Το πανό με το μήνυμα «Destroy Greece», που σήκωσαν οι συντελεστές της ταινίας «Avant-Drag!» του Φιλ Ιερόπουλου μετά την προβολή της στο πρόσφατο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πέτυχε τον σκοπό του. Το θέαμα νίκησε, η πρόκληση κατάφερε να ερεθίσει τα αντανακλαστικά του κοινού. Η εκφρασμένη επιδίωξη ρευστοποίησης κάθε στοιχείου συνοχής αυτής της κοινωνίας, κανονικοποιείται στον δημόσιο λόγο και κερδίζει χρόνο δημοσιότητας και δημόσιο χώρο. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε μάλιστα, αναμενόμενα, ο εν λόγω «ακτιβισμός», λειτούργησαν ως επιβεβαίωση για τους συντελεστές κα τους υποστηρικτές τους, που βλέπουν προσπάθεια φίμωσης και λογοκρισίας από «ομοτρανσφοβικούς και ρατσιστές».
Θα ήταν μια αδιάφορη παραφωνία αν δεν έτεινε να γίνει κανόνας. Στο όνομα των δικαιωμάτων –και στην πράξη αδιαφορώντας πλήρως γι’ αυτά και τους φορείς τους–, διάφοροι βρίσκουν αφορμή να επιτεθούν σε ό,τι θεωρούν ως «παθογένεια» της ελληνικής κοινωνίας και μέσω αυτού στον «μέσο Έλληνα», τον «νοικοκυραίο», τον εκφραστή της απόλυτης εθνικής συλλογικής ενοχής. Το φετινό φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έγινε επανειλημμένα επίκεντρο της εν λόγω προσπάθειας, από ανθρώπους που στο όνομα της «συμπερίληψης» επιδιώκουν διαρκώς να στήσουν ένα διαρκή εμφύλιο πόλεμο ταυτοτήτων – προκαλώντας αναμενόμενα την κινητοποίηση των ταυτοτικών φονταμενταλιστών της άλλης πλευράς. Ο κ. Ιερόπουλος εκθέτει το πλαίσιο των απόψεων αυτών: «Η Ελλάδα είναι μια παραδοσιακά, εθιμοτυπικά, θεσμικά φασιστική χώρα. Αν δεν ανήκεις στο μεγάλο ποσοστό, καλή τύχη. Η βαρβαρότητα της Ελλάδας ξεκινάει από την οικογένεια, συνεχίζει στα σχολεία και διατρέχει όλα τα κοινωνικά στρώματα. (…) Φαίνεται πως οι ακροδεξιοί (με περίβλημα νοικοκυραίων) είναι πια παντού ανάμεσά μας». Δεν υπάρχει πουθενά κρατική βαρβαρότητα, οικονομική εκμετάλλευση, αυθαιρεσίες των ελίτ. Όλα τα κακά ξεκινούν από την οικογένεια, και αγκαλιάζουν «όλα τα κοινωνικά στρώματα».
Με όχημα την άποψη αυτή πολιτισμικές υποκουλτούρες, «πρωτοποριακοί» καλλιτέχνες και άλλοι συναντιούνται με την ατζέντα των διαφόρων πολιτιστικών ιδρυμάτων (η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και το Κέντρο Πολιτισμού ίδρυμα Στ. Νιάρχος τείνουν να υποκαταστήσουν τον ρόλο του ΥΠ.ΠΟ.) και αποκτούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή πολιτισμού και λόγου. Προφανώς τα παραπάνω μεταφράζονται και σε κονδύλια, προσβάσεις, υποστήριξη (και από την πρεσβεία των ΗΠΑ). Κάτι πολύ διαφορετικό δηλαδή από την εικόνα μια μειοψηφίας που διώκεται από την «κακιά κοινωνία» όπως συχνά παρουσιάζονται οι φορείς της. Οι γελωτοποιοί των ελίτ παπαγαλίζουν τα συνθήματα της παγκοσμιοποίησης ενώ καμώνονται τους ανατρεπτικούς επαναστάτες σε μια εποχή απόλυτης επιτρεπτικότητας για κάθε ρευστοποιητική αρλούμπα και απόλυτης καταστολής σε κάθε απόπειρα έκφρασης της συλλογικής θέλησης των ίδιων των κοινωνιών.