Διαβάστε το Α’ μέρος εδώ
Η παγκόσμια οικονομία, που είχε δείξει κατά την τελευταία διετία σημάδια ότι όδευε προς την κρίση, βρέθηκε ξαφνικά λόγω της πανδημίας σε μια πρωτοφανή σε μέγεθος κρίση. Για το μέγεθός της και τις συνολικές απώλειες από αυτήν γίνονται συνεχώς εκτιμήσεις που η σημασία τους έγκειται κυρίως στη διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης και της κοινωνικής συνείδησης καθώς δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, ορατό στον ορίζοντα για το τέλος της πανδημίας που δημιουργεί τις έκτακτες συνθήκες. Σταδιακά, όσο περνά ο καιρός, οι εκτιμήσεις για το χρονικό ορίζοντα και τις προοπτικές ανάκαμψης όλο και εξασθενούν. Αφήνοντας στην άκρη τις προβλέψεις μεγεθών και κοιτάζοντας τις τάσεις στην παγκόσμια οικονομία υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που θα είναι σημαντικά κατά την επόμενη μέρα.
Οι ανισότητες διευρύνονται τόσο μεταξύ κρατών όσο και εντός των κρατών. Σημαντικό στοιχείο των εξελίξεων τα επιμέρους μέτρα και σε μεγάλο βαθμό οι τρόποι αντιμετώπισης της ανεργίας στα διάφορα κράτη. Παράλληλα οι δαπάνες εκπαίδευσης, δημόσιας υγείας και κοινωνικής πρόνοιας αναδεικνύονται σε καθοριστικούς παράγοντες για την κατάσταση στην οποία θα βρεθούν τα διάφορα κράτη όχι μόνο αμέσως μετά την πανδημία αλλά και για πολλά έτη μετά.
Η τρέχουσα εικόνα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών και κύρια του ΔΝΤ, είναι ότι οι οικονομίες αρχίζουν να ανακάμπτουν από το βαθύτερο σημείο της κρίσης. Όμως αυτή η ανάκαμψη δεν συνοδεύεται από την αναγκαία βελτίωση στην απασχόληση. Η απασχόληση παραμένει πολύ κάτω από τα επίπεδα πριν από την πανδημία και θα χρειαστεί αρκετός χρόνος (ίσως χρόνια) για να φτάσει στα προηγούμενα επίπεδα. Αυτό επηρεάζει τις οικονομίες όσον αφορά την εσωτερική τους δομή και διάρθρωση και κατ’ επέκταση τη θέση τους στο διεθνή ανταγωνισμό.
Διεύρυνση ανισοτήτων μεταξύ κρατών
Η διαφορά ανάμεσα στις αναπτυγμένες οικονομίες και τις αναπτυσσόμενες αναμένεται να μεγαλώσει, ενδεχόμενα σε δραματικό βαθμό. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι στην περίοδο 2020-2021 η σωρευτική μεταβολή του κατά κεφαλή εισοδήματος θα είναι αρνητική για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες (εξαιρείται η Κίνα) σε σύγκριση με τις προηγμένες. Η διαφορά υπέρ των αναπτυγμένων και μάλιστα των περισσότερο αναπτυγμένων θα διευρυνθεί. Ιδιαίτερα πλήττονται από την παρούσα κρίση χώρες που βασίζονται περισσότερο στις υπηρεσίες άμεσης επαφής (π.χ. τουρισμός) όπως είναι η Ελλάδα και οι χώρες εξαγωγείς πετρελαίου και βιομηχανικών πρώτων υλών. Αντίθετα οικονομίες με ισχυρή μεταποίηση και αγροτικό τομέα μετά την αρχική κρίση του lockdown ανακάμπτουν σταδιακά, έστω και με αργότερους σε σχέση με τους αρχικά εκτιμηθέντες ρυθμούς. Ο τομέας της τεχνολογίας είναι ο απόλυτα κερδισμένος από τις εξελίξεις και κατ’ επέκταση οι χώρες με ισχυρή παρουσία στο συγκεκριμένο τομέα.
Συνεπώς εκτός από τη διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών θα σημειωθούν διευρύνσεις διαφορών και μεταξύ των ίδιων των αναπτυγμένων χωρών ανάλογα με το μοντέλο της κάθε οικονομίας. Πρακτικά, πέρα από τα μέτρα που έχουν λάβει ήδη τα ίδια τα κράτη, η δομή της οικονομίας τους βοηθά στην παρούσα φάση. Έτσι ορισμένες χώρες που είχαν πριν από την κρίση ισχυρά πλεονεκτήματα όπως οι δυνατότητες να δανείζονται ακόμα και με αρνητικά επιτόκια και η ισχυρή οικονομική δομή (μεταποίηση, αγροτοδιατροφικός τομέας, τεχνολογία) και κουλτούρα, σήμερα έχοντας πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στήριξης των εθνικών τους οικονομιών και επιχειρήσεων, συγκριτικά με τις αδύναμες, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο υπερίσχυσης και εξαγορών στο έδαφος των πλέον αδύναμων. Στην Ε.Ε. είναι «κλασσική», σε σχέση με τα παραπάνω, η περίπτωση της Γερμανίας και των δορυφόρων της σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό νότο στον οποίο περιλαμβάνεται και η Ελλάδα.
