Από τις πιο σημαντικές φωνές ανάμεσα στους νεότερους Έλληνες συγγραφείς, η Τζούλια Γκανάσου με το μυθιστόρημά της «Δευτέρα παρουσία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, δείχνει πως υπάρχει μια ομάδα συγγραφέων η οποία μακριά από «εν κενώ» αφηγήσεις, αναδεικνύει όσα μας πληγώνουν στη σύγχρονη εποχή. Τα μετουσιώνει σε λογοτεχνία, μέσα από μια εξαιρετική γραφή και στη συγκεκριμένη περίπτωση ζωντανεύει εικόνες φρίκης, όχι για να σοκάρει, αλλά για να αφυπνίσει. Και το καταφέρνει:
Κλείνοντας το βιβλίο δεν μπορείς να συνεχίσεις να σφυρίζεις αδιάφορα.
Θα το χαρακτήριζα μια σύγχρονη γυναικεία «Αινειάδα». Όπου στη θέση του Αινεία είναι μια έφηβη, η Άννα και στη θέση του Πριάμου η γιαγιά της η Όλγα.
Την παίρνει στους ώμους της και προσπαθεί έτσι να ξεφύγουν από έναν καταστροφικό πόλεμο. Με θύμα φυσικά τον άμαχο πληθυσμό. Η πορεία είναι εφιαλτική.
Όλα τα δεινά του πολέμου συγκεντρωμένα. Και φοβάμαι πως παρότι είναι μυθιστόρημα, η συγγραφέας περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια την πραγματικότητα.
Δυο πόλεμοι που ουσιαστικά τους ενώνεις σε μια αφήγηση. Πόσο δύσκολο είναι αφηγηθείς τη φρίκη;
Παρακολουθώντας τον πόλεμο στην Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας, οι εικόνες με συγκλόνισαν. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για το πρώτο μέρος του βιβλίου όπου μια έφηβη με την παράλυτη γιαγιά της στην πλάτη προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια βομβαρδιζόμενη πόλη. Το ίδιο με συντάραξαν και όσα αφηγούμαι στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος όπου οι δύο γυναίκες βρίσκουν καταφύγιο στο υπόγειο εργαστήριο μιας εταιρείας με παρένθετες μητέρες, γεγονός το οποίο εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα στο Κίεβο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, η αφήγηση στη «Δευτέρα παρουσία» είναι ατοπική και αχρονική. Αφορά όλους τους πολέμους στους οποίους πραγματοποιούνται βομβαρδισμοί κατοικημένων πόλεων και προτάσσεται ως άλλοθι ότι πρόκειται για «πολιτισμένες» συρράξεις επειδή πραγματοποιούνται προειδοποιήσεις με σειρήνες και δίδονται υποσχέσεις περί διασφάλισης της τροφής, του νερού, των φαρμάκων και των καταφυγίων οι οποίες δεν τηρούνται. Σε αυτό το πλαίσιο, η φρίκη αφηγείται τον εαυτό της. Εγώ προσπάθησα να δώσω στιγμές ελπίδας και ανάσες αισιοδοξίας στην ιστορία μέσα από σκηνές όπου οι ηρωίδες έρχονται σε επαφή με τη φύση, με την ανθρωπιά, με τη φιλία, με τον έρωτα, εν ολίγοις με την ελπίδα.
«Καιγόμουν» να ανοίξω μια συζήτηση για φλέγοντα σύγχρονα ζητήματα όπως είναι οι βομβαρδισμοί άμαχων πληθυσμών σε κατοικημένες περιοχές, η εκμετάλλευση και η εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος από πολυεθνικές εταιρείες, οι γενοκτονίες με το άλλοθι ενός «πολιτισμένου» πολέμου
Πώς «γεννήθηκαν» οι δυο βασικές σου ηρωίδες, γιαγιά και εγγονή;
Η δεκαεφτάχρονη Άννα πήρε την εβδομηνταπεντάχρονη Όλγα στην πλάτη και τυλίχτηκαν τα χέρια –ζυμάρια– απαλοί κισσοί γύρω από τον νεανικό λαιμό φτιάχνοντας το «διττό σώμα», αυτό το νέο πλάσμα της πανίδας του πολέμου, όταν εγώ κλήθηκα να αναλάβω το «μεγάλωμα» των γονέων μου συμπράττοντας πλέον μαζί τους με νέους όρους. Αυτό το «διττό σώμα» συμβολίζει τη σημασία της ενεργούς διάδρασης του παλαιού με το νέο, του ατομικού με το συλλογικό με όραμα έναν καλύτερο κόσμο. Έχει βαθιά ανθρωπιστικό, αντιρατσιστικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Το διττό σώμα της εγγονής με τη γιαγιά στην πλάτη, το διττό σώμα των παρένθετων μανάδων οι οποίες κυοφορούν «κατά παραγγελία», το διττό σώμα των γυναικών που κουβαλάνε ή θηλάζουν βρέφη σαν να είναι ενσωματωμένα επάνω τους, το διττό σώμα των εραστών όταν σμίγουν, το διττό σώμα της νεκρής που γίνεται «φορείο» για την ετοιμόγεννη, της ζωής και του θανάτου που συνυπάρχουν διαρκώς, της «πατρίδας» που αφήνουμε πίσω και της «πατρίδας» που ελπίζουμε ότι θα χτίσουμε, το διττό σώμα που δεν αποδέχεται την ήττα, ελπίζει και παλεύει για μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, για μια «Δευτέρα παρουσία» είναι το πιο δυνατό σύμβολο του έργου.
