Υπόθεση ΔΝΤ- κυβέρνησης η δεύτερη αξιολόγηση – Προσδοκίες διευκόλυνσης από τις ευρωπαϊκές συναντήσεις κορυφής του Μαρτίου – Μεταχρονολογημένος ο λογαριασμός της «0% λιτότητας»
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Στο Χίλτον υποτίθεται ότι όλα θα εξελίσσονται μεταξύ κυβέρνησης και κουαρτέτου με όρους εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας. Στην πραγματικότητα και οι δυο πλευρές, μέσω ενός ανταγωνισμού αλλεπάλληλων διαρροών για το περιεχόμενο των συνομιλιών, έχουν επιβάλει μια de facto διαφάνεια. Όχι από ευαισθησία προς την κοινή γνώμη, αλλά πιθανότατα γιατί η εικόνα μιας σκληρής διαπραγμάτευσης κάνει πιο εύπεπτο το βάρος των νέων μέτρων. Η κυβερνητική αισιοδοξία ότι είναι εφικτή μια τεχνική συμφωνία μέχρι τις 20 Μαρτίου, οπότε συνεδριάζει πάλι το Eurogroup, δεν επιβεβαιώνεται από την πλευρά των δανειστών. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η ευρωπαϊκή τρόικα των δανειστών έχει μπει σε δεύτερο πλάνο, και η αξιολόγηση εξελίσσεται σ’ ένα διμερές παζάρι κυβέρνησης και ΔΝΤ, που έχει επιβάλει την ατζέντα του, με βάση εκκίνησης την απαίτηση για μέτρα ύψους 3,6 δισ.
Οι κυβερνητικοί στόχοι
Σ’ αυτή τη βάση η κυβέρνηση επιδιώκει:
Πρώτον, να περιορίσει τον τελικό λογαριασμό λίγο κάτω από το απαιτούμενο 2% του ΑΕΠ, με τον συνυπολογισμό της υπεραπόδοσης στο πλεόνασμα του 2016.
Δεύτερον, να επιμηκύνει τον χρόνο εφαρμογής των νέων μέτρων λιτότητας, κυρίως της μείωσης του αφορολογήτου κάτω από τα 6.000 ευρώ και των συντάξεων με κατάργηση της προσωπικής διαφοράς. Ενώ το ΔΝΤ ζητεί εφαρμογή τους δια μιας από το 2019 – 2020, η κυβέρνηση διεκδικεί σταδιακή εφαρμογή.
Τρίτον, να πετύχει τη δική της «συνταγή» στα λεγόμενα αντισταθμιστικά μέτρα, με φορολογική ελάφρυνση κυρίως στην κατανάλωση (ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ), αντί της μείωσης των φορολογικών συντελεστών που ζητεί κυρίως το ΔΝΤ. Επίσης, η κυβέρνηση θέλει ταυτόχρονη εφαρμογή μέτρων – αντίμετρων, ενώ το ΔΝΤ ζητεί ενεργοποίηση των δεύτερων μόνο σε περίπτωση επίτευξης ή υπέρβασης των στόχων για το πλεόνασμα.
Τέταρτον, μια ταυτόχρονη συμφωνία για μέτρα, «αντίμετρα» και χρέος – δηλαδή, συγκεκριμενοποίηση των λεγόμενων μεσοπρόθεσμων μέτρων που πάντως δεν θα εφαρμοστούν παρά μετά το τέλος του Μνημονίου, όπως επανέλαβε ο Μοσκοβισί απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΛΑΕ Νίκου Χουντή –, ώστε να διευκολυνθεί απόφαση της ΕΚΤ για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση ακόμη και τον Απρίλιο.
Στα ευρωπαϊκά fora του Μαρτίου
Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι και το πιο πολιτικό πεδίο της διαπραγμάτευσης, γιατί στην πραγματικότητα εξαρτάται πλήρως από την πολιτική βούληση κυρίως της γερμανικής ηγεσίας. Οι πληροφορίες (Καθημερινή) ότι υπάρχει συμφωνία Μέρκελ – Ντράγκι για διευκόλυνση στην ελληνική ένταξη στο QE υπό τον όρο τα αποδοχής πρόσθετης λιτότητας 2% του ΑΕΠ δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε από το Βερολίνο ούτε από τη Φρανκφούρτη, όμως δεν είναι εντελώς αβάσιμες. Ωστόσο, η αξιοπιστία τους και κυρίως η δυνατότητα υλοποίησής τους θα κριθεί σε διαδοχικά ευρωπαϊκά και διατλαντικά πολιτικά fora που προγραμματίζονται τον Μάρτιο, περιλαμβανομένης της επίσκεψης Μέρκελ στην Ουάσιγκτον για συνάντηση με τον Τράμπ, στις 14/3. Προηγείται η τετραμερής συνάντηση κορυφής τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες μεταξύ Ολάντ, Μέρκελ, Ραχόι και Τζεντιλόνι. Η συνάντηση των 4 ισχυρών της Ε.Ε. – για την ακρίβεια ενός νυν και τριών πρώην ισχυρών – δεν έχει θέμα την Ελλάδα, αλλά τη διάσωση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 9/3 και της πανηγυρικής Συνόδου Κορυφής της 25/3 στη Ρώμη, για τα 60χρονα από την ομώνυμη Συνθήκη. Η βασική ανησυχία των ηγετών Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Ιταλίας είναι να αποφύγουν ένα φιάσκο στην επιχείρηση «επανεκκίνησης» της Ε.