Συμμετέχοντας στην παρουσίαση του βιβλίου «Άρης Βελουχιώτης – Ο πρώτος του αγώνα» του Βαγγέλη Σακκάτου (εκδ. Εργατική Πάλη) στην ωραία αίθουσα της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, θεώρησα υποχρέωσή μου να διαφωνήσω, για άλλη μια φορά, στις οξύτατες επιθέσεις που διατυπώθηκαν σε βάρος στελεχών του ΚΚΕ για την αποτυχία του κόμματος να νικήσει τους Αγγλοαμερικάνους και τον εντόπιο στρατό τους στη δεκαετία του 1940. Η γνώριμη κριτική ασκήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, που είναι μάλλον ο παλαιότερος των εν Ελλάδι τροτσκιστών, και από παράγοντες τροτσκιστικών οργανώσεων τους οποίους εκτιμώ για το μορφωτικό τους επίπεδο και την αγωνιστική τους συνέπεια. Το σχόλιο μου περιορίστηκε στο πώς, σύμφωνα με τον Μάο Τσετούνγκ που ήταν επικεφαλής της μεγαλύτερης επανάστασης που πέτυχε το σκοπό της, οι κομμουνιστές οφείλουν να διαχειρίζονται τα ζητήματα που ανακύπτουν μέσα στα κινήματα στην εξέλιξη των αγώνων τους. Η παρέμβασή μου ήταν περίπου η ακόλουθη:
Ανόμοιες συνθήκες
Ακούγοντας τις πολύ επιθετικές κριτικές για στελέχη του ΚΚΕ της εποχής του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, θα υπενθυμίσω τι έχει πει ο Μάο για την ορθή λύση των αντιθέσεων που προκύπτουν στην πορεία της πάλης. Ο Μάο κάνει ένα σαφή διαχωρισμό, ότι βασικά υπάρχουν δύο ειδών αντιθέσεις. Η μία είναι ανάμεσα σε μας και τους εχθρούς μας και η άλλη μέσα στο λαό, αναμεταξύ μας.
Όταν το διάβασα προς το τέλος της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, μου άνοιξε τα μάτια και χρησίμευσε σαν οδηγός όχι μόνο στο πολιτικό περιβάλλον, αλλά και το κοινωνικό. Δεν ξέρω αν κατάφερα στην εφαρμογή όποτε προέκυπτε σαν ανάγκη ή σαν πρόβλημα, επειδή όσο εύκολο είναι να το κατανοήσεις τόσο δύσκολο είναι να το ακολουθήσεις στην πράξη. Πάντως, το έχω κρατήσει ως ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω διδαχτεί.
Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι όσα έπραξαν οι παλιοί αγωνιστές στο παρελθόν και κυρίως σε εποχές πολύ πιο ζόρικες και δύσβατες απ’ αυτές στις οποίες εμείς αγωνιζόμαστε και διαμορφώνουμε τις κρίσεις και εκφέρουμε τις αξιολογήσεις μας, πρέπει να κριθούν από άλλη γωνία απ’ αυτή που κρίνουμε τα πεπραγμένα των εχθρών μας, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και αντικειμενικοί. Και είναι πολύ ασύμβατο να μπαίνουν οι πράξεις των εχθρών μας στην ίδια ζυγαριά με τις πράξεις των αγωνιστών που πάλεψαν ταυτόχρονα και διαδοχικά, μέσα σε μια δεκαετία, με πέντε δυνάμεις εισβολής και κατοχής, Ιταλούς, Γερμανούς, Βούλγαρους, Άγγλους και Αμερικάνους συν τους εντόπιους στρατούς και τις συμμορίες τους, με τίμημα τη ζωή τη δική τους, των συμπολιτών, των φίλων, των κοντινών και των συναγωνιστών τους.
