του Αντώνη Σκλαβενίτη
«Δες τα, πόσο ξένοιαστα είναι, χαμογελάνε όλα», μου είπε ο Αχιλλέας, προσπαθώντας να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Φουρνιές-φουρνιές, κατέβαιναν τα κοπέλια στην κεντρική πλατεία της πόλης. Βρίσκανε άλλους φίλους τους, φωνάζανε, διαμαρτυρόντουσαν, ή και πανηγύριζαν για τις βαθμολογίες των πανελλαδικών που μόλις είχαν ανακοινωθεί και συνέχιζαν σε άλλους προορισμούς, πιο δροσερούς. Όμως, ακόμα και αυτά που γκρινιάζανε, δεν μένανε συννεφιασμένα για πολύ. Αφού είχαν εκτονωθεί, τα παρέσερνε η κουβέντα για το που θα πάνε για μπάνιο.
«Εσύ στην ηλικία τους ήσουν πολύ σοβαρός και φώναζες μόνο στις πορείες, ε;» τον προβόκαρα αφηρημένος, ενώ χάζευα ένα τσούρμο τουρίστες που προχώραγαν ψάχνοντας φόντο για σέλφι. «Δεν θα πέσω στο επίπεδο σου. Και οκ, και ‘γω έκανα χαβαλέ. Αλλά έχουν περάσει χρόνοι από τότε. Και έχουμε περάσει και πολλά. Δεν βλέπεις ανεμελιά σήμερα». Ο Αχιλλέας σοβάρεψε και ανάγκασε και ‘μένα να τον πάρω σοβαρά.
«Ρε συ, αυτά τα παιδιά, δεν θυμούνται καν πως ήταν η χώρα πριν το Καστελόριζο. Και ούτε έχουν χάσει μισθό, ούτε αισθάνονται ότι βολοδέρνουν άσκοπα στην ζωή τους. Είναι στην αρχή ακόμα και είναι αισιόδοξα. Και αυτό είναι το υγιές και πάλι καλά.» αποκρίθηκα, πιο σοβαρός πλέον.
«Καλά, ναι. Αλλά αυτή η αισιοδοξία θα χαθεί σύντομα. Έστω ότι καταφέρνουν να πάνε σε άλλη πόλη να σπουδάσουν, είτε με βοήθεια από τους δικούς τους ή ακόμα και αν βρουν καμία χαμαλοδουλειά, γκαρσόνια και τέτοια. Μετά τι; Κι άλλοι άνεργοι μηχανικοί, γιατροί, έτοιμοι για μετανάστευση κι αυτοί». Μπροστά μας πέρασε άλλη μια τριάδα με κορίτσια.
«Τα ξέρουνε και τις ζούνε τις δυσκολίες, το θέμα είναι αυτή η αισιοδοξία να μην γίνει συμβιβασμός. Να γίνει αγώνας».
«Να που ξύπνησε ο πολιτικός επίτροπος μέσα σου. Σε λίγο θα μου πεις να πάμε σε σχολεία να μοιράσουμε προκηρύξεις». Ο Αχιλλέας με κοίταζε χαμογελώντας.
«Καλά, πάμε προς το παρόν στο πάρκο, μπας και βρούμε λίγη σκιά» του απάντησα ξεφυσώντας. Δεν είχαμε και πολλές δυνάμεις άλλωστε πλέον…