Απογείωση του αριθμού των εργατικών ατυχημάτων στον καιρό της κρίσης – Η επίκληση του… μεμονωμένου περιστατικού και η κυριαρχία της αγοράς πάνω στη ζωή
Της Κατερίνας Καλλιάρα*
Τα εργατικά ατυχήματα συνιστούν ένα διαρκές έγκλημα των ισχυρών και συγκεκριμένα τη σημαντικότερη ίσως επιμέρους κατηγορία του επιχειρηματικού εγκλήματος, που στρέφεται κυρίως κατά των υποκείμενων κοινωνικών τάξεων, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης, στο πλαίσιο της προσπάθειας των επιχειρήσεων για μεγιστοποίηση των κερδών, όπως επισημαίνει ο εγκληματολόγος Box (1). Μάλιστα, όπως τονίζουν άλλοι μελετητές (2), το επιχειρηματικό έγκλημα και συγκεκριμένα η πιο ειδεχθής μορφή του, που συνιστούν τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες, είναι εγγενές και συναφές με την ίδια την επιχειρηματική δομή και γι’ αυτό διαπράττονται από το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου. Οι ίδιοι επιστήμονες επισημαίνουν ότι ο υψηλός αριθμός εργατικών ατυχημάτων είναι απόδειξη ότι δεν συνιστούν αποτέλεσμα απλής άγνοιας του εργοδότη για την εφαρμογή των σχετικών προστατευτικών κανόνων, αλλά απροθυμίας και ηθελημένης απόφασης να μην επικεντρώνεται η προσοχή στα μέτρα που μπορούν να καταστήσουν την εργασία πραγματικά ασφαλή.
«Μεμονωμένα γεγονότα»
Η ίδια η λέξη «ατυχήματα» δεν είναι τυχαία. Παραπέμπει σε έκτακτα, μεμονωμένα γεγονότα και είναι φορτισμένη με τις έννοιες του απρόβλεπτου, του άγνωστου παράγοντα. Συνεπώς, η ευθύνη δεν επιρρίπτεται επί της ουσίας στον εργοδότη, αλλά σε τυχαία γεγονότα, όπως στην απροσεξία, στην παθητικότητα ή στις κακές συνήθειες του θύματος ή στις παραλείψεις άλλων εμπλεκόμενων προσώπων, κατώτερων στην ιεραρχία της επιχείρησης (κάπνιζαν, δεν φορούσαν κράνος, μπέρδεψαν τα καλώδια κ.λπ.). Ωστόσο, είναι τουλάχιστον αναληθές και εξοργιστικό να υποστηρίζεται ότι είναι επιλογή των εργαζόμενων να αναλαμβάνουν ρίσκα κατά τη διάρκεια της εργασίας τους ή ότι διαθέτουν την ελευθερία να αναλάβουν λιγότερο επικίνδυνες εργασίας ή ότι κατέχουν τις εξειδικευμένες γνώσεις για να αποφύγουν ενδεχόμενους κινδύνους και απλά δεν το πράττουν και καθίστανται θύματα με τη θέλησή τους.
Σύμφωνα μάλιστα με την ILO, η εξέλιξη του φαινομένου είναι συνυφασμένη και με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και την επιμήκυνση του ηλικιακού χρόνου παραμονής στην εργασία που αυτή συνεπάγεται, καθώς σε μεγαλύτερο βαθμό σ’ αυτές τις ηλικίες εμφανίζονται ψυχολογικοί και στρεσογόνοι παράγοντες που συντείνουν στην καταπόνηση του εργαζόμενου, αλλά και σωματικές δυσλειτουργίες, όπως τα μυοσκελετικά προβλήματα, τα προβλήματα όρασης κ.λπ.
Εν καιρώ κρίσης
Κατά την περίοδο της κρίσης που βρίσκεται στο αποκορύφωμα στην Ελλάδα και συνδέεται με την παγκόσμια κρίση του διεθνούς τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, το επιχειρηματικό έγκλημα που στρέφεται ενάντια στους εργαζόμενους εμφανίζεται ενισχυμένο, καθώς οι εφαρμοζόμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η κυριαρχία των αναγκών της αγοράς δαιμονοποίησαν την εργασία και το κόστος της, ως τροχοπέδη στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που, μάλιστα, προβάλλεται ως πανάκεια ενάντια στη φτώχεια και στην οικονομική οπισθοδρόμηση. Ως συνέπεια, η νεοφιλελεύθερη συνταγή οδήγησε στην πλήρη αποδυνάμωση και ανατροπή των κατακτημένων με αγώνες όρων εργασίας με πλήρη δικαιώματα και οι ανάγκες της αγοράς κυριαρχούν σχεδόν εξολοκλήρου, ως ο μόνος ρυθμιστικός παράγοντας των εργασιακών σχέσεων.