Ποιες σκηνές του βιβλίου ξεχωρίζεις περισσότερο και γιατί;
Ξεχωρίζω τις σκηνές του φωτός μέσα στον ζόφο και της ανθρωπιάς μέσα στη θηριωδία… Τη σκηνή όπου η γιαγιά και η εγγονή βρίσκουν κονσέρβες τόνου, πασχαλίτσες και διάφορα αντικείμενα στο πηγάδι, στο πίσω μέρος της αυλής, στα χαλάσματα του σπιτιού μιας αγαπημένης φίλης της Όλγας. Τη σκηνή όπου η γιαγιά από φωνή διαμαρτυρίας, γίνεται κοιτίδα αγκαλιάς και εστία νανουρίσματος για τις αριθμημένες «εργαζόμενες» του καταφυγίου με τις παρένθετες μητέρες. Τη σκηνή της πομπής των εκτοπισμένων προς την ειρήνη: «Ναι, αυτή η ομάδα των ετερόκλητων πλασμάτων, ένα τετράποδο νήπιο αγόρι κι ένα πλάσμα χωρίς φύλο που έτρεχαν παρέα γύρω-γύρω, ένα διττό σώμα από μια εγγονή και μια γιαγιά που τραγουδούσαν το οικείο νανούρισμα για να ηρεμήσουν τα μωρά, μια ετοιμόγεννη που έκανε δέηση στο σύμπαν, μια τροφός που έσταζε γάλα βαδίζοντας στο μπράτσο ενός εχθρού που έγινε συνοδοιπόρος, κι ένας νέος άντρας που ξέφτιζε ασημόσκονη, ναι, αυτή η πομπή που πορευόταν τόσο αμοιβαία προς την ειρήνη, τόσο πηγαία προς την ομόνοια, σάλπιζε αισιοδοξία βαθιά στα σωθικά, χάριζε στα πέλματα φτερά, στον νου τους θάρρος.»
Μπορούμε να φτιάξουμε μια χώρα «που να μη μας πληγώνει», όπως λέει το κορίτσι του βιβλίου;
Πιστεύω ότι οι μόνες «χώρες» που ίσως να μη μας πληγώνουν, είναι εκείνες που χτίζουμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας, είναι οι «τόποι» όπου κουρνιάζουμε, αναρρώνουμε, ανακτούμε δυνάμεις και ξεκινάμε κάθε πρωί από την αρχή, είναι τα πρωτόλεια, υπέροχα εδάφη της «δευτέρας παρουσίας» στη ζωή.
Τόσο με το συγκεκριμένο, όσο και με άλλα βιβλία σου, αλλά και με τη συμμετοχή σου σε δράσεις, δείχνεις πως δεν μένεις αδιάφορη για όσα γίνονται γύρω μας. Πιστεύεις πως υπάρχει κάποιο καθήκον των ανθρώπων των βιβλίων να μη μένουν σιωπηλοί;
Νομίζω ότι οι συγγραφείς γράφουν για ό,τι τους αφορά, τους ενοχλεί, τους «βαραίνει», τους «γδέρνει». Σε αυτό το πλαίσιο, δέχονται τις προκλήσεις από την κοινωνία και την προσωπική τους ζωή και τις μετουσιώνουν σε τέχνη. Δεν υφίσταται χρέος ή πίεση… Μόνο η αδήριτη ανάγκη για έκφραση, για απεύθυνση, το αίτημα να υψωθεί μια κραυγή. Ας πούμε, εγώ «καιγόμουν» να ανοίξω μια συζήτηση για φλέγοντα σύγχρονα ζητήματα όπως είναι οι βομβαρδισμοί άμαχων πληθυσμών σε κατοικημένες περιοχές, η εκμετάλλευση και η εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος από πολυεθνικές εταιρείες, οι γενοκτονίες με το άλλοθι ενός «πολιτισμένου» πολέμου, η περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων, το ζήτημα της καθημερινής διεκδίκησης των πλέον δεδομένων.