας καταγωγή από τα Καστέλλια της Παρνασσίδας. Βεβαίως θυμάμαι ακόμη τη μεγάλη εντύπωση που έκαναν οι ταινίες του όπως το «Φράγμα» και η «Καγκελόπορτα». Ειδικά η δεύτερη υπήρξε η πρώτη ταινία που έπεσε θύμα της λογοκρισίας στη Μεταπολίτευση.
Πριν από μερικά χρόνια είδα και το ντοκιμαντέρ του «Αγγελόπουλος- ταξίδι στην ιστορία» που θεωρώ πως ήταν μια πολύ καίρια προσέγγιση του έργου του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη.
Όμως στην τελευταία επέτειο του Πολυτεχνείου βρέθηκα σε σχολείο του Χαλανδρίου να παρακολουθώ το «Εδώ Πολυτεχνείο». Αν και το είχα δει δυο-τρεις φορές και στο παρελθόν, ομολογώ πως μου έκανε τεράστια εντύπωση το πόσο σύγχρονο είναι. Κι ακόμη περισσότερο η επίδραση που είχε στα νέα παιδιά. Ήταν κάτι που –ομολογώ– δεν το περίμενα.
Σε όλες μας τις συναντήσεις τα τελευταία χρόνια με τον Δημήτρη Μακρή μου έκανε η εντύπωση η «νεανικότητά» του. Οι συνεχώς καινούργιες ιδέες ενός ακούραστου δημιουργού.
Λίγοι γνωρίζουν ότι ως παραγωγός βρίσκεται πίσω από τη μεγάλη επιτυχία της βραβευμένης ταινίας «Τσίου» που υπήρξε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του ηθοποιού και ανεξάρτητου σκηνοθέτη Μάκη Παπαμητράτου, που τώρα ανεβαίνει και στη θεατρική σκηνή μετά από πρωτοφανή επιτυχία μέσω προβολών στο διαδίκτυο.
Ο ίδιος ο Δημήτρης Μακρής, με χαμηλό μπάτζετ και με προσωπικό μόχθο γύρισε το «Περί έρωτος λόγοι – Συμπόσιο του Πλατωνα», το «Αλκιβιάδης, ο ατίθασος μαθητής του Σωκράτη» και την «Απολογία του Σωκράτη».
Σε πρόσφατο αφιέρωμα του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου της Αθήνας, παρουσίασε και μια σύντομη εκδοχή της δουλειάς του πάνω στον Σωκράτη με τις «Άχνες του Making of της Απολογίας».
Τον Αύγουστο του 2022 κυκλοφόρησε και το βιβλίο του «Ήχος, κάμερα, κλακέτα – Η ζωή μου χωρίς μοντάζ» από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ.
Με αυτή την αφορμή την έκδοση του βιβλίου, αφού βυθίστηκα στις συναρπαστικές σελίδες του –ένα ντοκουμέντο για την ιστορία (και) του κινηματογράφου– συναντηθήκαμε και πάλι στο σπίτι του στα Εξάρχεια, λίγο πριν φύγει για τα αγαπημένα του Κύθηρα και είχαμε μια μεγάλη συζήτηση, όπου -λόγω χώρου- ένα μικρό μέρος μπορώ να μεταφέρω εδώ.
«Το βιβλίο γεννήθηκε γιατί υπήρξε η πανδημία, αλλιώς δεν θα έγραφα κανένα βιβλίο. Δεν θεωρούσα πως είμαι ικανός να γράψω λογοτεχνικά. Τα σενάρια είναι ένα είδος εργαλείου του σκηνοθέτη. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό από τη λογοτεχνία»
Πώς προέκυψε το βιβλίο;
Το βιβλίο γεννήθηκε γιατί υπήρξε η πανδημία, αλλιώς δεν θα έγραφα κανένα βιβλίο. Δεν θεωρούσα πως είμαι ικανός να γράψω λογοτεχνικά. Τα σενάρια είναι ένα είδος εργαλείου του σκηνοθέτη. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό από τη λογοτεχνία.
Το έγραψα γιατί έτυχε να έχω κενό χρόνο – που συνήθως δεν έχω γιατί μόλις γυρίσω ένα φιλμ σκέφτομαι αμέσως το επόμενο.
Καθόμουνα λοιπόν κι έγραφα την ιστορία της ζωής μου περισσότερο για τα εγγόνια και τα παιδιά μου – που δεν ξέρουν ελληνικά και δεν μπορούν να καταλάβουν. Σκέφτηκα πως ο πατέρας κι ο παππούς τους θα τους είναι κατά κάποιον τρόπο άγνωστος.
Με διασκέδαζε το γράψιμο γιατί ήμουν στα Κύθηρα αποκλεισμένος και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, εξαιτίας της πανδημίας.
Όταν το τέλειωσα, επειδή δεν εμπιστευόμουν να το κάνω ο ίδιος το έδωσα για να το μεταφράσει στη καθηγήτρια Gilda Tentorio του Πανεπιστημίου του Μιλάνου.