Ε., με επικρατέστερο σενάριο ένα σχήμα «Ευρώπης πολλών ταχυτήτων» το οποίο ευνοεί η γερμανική ηγεσία, έχοντας ήδη απέναντί της τις χώρες Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία). Όμως, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα αφιερώσουν λίγο από τον χρόνο τους για να εξασφαλίσουν ότι η ελληνική εκκρεμότητα δεν θα αποβεί ένας επιπλέον συντελεστής του φιάσκου. Πολύ περισσότερο που ο σχεδιασμός της μετά Brexit E.E. γίνεται στο ρευστότατο πολιτικό περιβάλλον των εκλογικών αναμετρήσεων σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία, με τη δεύτερη, ελέω Λεπέν, ν’ αποτελεί κυριολεκτικά τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Περί «global agreement»
Η γαλλική ηγεσία, προφανώς κινούμενη και από ιδιοτελές ενδιαφέρον, έριξε το βάρος της υπέρ της διευκόλυνσης της αξιολόγησης, με την επίσκεψη του πρωθυπουργού (Καζνέφ) και του υπουργού Οικονομικών (Σαπέν) της Γαλλίας στην Αθήνα. Ο τελευταίος, μ’ έναν τόνο «φιλανθρωπίας» κάλεσε το ΔΝΤ «να μην τα ζητάει όλα» από την Ελλάδα. Ωστόσο, απλώς «ευχήθηκε» να υπάρξει συμφωνία μέχρι 20/3, αποφεύγοντας να ταυτιστεί με την αισιοδοξία του Έλληνα πρωθυπουργού ότι «είμαστε κοντά σε μια ολική συμφωνία» (σ.σ. αυτό είναι ο τελευταίος, άγνωστης χρησιμότητας, νεολογισμός του κυβερνητικού επιτελείου, μετάφραση του global agreement, που σημαίνει και «παγκόσμια συμφωνία» και ίσως υπονοεί ότι η ελληνική πλευρά προσβλέπει σε συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο, σε αντίθεση με τη μέχρι πρότινος ρητορική για συμφωνία χωρίς το Ταμείο).
Ίσως αυτός ο νεολογισμός αντιστοιχεί στο νέο στοιχείο που θα εισχωρήσει στη διαπραγμάτευση κυβέρνησης- κουαρτέτου, αυτό του δανεισμού ύψους 3 δισ. από την Παγκόσμια Τράπεζα με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης – γίνεται λόγος για πάνω από 100.000 θέσεις εργασίας – την περίοδο μέχρι το 2020. Η κυβέρνηση επιδίωξε να χρησιμοποιήσει αυτό το στοιχείο ως «μπαλαντέρ» στη διαπραγμάτευση, ωστόσο, καθώς είναι αδύνατος νέος δανεισμός χωρίς την έγκριση των δανειστών, το project Παγκόσμια Τράπεζα βρίσκεται στα χέρια τους, όπως επιβεβαίωσε η Κομισιόν. Κι είναι άγνωστο αν αυτό θα προσθέσει νέους όρους και προϋποθέσεις ή το πώς θα αξιοποιηθεί από τον «αδελφό» της Παγκόσμιας Τράπεζας οργανισμό, το ΔΝΤ.
De facto συναίνεση της αντιπολίτευσης
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κινείται με την προσδοκία ότι, ακόμη κι αν ο στόχος της 20ης Μαρτίου δεν επιτευχθεί, η αξιολόγηση θα κλείσει έστω έναν μήνα αργότερα, κυρίως γιατί θα το επιβάλει η εξαιρετικά εύθραυστη πολιτική συγκυρία που επικρατεί στην Ευρώπη. Εφόσον περάσει τον σκόπελο των προνομοθετημένων μέτρων, ευελπιστεί ότι θα έχει τον χρόνο ανασύνταξης που θα της επιτρέψει να γυρίσει το πολιτικό παιχνίδι, τουλάχιστον στο δημοσκοπικό πεδίο, και να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έτσι κι αλλιώς, παρά τη ρητορική αντιπαράθεση, η κατάσταση που επικρατεί στη Ν.Δ. λειτουργεί περισσότερο ως de facto συναίνεση παρά ως περίπατος του Κυρ. Μητσοτάκη προς την πρωθυπουργία. Και το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τα άλλα κόμματα της μνημονιακής αντιπολίτευσης, που αντιμετωπίζουν μάλλον μετριοπαθώς τις κυβερνητικές υποχωρήσεις.
Η de facto συναίνεση αφορά το κλείσιμο της αξιολόγησης και την αποφυγή 4ου Μνημονίου πάση θυσία, αν και τα πρόσθετα μέτρα που επέβαλε το ΔΝΤ είναι ήδη ένα οιονεί ήμισυ Μνημόνιο, και μάλιστα με διακεκριμένο στόχο το πιο φτωχοποιημένο τμήμα της κοινωνίας, τους μισθωτούς και συνταξιούχους. Το γερμανικό ινστιτούτο οικονομίας IW υπολόγισε προ ημερών ότι μεταξύ 2008 και 2015 η φτώχεια, ελέω μνημονίων, αυξήθηκε κατά 40%. Δεν ξέρουμε πόση φτώχεια θα προσθέσει τελικά το τρίτο Μνημόνιο, με τη μεταχρονολόγηση των μέτρων και μετά το τέλος του, πάντως για τα δυο πρώτα κάθε άλλο παρά ισχύει η εκτίμηση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκη ότι «απέτυχαν οικτρά». Ίσα ίσα, οι δείκτες φτώχειας είναι η απόλυτη πιστοποίηση της επιτυχίας τους, κι όχι αστοχίας τους.