Αυξάνονται και βαθαίνουν οι εστίες κρίσης στον ευρωπαϊκό χώρο. Η δομική συστημική κρίση του ευρωενωσιακού οικοδομήματος τροφοδοτεί αλλά και ανατροφοδοτείται από χωρίς προηγούμενο πολιτικές / κυβερνητικές κρίσεις σε Γαλλία και Γερμανία – τις δύο χώρες πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί αυτό το οικοδόμημα. Πίσω από τα γεγονότα είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε να διαβάσουμε τις βαθύτερες αιτίες, τους συσχετισμούς των δυνάμεων που οδηγούν τις εξελίξεις αλλά και λανθάνουσες δυναμικές που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια άλλη πορεία.
Η Γαλλία σε σταυροδρόμι κάτω από «μνημονιακή πίεση»
Αντίθετα από ό,τι παρουσιάζεται, τα όσα οδήγησαν στην πτώση της γαλλικής κυβέρνησης Μπαρνιέ μετά από πρόταση μομφής που υποστήριξαν τόσο η παράταξη της Λεπέν όσο και το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» της Αριστεράς, δεν είναι μια αιφνίδια εξέλιξη. Πρώτα απ’ όλα αντανακλά τη μαζική και επί μακρό χρονικό διάστημα απέχθεια και αντίδραση που συναντά σε ευρύτατα τμήματα της γαλλικής κοινωνίας το σύστημα εξουσίας Μακρόν. Από την άλλη, οι ευχέρειες και οι ελιγμοί Μακρόν, όλα όσα έκανε για να διατηρήσει τον έλεγχο το καλοκαίρι που πέρασε παρά τον κόλαφο που εισέπραξε στις ευρωεκλογές το «ακραίο κέντρο» του οποίου ηγείται, μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε ποιες είναι οι δυνάμεις που τον υποστηρίζουν και τι επιδιώκουν.
Τόσο η επιλογή Μπαρνιέ –επιλογή βγαλμένη μέσα από τα τρίσβαθα των ευρωατλαντικού κέντρου των Βρυξελλών– όσο και ο προϋπολογισμός που επιχείρησε αυτός σαν διαχειριστής του συστήματος Μακρόν να περάσει ετσιθελικά παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο, εντάσσονται στη στρατηγική επιδίωξη υπαγωγής της Γαλλίας σε μια κατάσταση αντίστοιχη των «μνημονίων» που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σε μια προηγούμενη φάση.
Βέβαια τα όσα προωθούνται με μοχλό το μεγάλου μεγέθους γαλλικό χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα (αντίστοιχα 110% και 5% του γαλλικού ΑΕΠ) αντανακλούν πλέον μια δομική κρίση που πλήττει τον πυρήνα της ευρωζώνης. Καθόλου τυχαία βεβαίως, αυτά τα ζητήματα έρχονται στην επιφάνεια, με τη γνωστή εκβιαστική επίκληση της «απειλής των αγορών» απέναντι στο αξιόχρεο της χώρας, σε μια κομβική στιγμή όπου σοβεί μια πολυεπίπεδη διελκυστίνδα. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο η στρατηγική επιδίωξη των ελίτ να συμπιεστούν δραστικά τα λαϊκά εισοδήματα, να συρρικνωθεί μέχρις αφανισμού το κοινωνικό κράτος.
Επιπλέον και σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, να επιβληθεί μια απίστευτη μεταφορά λαϊκού εισοδήματος για τη χρηματοδότηση α) του δυσθεώρητου κόστους των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που βρίσκονται πίσω από τις «πράσινες» αιτίες αύξησης των τιμών ενέργειας και των προϊόντων του αγροτοδιατροφικού τομέα, β) του πολέμου της Ουκρανίας και της αντίστοιχης μετάβασης σε «πολεμική οικονομία». Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, αντανακλώνται όλοι οι τεράστιοι ανταγωνισμοί –οι ενδοδυτικοί στην αλληλοσύμπλεξή τους με τους ευρασιατικούς των ανερχόμενων BRICS+– στο πλαίσιο μιας αδυσώπητης μάχης για τη μεταβολή της ιεραρχίας των κέντρων ισχύος –κεφαλαιοκρατικών αλλά και γεωπολιτικών– μέσα στον δυτικό κόσμο και πέραν αυτού. Για τη Γαλλία αυτό σημαίνει ότι περνάει σε άλλη φάση η ήδη υφιστάμενη συμπίεση του γαλλικού καπιταλισμού και έρχεται να συμπληρώσει τις εν εξελίξει ήττες και αποσύρσεις του γαλλικού ιμπεριαλισμού.