Όταν το διάβασε μου είπε «αυτό πρέπει να δημοσιευτεί». Της είπα να κάνει ό,τι νομίζει κι εκείνη το έδωσε στις εκδόσεις Argo που εδρεύουν στο Λέτσε και τελικά το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ιταλικά με τον τίτλο «Carosello dietro le quinte – memorie di un regista» (Τα παρασκήνια των «Καροζέλο» – αναμνήσεις ενός σκηνοθέτη).
Στη συνέχεια μετά από προτροπή του φίλου μου Βασίλη Φλώρου, το έδωσα στον εκδότη Γρηγόρη Πλαστάρα των εκδόσεων ΟΤΑΝ και κυκλοφόρησε και στα ελληνικά».
Μέσα στο βιβλίο περιγράφετε όλη την πορεία σας στον κινηματογράφο. Πώς ξεκίνησε η αγάπη αυτή;
Πρώτα απ’ όλα ως θεατής. Θυμάμαι ακόμη που είδα τον «Κλέφτη των ποδηλάτων» όρθιος στο Παλλάς ή το «La Strada» στο Αλάσκα… Γράφτηκα μετά στη ταινιοθήκη και μου ήρθε πως θα ήθελα να κάνω κι εγώ ταινίες. Με μια γνωριμία από τον θείο μου έφτασα στον Βασίλη Γεωργιάδη που μόλις είχε τελειώσει τους «Άσους των γηπέδων» και δεν έκανε κάτι εκείνη την περίοδο. Αυτός με σύστησε στον Φίλιππα Φυλακτό κι έτσι έγινα βοηθός. Εκεί γνώρισα και τον Θανάση τον Βέγγο που δούλευε στο πλατό αλλά έπαιζε κιόλας.
Έβλεπα όμως παράλληλα ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, εγγλέζικο, αμερικάνικο κινηματογράφο κι ήθελα να πάω έξω να σπουδάσω.
Δύσκολα πείστηκε ο πατέρας μου και το αρχικό σχέδιο ήταν να πάω στη Γερμανία όπου υπήρχαν συγγενείς κι έτσι άρχισα να μαθαίνω και Γερμανικά. Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα που τελικά βρέθηκα στην Ιταλία, στη Ρώμη – όπου προτιμούσα εξαρχής να πάω. Περιγράφω όλη αυτή την ιστορία στο βιβλίο. Κι ό,τι λέω έγινε ακριβώς έτσι!
Εκεί στη Ρώμη κάποια στιγμή, ήρθε και με βρήκε ο Σούλης Γεωργιάδης και μου πρότεινε να πάω στο Μιλάνο για να γυρίζουμε Καροζέλι. Αντέδρασα αρνητικά στην αρχή, δηλώνοντας πως «δεν με ενδιαφέρει να κάνω θέαμα για διαφήμιση»
Πολλοί θα αναρωτιούνται τι είναι αυτά τα «Καροζέλι» -καρουζέλ…
Ούτε εγώ γνώριζα στην αρχή, καθώς δεν είχα τηλεόραση. Μου εξήγησε ο Γεωργιάδης –και το διαπίστωσα μετά κι ο ίδιος– πως είναι μικρές ιστορίες, γραμμένες από καταξιωμένους σεναριογράφους, όπου υπήρχε και αναφορά στο προϊόν. Κατείχαν την πρώτη θέση σε θεαματικότητα, και τα γύριζαν σκηνοθέτες όπως ο Μπολονίνι, ο Παζολίνι, ο Φελίνι κ.ά., ενώ συχνά πρωταγωνιστούσαν μεγάλοι ηθοποιοί (μια γεύση από καροζέλι εδώ: www.youtube.com/watch?v=669O1tsJBGU&ab_channel=rendartepiaz).
Συμφώνησα και δούλεψα για χρόνια εκεί, αποκομίζοντας πολύτιμες εμπειρίες. Εκεί συναντηθήκαμε και με τον Ντάριο Φο, με τον οποίο αργότερα γύρισα την «Απαγωγή του Φανφάνι».
Όμως δεν μείνατε στα Καροζέλι…
Όντως. Συμμετείχα σε κινητοποιήσεις εναντίον της δικτατορίας και με το φοιτητικό κίνημα του Μιλάνο είχαμε ιδρύσει μια εταιρεία παραγωγής με την οποία γυρίζαμε όλες τις διαδηλώσεις που κάναμε τότε ενάντια στη Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση.
Με αυτή την ομάδα γυρίσαμε το ντοκιμαντέρ για τη Καταστροφή του Σεβέζο, το χειρότερο ίσως βιομηχανικό δυστύχημα που με τη διαρροή της διοξίνης θεωρείται υπεύθυνο για χιλιάδες θανάτους…
Για τις προβολές των ταινιών με την ομάδα που λεγόταν Παλατσίνα Λίμπερτι δεν μπορούσαμε να βάλουμε εισιτήριο και βρήκαμε άλλους τρόπους για να συγκεντρώνουμε πόρους, μέσα από την εγγραφή μελών και την έκδοση ταυτοτήτων. Φτάσαμε να εκδώσουμε 60 χιλιάδες τέτοιες ταυτότητες.