Δικοί μας
Οι αγωνιστές που έκαναν αυτό το πελώριο έπος, δεν ήταν ούτε μεγάλοι θεωρητικοί του μαρξισμού, ούτε έμπειροι στρατηλάτες. Ήταν τσαγκάρηδες, υπάλληλοι και βιομηχανικοί εργάτες, οι περισσότεροι αγρότες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι καλύτεροι είχαν εμπειρία μόνο από απεργίες, φυλακές και εξορίες. Και μερικοί που είχαν ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, με αυτούς τους κοινούς ανθρώπους είχαν να κάνουν. Αυτό, λοιπόν, που επιτεύχθηκε και συνεχίζει να προκαλεί το σεβασμό και το θαυμασμό μας, έγινε απ’ αυτούς τους απλούς αλλά αποφασισμένους ανθρώπους. Τώρα είναι πιο εύκολο και εκ του ασφαλούς να αναζητήσουμε και να βρούμε σ’ αυτό το εγχείρημα λαθεμένες εκτιμήσεις, παραλείψεις, υπαναχωρήσεις, ό,τι ελαττωματικό, επειδή βασικά δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός του αγώνα. Οι αγωνιστές ηττήθηκαν. Και δρυός πεσούσης… Μήπως, όμως, αδικούμε αυτούς τους ανθρώπους επειδή δεν τα κατάφεραν ως το τέλος;
Γιατί, αυτοί οι ίδιοι, πρώην πολιτικοί κατάδικοι, έκαναν την ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ! Έκαναν τον ΕΛΑΣ! Και μετά έκαναν το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας! Δηλαδή υπερέβησαν τις ανθρώπινες δυνατότητες κατά έτη φωτός!
Δυστυχώς, πέρα από όλες τις άλλες αδυναμίες, εμείς δεν είχαμε ούτε Λένιν, ούτε Τρότσκι, ούτε Μάο, εννοώ φυσιογνωμίες ιδιαίτερα προικισμένες, απ’ αυτές που στην ιστορία ηγούνται των κοσμογονικών αλλαγών. Η κινέζικη επανάσταση επιβλήθηκε το 1949, αλλά είχαν είκοσι χρόνια ένοπλου αγώνα, με απελευθερωμένες περιοχές. Οι δικοί μας τα έκαναν όλα σε χρόνο μηδέν. Με ένα μικρό κόμμα, περιορισμένο, κυνηγημένο, στα μπουντρούμια, με δικτατορίες κι άλλες δυσμενείς καταστάσεις! Αυτό που πέτυχαν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αν δεν τους απαλλάσσει από τα λάθη που έκαναν, σε κάθε περίπτωση μετριάζει πολύ τις ατομικές ευθύνες τους. Κι έτσι πρέπει να τους βλέπουμε. Είναι οι δικοί μας άνθρωποι που έδωσαν ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Αν κάποιοι ήταν προδότες, ασφαλώς θα τους ξεχωρίσουμε, αλλά δεν συζητάμε γι’ αυτούς.
Άλλη κουλτούρα
Την εποχή που γινόταν η αντίσταση στην Ελλάδα, δεκαετία του ’40, και μέχρι τη δεκαετία του ’70, ήταν σε εξέλιξη πάνω από εκατό επαναστάσεις και εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο. Όχι μόνο στην Αλγερία και το Βιετνάμ, που ξέρουμε τι έγινε. Υπήρχε ένοπλο μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα ακόμα και στο Ομάν, ένα αραβικό κράτος κάτω από τη Σαουδική Αραβία. Υπήρχαν κινήματα σε όλες τις ηπείρους. Απ’ αυτά τα κινήματα, αρκετά πέτυχαν τουλάχιστον στο εθνικοαπελευθερωτικό σκέλος να διώξουν τους αποικιοκράτες, αλλά την κοινωνική επανάσταση που πολλοί επιθυμούσαν, δεν την πέτυχαν -τότε και αργότερα- ούτε δέκα λαοί!
Εμείς ήμασταν στην πλειονότητα των λαών που προσπάθησαν και δεν τα κατάφεραν. Οι αντικειμενικές συνθήκες δεν μας ευνόησαν. Ο καπιταλισμός ήταν ακόμα πολύ ισχυρός και εμείς ήμασταν μέσα στο στόμα του, μέσα στην Ευρώπη. Όλα αυτά πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψη όταν κρίνουμε κι αυτούς που έκαναν σοβαρά λάθη κι αυτούς που αποτύχανε. Να διαχειριζόμαστε τις σχέσεις μας μαζί τους στο πλαίσιο των αντιθέσεων που διαμορφώνονται μέσα στο λαό κι όχι να τις αντιμετωπίζουμε σαν αντιθέσεις ανάμεσα σε μας και τους εχθρούς μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους αξιολογούμε και δεν κάνουμε κριτική στις επιλογές και τα πεπραγμένα τους, αλλά δεν ακυρώνουμε το σύνολο της αγωνιστικής τους συμβολής.