Η γαλλική κοινωνικοοικονομική κρίση που εκφράζεται σαν σύγκρουση με τα όσα επιχειρείται να επιβληθούν μέσω των ασφυκτικών προβλέψεων του ευρωενωσιακού ζουρλομανδύα του «Συμφώνου Σταθερότητας», ενισχύει τη σημασία του ζητήματος της εθνοκρατικής κυριαρχίας. Φαίνεται όλο και πιο καθαρά ότι η όποια προοπτική εξόδου από μια τροχιά μνημονιακού υποβιβασμού της Γαλλίας (με όλα τα περιεχόμενα που παίρνει αυτός ο υποβιβασμός) θέτει κομβικά ζητήματα αμφισβήτησης του ρόλου της ευρωκρατίας – των οικονομικών της επιδιώξεων αλλά και της συντήρησης ενός πολέμου χωρίς τέλος με την Ρωσία. Αυτή η συνθήκη θα δοκιμάσει τα όρια όλων των δυνάμεων της γαλλικής πολιτικής ζωής.
Η σημαντική πολιτική ιδιομορφία της Γαλλίας που δίνει τον τόνο στις εξελίξεις, είναι η μακριά ιστορική εμπειρία μεγάλων λαϊκών πολιτικών κινημάτων και κυμάτων δημοκρατισμού που διαθέτει και της μεταδοτικότητάς τους. Η συμπεριφορά των δυνάμεων που αντιπολιτεύονται τον Μακρόν, η υποχρεωτική σύμπτωσή τους στη μομφή εναντίον της πολιτικής Μπαρνιέ που αν περνούσε θα κινδύνευαν να εξευτελιστούν πολιτικά, είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπ’ όψη της αυτό το δυναμικό. Είναι ενδεικτικό του επιπέδου της όξυνσης της σύγκρουσης ότι αυξάνονται οι εξ αριστερών και δεξιών φωνές που απαιτούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την παραίτηση Μακρόν. Από την άλλη μεριά είναι η στιγμή που επίσης φαίνονται τα δομικά όρια αυτών των αντιπολιτεύσεων, κυρίως η βαθύτατη συστημική ενσωμάτωση της Αριστεράς και οι συνέπειες της υποστήριξης από μέρους της, ενός πολιτικού παιγνίου που κρατάει μπλοκαρισμένο τον λαϊκό αντισυστημικό ριζοσπαστισμό εγκλωβίζοντάς τον μέσα στον διαχωρισμό «δημοκρατικού τόξου» – ακροδεξιάς.
Η γερμανική κρίση. «Άλλο μπόι κι’ άλλο πόδι…»* αλλά και σημαντικές αποσύρσεις κοινωνικών συναινέσεων
Καθόλου τυχαία και η γερμανική τρικομματική κυβέρνηση Σολτς (σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και πράσινων) έπεσε από αγεφύρωτες, ενδοκυβερνητικές ασυμφωνίες που και εδώ είχαν να κάνουν με τον προϋπολογισμό. Είναι σημείο των καιρών και των όσων πλέον διακυβεύονται με το οικονομικό αδιέξοδο να πλήττει τον γερμανικό πυρήνα της ευρωζώνης, ότι το ζήτημα της χαλάρωσης των περιορισμών χρέους (η παράκαμψη του λεγόμενου αυτόματου «κόφτη δαπανών» εφόσον απαιτούν διεύρυνση ελλειμμάτων ή πρόσθετο δανεισμό) τέθηκε πλέον με πολύ οξυμένο τρόπο για την ίδια τη Γερμανία.