Ένας καθοριστικός παράγοντας που θα επηρεάσει σημαντικά τις διαφορές μεταξύ των κρατών στις επόμενες δεκαετίες είναι ο τομέας της εκπαίδευσης και ειδικότερα η χρήση των ψηφιακών μέσων και της τηλεκπαίδευσης γι’ αυτήν. Οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των κρατών παγκόσμια είναι μεγάλες. Ακόμα και στο επίπεδο της ΕΕ οι αποκλίσεις κρίνονται ως ιδιαίτερα σοβαρές λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την περίοδο των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας το 32% των μαθητών σε ορισμένα κράτη μέλη δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση για αρκετούς μήνες. Αυτή η κατάσταση, ιδιαίτερα αν θα επαναληφθεί θα επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές μιας γενιάς τόσο σε επίπεδο γνώσεων όσο και στις μελλοντικές εισοδηματικές της προοπτικές. Αντίστοιχα σε επίπεδο σύγκρισης μεταξύ των κρατών ισχύουν για τις δαπάνες δημόσιας υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Όπου υπάρχει η δυνατότητα διάθεσης κονδυλίων από το κράτος μπορούν να αντιμετωπιστούν με ομαλότερο σχετικά τρόπο οι συνέπειες από την κρίση. Αντίθετα όπου δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα οι συνέπειες είναι ήδη τραγικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάσταση στη Λατινική Αμερική τόσο επιδημιολογικά όσο και οικονομικά.
Στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, η οικονομική ενίσχυση της Κίνας σε συνδυασμό με την εξασθένιση των ΗΠΑ, έστω και προσωρινά, ενισχύει την τάση να υπερκεράσει η Κίνα, σε συντομότερο χρόνο από ότι αρχικά προβλεπόταν (με τα σημερινά δεδομένα), τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση παραγωγής στην παγκόσμια οικονομία. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να πυροδοτήσει νέες αντιπαραθέσεις, οικονομικού και όχι μόνο χαρακτήρα, μεταξύ των δύο χωρών-κέντρων της παγκόσμιας οικονομίας.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ 90 εκατομμύρια άνθρωποι θα περιπέσουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Την ίδια στιγμή τα τεράστια ποσά δεκάδων τρισ. που έχουν διαθέσει οι κεντρικές τράπεζες ως ρευστότητα, μέσω παρεμβάσεων στις αγορές, έχουν «φουσκώσει» τα χρηματιστήρια και έχουν εκτοξεύσει τις περιουσίες των κυρίαρχων ομάδων
Διεύρυνση ανισοτήτων εντός κρατών
Εντός των κρατών οι κοινωνικές ανισότητες με επίκεντρο το θέμα της εργασίας αλλά και τη γενικότερη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας θα διευρυνθούν. Η απασχόληση, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες αρχίζουν να «ξαναπαίρνουν μπρος», παραμένει πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα πριν την πανδημία. Περισσότερο πλήττονται οι εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος, οι γυναίκες και η νεολαία, στο βαθμό που δεν ασχολείται στον τομέα της τεχνολογίας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι φτωχοί θα γίνουν φτωχότεροι και οι έχοντες και κατέχοντες, κυρίως οι ελίτ, βρίσκονται ήδη με μεγαλύτερα πλούτη.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ 90 εκατομμύρια άνθρωποι θα περιπέσουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Την ίδια στιγμή τα τεράστια ποσά δεκάδων τρισ. που έχουν διαθέσει οι κεντρικές τράπεζες ως ρευστότητα, μέσω παρεμβάσεων στις αγορές, έχουν «φουσκώσει» τα χρηματιστήρια και έχουν εκτοξεύσει τις περιουσίες των κυρίαρχων ομάδων. Παράλληλα τα χαμηλά επιτόκια βοηθούν στις εξαγορές των αδύναμων και την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση των ισχυρών οικονομικά επιχειρήσεων και ολιγαρχών και εντός των εθνικών κρατών και διακρατικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ όπου έγιναν ήδη κάποιες μελέτες. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνών Πολιτικής από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου οι 643 πλουσιότεροι Αμερικανοί ενίσχυσαν την περιουσία τους κατά 845 δισ. δολάρια ή κατά 29%. Την ίδια ώρα εκατομμύρια εργαζόμενοι στις ΗΠΑ έχαναν τη δουλειά και προσπαθούν να επιβιώσουν περιμένοντας ακόμα και 8 ώρες σε «ουρές» έξω από τις τράπεζες τροφίμων για να λάβουν κάποιες προμήθειες.
Η κατάσταση γίνεται τραγική στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες όπου πλέον το φάσμα της πείνας είναι μια πραγματικότητα. Η φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam International εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του 2020 υπάρχει σοβαρό το ενδεχόμενο να πεθαίνουν κάθε μέρα έως και 12.000 άνθρωποι από πείνα που συνδέεται με τον Covid-19, δηλαδή περισσότεροι από όσους πεθαίνουν από τον ίδιο τον ιό.
Επίσης και μεταξύ των εργαζόμενων διευρύνονται ήδη σημαντικά οι διαφορές εισοδήματος ανάμεσα σε υψηλής ειδίκευσης άτομα, κυρίως αυτούς που ασχολούνται με την τεχνολογία, και στους γενικά μη ειδικευμένους εργαζόμενους της μεταποίησης και των υπηρεσιών.
Συμπερασματικά η πανδημία καταδεικνύει και επιδεινώνει τις ανισότητες τόσο μεταξύ κρατών και ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών όσο και μέσα στα κράτη. Ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες ή στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται στο δίλημμα «να εργαστώ για να έχω να φάω ή να προστατευτώ από τον ιό;» και δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό δεν τα καταφέρνουν και στα δύο.