Δυστυχώς, στο κομμουνιστικό κίνημα στη Δύση, η κουλτούρα ήταν διαφορετική από την κινέζικη. Οι διαφωνίες, οι διαφορετικές εκτιμήσεις και επιλογές, οι όποιες αντιθέσεις στους κόλπους των κομμουνιστικών και εν γένει αριστερών κομμάτων αντί να επιλύονται με «συσπείρωση-κριτική-συσπείρωση» αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι αντιθέσεις με τον εχθρό. Με βαριές κατηγορίες και αποκλεισμούς. Κι αυτή η κουλτούρα φαίνεται ότι δεν έχει αλλάξει πολύ…
Μάο: Για την ορθή λύση των αντιθέσεων ανάμεσα στο λαό
Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε μας και τους εχθρούς μας και οι αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό αποτελούν δύο τύπους αντιθέσεων διαφορετικών ως προς το χαρακτήρα τους, και οι τρόποι της επίλυσής τους είναι επίσης διαφορετικοί.
Το 1942, συγκεκριμενοποιήσαμε αυτό το δημοκρατικό τρόπο επίλυσης των αντιθέσεων ανάμεσα στο λαό στο σύνθημα: «Συσπείρωση – κριτική – συσπείρωση». Αν θελήσουμε να εκφραστούμε μ’ έναν τρόπο πιο πλήρη, αυτό σημαίνει: ξεκινώντας από την επιθυμία της συσπείρωσης, να επιτύχουμε με την κριτική ή την πάλη τη λύση των αντιθέσεων και να φτάσουμε ακριβώς από εκεί σε μια καινούργια συσπείρωση στηριγμένη σε μια καινούργια βάση. Όπως αποδείχνει η πείρα μας αυτή είναι μια σωστή μέθοδος για την επίλυση των αντιθέσεων ανάμεσα στο λαό.
Το 1942, εφαρμόσαμε αυτή τη μέθοδο για την επίλυση των αντιθέσεων που εκδηλώνονταν στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος, και συγκεκριμένα για την επίλυση των αντιθέσεων ανάμεσα στους δογματικούς και στην πλατιά μάζα των μελών του κόμματος, ανάμεσα στο δογματισμό και τον μαρξισμό. Άλλοτε, οι δογματικοί της «αριστεράς» χρησιμοποιούσαν στην εσωκομματική πάλη τη μέθοδο «σκληρός αγώνας, ανελέητο χτύπημα». Επρόκειτο για λαθεμένη μέθοδο.

Κριτικάροντας το δογματισμό της «αριστεράς» δεν χρησιμοποιήσαμε αυτή την παλιά μέθοδο, αλλά χρησιμοποιήσαμε μια καινούργια που συνίσταται στο εξής: ξεκινώντας από την επιδίωξη της συσπείρωσης με την κριτική ή την πάλη, να καθορίζουμε τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο με την κριτική και την αντίκρουση και με τον τρόπο αυτό να πετυχαίνουμε μια καινούργια συσπείρωση σε καινούργια βάση. Αυτή τη μέθοδο χρησιμοποιήσαμε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τη βελτίωση του στυλ δουλειάς που έγινε το 1942.
Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του 7ου Εθνικού Συνέδριου του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνήλθε το 1945, η ενότητα όλου του κόμματος είχε πραγματοποιηθεί και χάρη σ’ αυτό επιτεύχθηκε η λαμπρή νίκη της λαϊκής επανάστασης. Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να εμπνεόμαστε από την επιθυμία της συσπείρωσης. Αν αυτή η υποκειμενική επιθυμία της συσπείρωσης λείψει, η πάλη αναπόφευκτα θα εξελιχθεί σε αναταραχή που δύσκολα αντιμετωπίζεται…
Με άλλα λόγια: «Να επιπλήττουμε για τα λάθη, που έγιναν στο παρελθόν, για να αποτρέψουμε τα ενδεχόμενα λάθη στο μέλλον, να θεραπεύσουμε την αρρώστια για να σώσουμε τον άνθρωπο». Επεκτείναμε την εφαρμογή της μεθόδου και έξω από το κόμμα…
(Απόσπασμα από λόγο του Μάο Τσετούνγκ που εκφωνήθηκε το 1957)
Πορεία αντιθέσεων από τα εφηβικά χρόνια…
Στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια ήμουν ατίθασος και συγκρουσιακός. Όντας «αρχηγός» της τοπικής μας «συμμορίας» και της ποδοσφαιρικής ομάδας του μικρού αλλά ωραίου μας φέουδου της πλατείας Καλλιγά, κοντά στην πλατεία Αμερικής, επιλύαμε πρακτικά τις όποιες διαφορές μας, από τους κοντινούς μας μέχρι τους μακρινούς μας, με τσακωμούς. Και ήταν πολλά παιδιά έτσι. Ευτυχώς, με βάση τα ήθη της εποχής, η βία που ασκούσαμε εμείς και οι αντίπαλοί μας εξαντλείτο σε πολεμικά παιχνίδια με σπαθιά και κοντάρια, άντε και καμία σφεντόνα στον πετροπόλεμο και συχνή κλοτσοπατινάδα στις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις, που όλα κατέληγαν αναίμακτα ή με μικροφθορές σε ειρήνη, έστω και προσωρινή, μέχρι το επόμενο ματς.
