Του Βασίλη Ξυδιά
Το αίτημα ενός νέου, δημοκρατικού Συντάγματος, που θα προέκυπτε από την ενεργό συμμετοχή πολιτών, ήταν ένα από τα ζητήματα αιχμής που αναδείχθηκαν μετά το 2011 στην προοπτική της ανατροπής του σημερινού πολιτικού συστήματος και της διεξόδου από την κρίση. Η πλήρης όμως απόσυρση του λαϊκού παράγοντα και το πέρασμα της πρωτοβουλίας στην κυβέρνηση φέρνει τις ομάδες πολιτών που αγωνίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια για την προώθηση αυτού του αιτήματος αντιμέτωπες με ένα δύσκολο ερώτημα: Μπορεί μέσα από τη διαδικασία για τη συνταγματική αναθεώρηση να βγει κάτι καλό ή όχι; Έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα μοιάζει σαν ένα αδιέξοδο δίλημμα ανάμεσα σε μια ανώφελη και ηττοπαθή κατ’ ουσίαν καταγγελία του κυβερνητικού εγχειρήματος και σε μια εξίσου ανώφελη και εξίσου ηττοπαθή προσπάθεια ρεαλιστικής επίτευξης κάποιων ελάχιστων εφικτών στόχων από την άλλη. Τι μπορεί να κάνει κανείς σε μια τέτοια κατάσταση;
Σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία. Έχουμε να κάνουμε με τον επικοινωνιακό σφετερισμό κάποιων πλευρών του αιτήματος της συνταγματικής αλλαγής, πλέον όμως απολύτως προσαρμοσμένου στην αναπαραγωγή και όχι στην ανατροπή του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος· και επίσης απολύτως εντεταγμένου στην αναζήτηση μιας κεντροαριστερής εναλλακτικής πρότασης για τη διαχείριση της κρίσης και των αποικιακών δεσμεύσεων που έχουν επιβληθεί στη χώρα. Από την άλλη μεριά υπάρχει η ΝΔ, τα μήντια και οι συστημικοί διανοούμενοι που επιμένουν στην κλασική νεοφιλελεύθερη γραμμή, ιδιαίτερα μάλιστα σκληρυμένη και χωρίς καμία ανοχή απέναντι σε οποιεσδήποτε συμμετοχικές διαδικασίες, έστω και προσχηματικές. Η ενδοσυστημική αυτή σύγκρουση δεν είναι χωρίς σημασία, αφού η μάχη για την ανασύσταση του πολιτικού συστήματος, αν θα γίνει με τους όρους της προηγούμενης κατάστασης ή με τους όρους που θέλει να επιβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως πραγματική και ιδιαίτερα σφοδρή. Το ερώτημα όμως είναι αν μπορεί μέσα απ’ όλα αυτά να βγει κάτι θετικό για τον λαό· κάτι που να ξεπερνά τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς των μεν και των δε.
Πριν όμως εξετάσουμε αυτό πρέπει να πούμε κάτι άλλο. Πως η απλή καταγγελία της όλης διαδικασίας, είτε ως προσχηματικής, είτε ως απειλητικής για τα χειρότερα που θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ αυτήν, κινδυνεύει να χαρίσει το αίτημα της ριζικής συνταγματικής αλλαγής στις συστημικές δυνάμεις, και έτσι να απονευρώσει τη θεσμική-πολιτειακή διάσταση του ελπιζομένου κινήματος διεξόδου – αν είναι να υπάρξει κάτι τέτοιο. Όποια λοιπόν στάση κι αν κρατήσει κανείς απέναντι στην τωρινή πρωτοβουλία συνταγματικής αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει ταυτοχρόνως να βρει τον τρόπο να μην υποστείλει τη σημασία μιας πραγματικά ριζικής συνταγματικής αλλαγής με αντισυστημικό και πραγματικά δημοκρατικό περιεχόμενο: ένα νέο Σύνταγμα, διαμορφωμένο με τη συμμετοχή του ίδιου του λαού. Διότι χωρίς αυτό δεν υπάρχει κίνημα διεξόδου.
Από κει και πέρα είναι σαφές πως μια τέτοια ριζική συνταγματική αλλαγή δεν είναι θέμα ψήφισης απλά και μόνο κάποιων θετικών διατάξεων. Για παράδειγμα, η παρ’ ελπίδα υπερψήφιση των δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας με ένα εκατομμύριο υπογραφές, που προτείνουν οι κυβερνητικοί υπουργοί, δεν προωθεί, έστω και κολοβωμένα, την ιδέα της λαϊκής συμμετοχής. Την αναστέλλει επ’ αόριστον. (Αν και προσωπικά είμαι βέβαιος ότι οι εντολείς της κυβέρνησης, είτε οι εντός είτε οι εκτός της χώρας, δεν πρόκειται τελικά να επιτρέψουν τέτοιες κεντροαριστερές καινοτομίες. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία, και θα το δούμε στην πορεία.)
Όσο λοιπόν θα ήταν λάθος η άνευ άλλων προσδιορισμών καταγγελία της συνταγματικής αναθεώρησης, θα ήταν εξίσου λάθος η εμπλοκή στον δήθεν διάλογο με τρόπο που να καθιστά τους συμμετέχοντες αδιακρίτως συνυπεύθυνους σε μια διαδικασία εξ αρχής και εκ προθέσεως υπονομευμένη. Αυτό που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται είναι η υπεράσπιση με όλους τους τρόπους της θέσης που διατύπωσαν πέρυσι τον Ιούλιο οι έξι ομάδες πολιτών, μιλώντας για την ανάγκη ενός Νέου Συντάγματος με τη συμμετοχή του Λαού (βλ. «#Σύνταγμα Πολιτών», Δρόμος της Αριστεράς 16/7/2016). Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τις οργανώσεις αυτές μια διαδικασία που εξαντλείται σε απλή γνωμοδότηση προς τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Οποιαδήποτε παρέμβαση πρέπει να καταλήγει στο αίτημα ενός συνταγματικού δημοψηφίσματος, όπου μόνο ο λαός θα μπορέσει να αποφανθεί τελικά για το ποιο πρέπει να είναι το νέο Σύνταγμα.