Αποκαλύπτοντας τα μεγάλα μέτωπα εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα σε ισχυρές μερίδες του γερμανικού / «ευρωπαϊκού» και αμερικανικού κεφαλαίου αλλά και τους φόβους (των σοσιαλδημοκρατών κυρίως που κινδυνεύουν πιο άμεσα με δραματική συρρίκνωση) μπροστά στις κοινωνικές εκρήξεις που φέρνουν μαζί τους οι συνέπειες της «πολεμικής οικονομίας» και της ακραίας λιτότητας και φτωχοποίησης που αυτή συνεπάγεται. Φυσικά, η πολιτική κρίση είναι σοβούσα εδώ και καιρό και δεν έχει πάψει να συσσωρεύει εύφλεκτο υλικό μεγάλης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Οι πρόσφατες εκλογικές καταγραφές στα ανατολικογερμανικά κρατίδια και στις ευρωεκλογές έστειλαν άλλωστε ηχηρά σχετικά μηνύματα και για τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους. Στη βάση της γερμανικής πολιτικής κρίσης βρίσκεται η μεγάλη συμπίεση του βιομηχανικού κεφαλαίου της Γερμανίας και η επιταχυνόμενη πορεία της προς ύφεση με δομικά χαρακτηριστικά αποβιομηχάνισης και χωρίς ορατή ανάκαμψη. Οι πρόσφατες ογκώδεις εργατικές αντιδράσεις απέναντι στο κλείσιμο εργοστασίων της Φολκσβάγκεν και στις μαζικές απολύσεις, αναγκαστικά εγείρουν ζητήματα υψηλής πολιτικοποίησης με πρώτο ανάμεσά τους το σταμάτημα της πολεμικής επιθετικότητας απέναντι στη Ρωσία. Ο πόλεμος με τη Ρωσία που μεθόδευσε η Δύση υπό την αμερικανική μπαγκέτα της διοίκησης Μπάιντεν, γίνεται ευρύτερα φανερό ότι υπήρξε σχέδιο πέραν όλων των άλλων, για την επίλυση μεγάλων ενδοκαπιταλιστικών λογαριασμών αλλά και για την επιβολή τεράστιων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της απαιτούμενης πειθάρχησης των κοινωνικών πλειοψηφιών προκειμένου να αποδεχθούν τα βάρη που προκύπτουν.
Για τη Γερμανία και τη θέση του γερμανικού κεφαλαίου δεν διακυβεύεται μόνο η ενεργειακή βάση που στήριζε το μοντέλο ανάπτυξής του που έχει σε μεγάλο βαθμό σκόπιμα ανατιναχθεί αλλά και οι εμπορικές και κεφαλαιακές διέξοδοί του προς την Κίνα που κι αυτές ήδη τελούν υπό αμερικανική πίεση. Η πίεση αυτή αναμένεται να πάρει νέες μορφές (οικονομικοί πόλεμοι – επιβολή δασμών κ.λπ.), και να ενταθεί από την επικείμενη προεδρία Τραμπ. Είναι πολύ αποκαλυπτικό του τοπίου που διαμορφώνεται, το ασυνήθιστα οξύ διπλωματικό επεισόδιο που προκάλεσε η Γερμανίδα «πράσινη» ΥΠΕΞ Α. Μπέρμποκ κατά την επίσημη επίσκεψή της στο Πεκίνο. Όπου είχε την ατυχή έμπνευση να εγκαλέσει με εισαγγελικούς τόνους την Κίνα για τις σχέσεις της με τη Ρωσία και τις διεθνείς επιλογές της δείχνοντας ότι μάλλον δεν έχει (η ίδια και οι γερμανικοί – ευρωατλαντικοί κύκλοι που εκπροσωπεί) ρεαλιστική αίσθηση των νέων πραγματικοτήτων που διαμορφώνονται. Η κινεζική απάντηση υπήρξε ακαριαία. Άμεση λήξη της κοινής συνέντευξης Τύπου με πρωτοβουλία του Κινέζου ΥΠΕΞ και αποπομπή της ίδιας και των δημοσιογράφων που τη συνόδευαν. Σε απλά ελληνικά την «πέταξαν έξω» δείχνοντάς της πόσο ζυγίζεται η ίδια ως φερέφωνο του ατλαντισμού, η ανίσχυρη υπηρεσιακή κυβέρνηση της οποίας είναι ΥΠΕΞ, αλλά εμμέσως και η χώρα της με τη βαθύτατη εξάρτησή της από την κινεζική οικονομία. Βεβαίως οι γερμανικές ελίτ έχουν άλλες εφεδρείες μέσα σε μια πολιτικοκοινωνική κατάσταση παραδοσιακά πολύ πιο ελεγχόμενη από την γαλλική.
Όμως πέραν από την αναμενόμενη ενίσχυση των χριστιανοδημοκρατών στις επόμενες εκλογές, μια προσεκτικότερη ανάγνωση της πραγματικότητας οφείλει να δώσει προσοχή στη διευρυνόμενη απόσυρση της κοινωνικής συναίνεσης στη Γερμανία, πολύ περισσότερο που αυτή συμβαίνει σε περιβάλλον μεγάλης οικονομικής συμπίεσης των λαϊκών στρωμάτων σε όλη την Ευρώπη.
* Και ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι’ άλλο πόδι)… – Από την «μπαλάντα του κυρ Μέντιου» του Κ. Βάρναλη. Εδώ υποδηλώνει τη διαφορά των λαϊκών πολιτικοκοινωνικών διαθέσεων στην Γαλλία και την Γερμανία.