Οι εργαζόμενοι στην κρίση τείνουν να εσωτερικεύουν τους περιορισμούς που τίθενται από την εργοδοσία και να παραιτούνται από αξιώσεις σχετικά με τις αμοιβές και τη βελτίωση των όρων και των συνθηκών εργασίας (3). Είναι περισσότερο πρόθυμοι να αποδεχτούν εξαντλητικά ωράρια, επισφαλείς μορφές απασχόλησης όπου συχνά το πρόσωπο του εργοδότη είναι δυσδιάκριτο (π.χ. εργασία σε εργολάβους και υπεργολάβους, εταιρίες προσωρινής απασχόλησης κ.λπ). Με την έννοια αυτή δεν μπορούμε να μην συνδέσουμε τα εργατικά ατυχήματα με την κατακρεούργηση πρώτα και κύρια των δικαιωμάτων των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων. Για τον αχαλίνωτο νεοφιλευλευθερισμό και τις ακολουθούμενες πολιτικές που ενέπνευσε, τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες συνιστούν καθαρά ένα ατυχές ζήτημα παράπλευρων απωλειών.
Αντιμετώπιση με… επιδόματα;
Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την τακτική των συνδικάτων για προώθηση και προβολή αιτημάτων που ενισχύουν την επιδοματική μισθολογική πολιτική (με πρωτοπόρο και πάλι εδώ τον δημόσιο τομέα), μεταξύ των οποίων και το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, αντί του προτάγματος για την αυστηρή εφαρμογή μέτρων για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία. Απαίτηση που πρέπει να συνδυαστεί με το αίτημα της υιοθέτησης τιμωριών από το ποινικό σύστημα, στην περίπτωση της πρόκλησης εργατικού «ατυχήματος», που προβλέπονται για άλλα είδη εγκλήματος και όχι απλά για τιμωρίες και διοικητικές ποινές, μία μορφή τιμωρίας δηλαδή που περιορίζεται στην ηθική ή επικοινωνιακή μομφή για τους θύτες. Μάλιστα, όσοι ανήκουν στις μη κυρίαρχες τάξεις, διαθέτουν θεαματικά μικρότερη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ισχύ, για να αντιδράσουν στο έγκλημα των ισχυρών, γεγονός που μειώνει την πιθανότητα να αποδοθεί πραγματικά δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν αυστηρά οι υπαίτιοι.
Η συχνότητα των εργατικών ατυχημάτων και δη των θανατηφόρων, αποδεικνύουν ότι από την πρόσληψή τους οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται από τους εργοδότες ως μία υποκατηγορία του ανθρώπινου, ως μη-ανθρώπινο, κατά κύριο λόγο ως πηγή κερδοφορίας και παροχής υπηρεσιών χαμηλού κόστους. Συνιστούν παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι όπως συχνά κατανοούνται μέσω της διάστασης μιας ηθικολογικής κοινοτοπίας, αλλά ως κινητήριας έννοιας με ριζοσπαστικό προσανατολισμό που καταδεικνύει τους θύτες και τα θύματα και συμβάλει στην άρση της αδικίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Συμβάλλει, κατά συνέπεια, και στην άρση των βαρύτατων επιβλαβών συνεπειών τους με ανθρώπινο, κοινωνικό και οικονομικό κόστος, που κατά κύριο λόγο αποσιωπούνται. Με την έννοια αυτή θα μπορούσαν να αποφευχθούν μόνο αν η πολιτική οικονομία της αγοράς δεν κυριαρχούσε πάνω στην πολιτική οικονομία της ζωής.
Σημειώσεις:
- S.Box, Power, crime and mystification, 1983
- M. Lynch, R Michalowski και B Groves, The new primer in radical criminology, 2000
- Μαξίμ Μπενατούιλ: Οι αντιλήψεις των εργαζόμενων στην κρίση: εσωτερικοποιημένοι περιορισμοί και αξιοπιστία των εναλλακτικών, 2004
* Η Κατερίνα Καλλιάρα είναι επιθεωρήτρια εργασιακών σχέσεων και δρ Κοινωνιολογίας