Με τα λυκόπουλα και τους προσκόπους έμαθα πολλά χρήσιμα πράγματα, γνώρισα καλά παιδιά, συμμετείχα πολύ ενεργητικά σε πάρα πολλές δράσεις, έγινα μεσαίος βαθμοφόρος, αλλά αντιδρούσα σπασμωδικά σε κάποιες υπερβολές των μεγαλύτερων σε ζητήματα περιττής πειθαρχίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που ενώ ήμουν πολύ καλός στα νέα ελληνικά, τη γεωμετρία και τη γυμναστική, αντιπαθούσα το σχολείο που μας κούρευαν σαν φαντάρους, μας απειλούσαν με πολυήμερες αποβολές και τσουχτερούς χάρακες και μας υποχρέωναν να εξομολογούμαστε κάθε χρόνο σε ένα παπά που ερχόταν επί τούτου στο σχολείο για να μας συγχωρέσει για τις παιδικές μας αμαρτίες!
Σταδιακά, όμως, με διάβρωνε η μουσική! Ο Κλιφ κι ο Έλβις, μετά οι Μπιτλς και οι πιο οργίλοι Ρόλινγκ Στόουνς που προτιμούσα μεγαλώνοντας, με ισορροπούσαν. Σ’ αυτό έπαιζαν ρόλο και τα υπέροχα μοντέρνα κορίτσια της γειτονιάς μας που ενεργοποιούσαν και ενίσχυαν το συναισθηματισμό μας. Αλλά ιδεολογικά λυτρωτικό ήταν το θαυμαστό κίνημα των χίπις, η «δύναμη των λουλουδιών», η επανάσταση της αγάπης, η κοινοβιακή ζωή, η σεξουαλική απελευθέρωση, το κίνημα της ειρήνης και η οικολογική κοσμοθεώρηση, που όλα εκδηλώνονταν και αποτυπώνονταν με άπειρες μορφές και τρόπους στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία, τη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τη γραφιστική, το σινεμά, το θέατρο και το χορό, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία, την παιδεία, τη διατροφή, την ενδυμασία, τη φυσιολατρία και την αστρολογία. Και, βέβαια, στη μουσική που τα κάλυπτε όλα και από μέσα της περνούσαν όλα! Η μουσική ήταν ο συνδετικός κρίκος όλων των επιμέρους στοιχείων, η μουσική τους υπόκρουση και ο αντιπρόσωπός τους στον έξω κόσμο.
Όλος αυτός ο μαγικός κόσμος με απορρόφησε και με έφερε στα ίσια μου και στην αφετηρία μου, τη γενέτειρά μου και την οικογένειά μας. Στην όμορφη και πολιτισμένη ζωή στην Πόλη, πριν την καταστροφή και τον ξεριζωμό. Στην καλοσύνη της αρχόντισσας γιαγιάς Βασιλικής, στην αντοχή του πατέρα μας που έπρεπε να αρχίσει από το μηδέν σε ένα όχι πολύ φιλόξενο περιβάλλον, στην ευαίσθητη αδελφούλα μου που έπλαθε τα πιο ωραία κτίσματα στην άμμο, στη μάνα μας που ήταν η αποθέωση της υπομονής, της συμφιλίωσης, των καλών τρόπων και της δημιουργικότητας και στη θεία μας τη Χριστίνα, την προσφυγοπούλα, που μας σκέπαζε με την αγάπη και την έγνοια της.