Οι ταινίες παίζονταν σε χώρους εναλλακτικούς: Σε εργοστάσια, σε νοσοκομεία, σε πλατείες αλλά ακόμη και σε ένα πρωτοποριακό Ινστιτούτο για την Ψυχική Υγεία στη Τεργέστη.
Όταν παίχτηκε το «Εδώ Πολυτεχνείο» εκεί κι έβλεπα αυτούς που τους έλεγαν τρελούς να χειροκροτούν, αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη ψυχική ικανοποίηση και αποζημίωση για όλη τη δουλειά που είχαμε κάνει.
Το «Εδώ Πολυτεχνείο» γυρίστηκε όλο στην Ιταλία, στο Μιλάνο κι είναι ένα είδος ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας, που εξακολουθεί να συγκινεί. Είχε ανοίξει τότε το Φεστιβάλ Βενετίας.
Και μετά γυρίζετε στην Ελλάδα…
Ναι. Και γυρίζω την «Καγκελόπορτα» του Ανδρέα Φραγκιά, κάτι που ήθελα να κάνω από καιρό. Στην αρχή σκέφτηκα να τη γυρίσω στη Σικελία, όμως δεν με ενέπνευσε. Η «Καγκελόπορτα» διαδραματίζεται εκεί που ζούσα κι εγώ μικρός, στον Λόφο Σκουζέ. Ο Φραγκιάς έμενε λίγο παραπάνω από μένα.
Τον είχα συναντήσει μετά στη Βιέννη και μου έδωσε τα δικαιώματα. Πήγα και με έναν παραγωγό στη Βουλγαρία μήπως τη γυρίσουμε εκεί, όμως τελικά καταλήξαμε στην Αθήνα.
Όταν θέλησα να βάλω ως έναν από τους πρωταγωνιστές τον Γεωργίτση –ο άλλος ήταν ο Καζάν– οι παραγωγοί εδώ διαφώνησαν στην αρχή, όμως τελικά πιστεύω ήταν εξαιρετικός στον ρόλο.
Μετά άρχισε η περιπέτεια της λογοκρισίας. Σταμάτησαν την προβολή και πήγαν στο Αυτόφωρο εμένα και έξι από τους υπευθύνους των αιθουσών από τις εννιά όπου συνολικά παιζόταν.
Ακολούθησε δικαστήριο την επομένη. Δικηγόρο υπεράσπισης είχαμε τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο. Αθωωθήκαμε ενώ υπήρξε και μεγάλη κινητοποίηση. Όταν άρχισε πάλι να παίζεται έκοβε κάθε μέρα 11 χιλιάδες εισιτήρια. ¨Όμως παρά το ότι οι αίθουσες ήταν γεμάτες υπήρξε πίεση κυβερνητική στη «Καραγιάννης -Καρατζόπουλος» και την κατέβασαν άρον -άρον…
Αντί επιλόγου
Μετά την «Καγκελόπορτα» ο Δημήτρης Μακρής γυρίζει: το «Φράγμα» βασισμένο στο μυθιστόρημα του Σπύρου Πλασκοβίτη (1982), οι «Κεκαρμένοι» του Νίκου Κάσδαγλη (1986), «Μια… τολμηρή ιστορία» (1993) του Νίκου Δήμου, «Προπατορικό Αμάρτημα» (1999),» Όσο υπάρχει αλκοόλ» (2002) του Δημήτρη Μαμαλούκα, «Χαιρέτα μας τον πλάτανο» (2004) κι ακολουθούν:
«Περί έρωτος λόγοι – Συμπόσιο του Πλάτωνα», «Πατέρα πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς», «Αλκιβιάδης ο ατίθασος μαθητής του Σωκράτη», «Πολύχρωμη δημιουργική ασάφεια», «Η απολογία του Σωκράτη» και «Άχνες του making of της Απολογίας».
Συζητήσαμε πολλά ακόμα για το πως εμπνεύσθηκε τις υπόλοιπες ταινίες. Πολλά υπάρχουν με γλαφυρό τρόπο μέσα στο βιβλίο του. Στον υπολογιστή πάνω στο γραφείο του υπάρχουν πολλές σκέψεις και σχέδια ακόμα. Και με την εντύπωση πως μιλάω με κάποιον νέο άνθρωπο –86 ετών– με τη σοφία που του έχει δώσει όμως ο χρόνος και με εάν τεράστιο έργο πίσω του, αποχωρώ. Προς το παρόν!
Τη Δευτέρα του Πάσχα, 17 Απριλίου στις 6 το απόγευμα, στη Βιβλιοθήκη των Καστελλίων Φωκίδας, θα παρουσιαστεί μεγάλο αφιέρωμα στον σκηνοθέτη, παρουσία του ίδιου. Μια διοργάνωση του Προοδευτικού Συλλόγου «Τα Καστέλλια»