Μια ζωή αντιθέσεις
Όταν ξεκίνησα στη Νομική, το 1968, όλα πάλι άλλαζαν. Στην Ελλάδα είχε εγκατασταθεί μία δικτατορία που έβλεπες ότι ερχόταν από τα λαγούμια της συντήρησης. Μιλούσαν μια γλώσσα που ήταν γεμάτη αναχρονισμούς, μια γλώσσα που ήταν απόσταγμα της χοντροκοπιάς των καραβανάδων, των χωροφυλάκων και των πολιτικών από την επαρχία, ένα κράμα από αρχαϊσμούς, ψευτοκαθαρευουσιάνικο ύφος και λαϊκοφτηνιάρικες μεγαλοστομίες. Και μια αισθητική που εξαντλείτο στις χάρτινες περικεφαλαίες, τις πλαστικές ασπίδες και τον τελετουργικό συγκερασμό της αρχαιολαγνίας με τη χριστιανική θρησκοληψία και της αθηναϊκής δημοκρατίας με τη βυζαντινή ελέω θεού μοναρχία! Στο πανεπιστήμιο, ο γραμματέας της Σχολής, χουντικός εκ πεποιθήσεως, μου απαγόρευσε να συναλλάσσομαι με τη γραμματεία εφ’ όσον δεν έκοβα τα μαλλιά μου κατά το πρότυπο των Ελλήνων αξιωματικών!
Στον αντίποδα, ο Μπομπ Ντίλαν και η Τζόαν Μπαέζ, οι MC5 και οι Λεντ Ζέππελιν, ο Τζέιμς Μπράουν, ο Τζίμι Χέντριξ και ο Φρανκ Ζάππα, ο καθένας με τον τρόπο του και το ύφος του, εκφράζανε όλο το φάσμα των συναισθημάτων και των αντιλήψεων μας που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από το παγκόσμιο κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, τους αγώνες των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, τον Τσε και τον Μάο που συνδύαζαν το μαρξισμό με τα νεανικά και καλλιτεχνικά κινήματα στην Ευρώπη, την Αμερική και την Κίνα. Η εδραίωση της κινέζικης επανάστασης και τα αποφθέγματα της Πολιτιστικής Επανάστασης είχαν αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη επιρροή στα ριζοσπαστικά κινήματα και τους πιο αβάν γκαρντ διανοούμενους και καλλιτέχνες της Δύσης από την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης που είχε αρχίσει να φθίνει.
Από τους ένοπλους Μαύρους Πάνθηρες στο Σικάγο, τα κοινόβια στο Σαν Φραντσίσκο, τα εικαστικά του Άντι Γουόρχολ στη Νέα Υόρκη και τους επαναστατημένους φοιτητές του Μπέρκλεϊ μέχρι τον Ζαν Πολ Σαρτρ, τον Ζαν Λικ Γκοντάρ και τους άλλους διανοούμενους της Γαλλίας, αλλά και το μαοϊκό Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), τα συνθήματα της Πολιτιστικής Επανάστασης, όπως «Η γυναίκα είναι το μισό τ’ ουρανού», «Αφήστε εκατό λουλούδια να ανθίσουν και εκατό σχολές να συναγωνίζονται», «Μία σπίθα αρκεί για να πάρει φωτιά ο κάμπος» και «Βομβαρδίστε τα επιτελεία», συνόψιζαν την ανανέωση των πολιτικών αντιλήψεων και προταγμάτων και γι’ αυτό γνώρισαν θριαμβευτική υποδοχή και αποδοχή από τα μοντέρνα κινήματα της εποχής, πολιτικά και αισθητικά.
Επηρεασμένος απ’ όλ’ αυτά, δεν ανακάλυψα μόνο τον Μαρξ και τον Λένιν, αλλά και τον Μάο και τον Μαρκούζε! Ήταν μια περίοδος που συνέβαιναν τόσα πολλά, πρωτότυπα, ευφάνταστα, δημιουργικά και ανατρεπτικά, που δεν χόρταινα να τα απολαμβάνω. Βέβαια, έκτοτε, οι εμπειρίες εμπλουτίστηκαν, άλλα προστέθηκαν κι άλλα αφαιρέθηκαν, αλλά μετά από κάθε καταστάλαγμα έμεναν τα πολύτιμα ψήγματα σοφίας που θεμελίωναν τη βάση πάνω στην οποία χτίζει κανείς τη δική του κοσμοαντίληψη.
Ένα τέτοιο πολύτιμο «ψήγμα» είναι οι αναλύσεις του Μάο για τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μας και τους εχθρούς και τις αντιθέσεις στο λαό.
Το θέμα, λοιπόν, δεν ήταν πια σύγκρουση ή συμφιλίωση, αλλά κατανόηση και σωστή κατάταξη του είδους των αντιθέσεων στις ανθρώπινες σχέσεις, τις ατομικές και τις συλλογικές ως προϋπόθεση για τη σωστή διαχείρισή τους, από τις πολιτικές και τις επαγγελματικές ως τις πιο προσωπικές συναναστροφές. Κι αυτή η φοίτηση, γύρω από τη σωστή διαχείριση των αντιθέσεων, με επηρέασε εφ’ όρου ζωής.