Δείτε  Μέρος α΄ Μέρος β΄ Μέρος γ΄ Μέρος δ΄

 

Το 1983 ήταν μία ακόμα καλύτερη χρονιά. Προσελκύονταν στο περιοδικό όλο και περισσότεροι δημιουργικοί άνθρωποι που έβρισκαν ένα ελεύθερο βήμα να εκφραστούν, να διατυπώσουν απόψεις που δεν φιλοξενούνταν στον Τύπο, να συνδράμουν σε μια κοινή προσπάθεια για την υποστήριξη και ενδυνάμωση του λαϊκού πολιτισμού σε μια εποχή που ασκούνταν πάνω του μεγάλες πιέσεις από την εμπορευματοποιημένη κουλτούρα, αλλά και από τη δικτατορία των «εγκατεστημένων». Μια εποχή που η αντίδραση είχε νόημα και μεγάλο κοινωνικό αντίκρισμα.

Ως παρέα, δεν ήμασταν δογματικοί ούτε τυπολάτρες. Αγαπούσαμε το ρεμπέτικο, αλλά δεν ενθαρρύναμε την θεατρική αναπαράστασή του, με απομιμήσεις μιας τάχα στάνταρ ενδυμασίας, κοστούμι-γιλέκο-ρεπούμπλικα-μυτερό παπούτσι, και κάποιων δήθεν χαρακτηριστικών τρόπων συμπεριφοράς που υιοθετούσαν μερικοί νεαροί μουσικοί που είχαν την τάση να ταυτίζονται με τους ορίτζιναλ ρεμπέτες, μέχρι σημείου γελοιότητας, ενθαρρυμένοι συχνά από τηλεοπτικούς σκηνοθέτες και παραγωγούς.

Προχωρούσαμε μεθοδικά. Το περιοδικό λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης των ιδεών, των προτάσεων, των δράσεων και των πληροφοριών που προέρχονταν από ένα ευρύτατο και ποικίλο κύκλο συμπολιτών, αλλά και από διεθνή ρεύματα και τάσεις, τα οποία όλα μαζί συναρθρώνονταν δίνοντας το εναλλακτικό στίγμα της εποχής και ταυτόχρονα συμβάλλοντας στη δημιουργία και την εξέλιξή του.

Το 1983 είναι ίσως η πιο παραγωγική μας χρονιά. Βγάζουμε 6 τεύχη του περιοδικού, 454 σελίδες με πυκνογραμμένη ύλη, και οργανώνουμε 5 συναυλίες στο Λυκαβηττό και μία μικρή περιοδεία του Σαββόπουλου σε Βόλο-Λάρισα-Θεσσαλονίκη με εκπληκτική ανταπόκριση.

Αν με τις συναυλίες του 1982 δώσαμε ένα πρώτο ανάγλυφο σκίτσο των απόψεών μας, με τις συναυλίες του 1983, υπό τον γενικό τίτλο «Ελληνική Διασκέδαση», γίναμε σαφέστεροι. Η επιλογή ήταν πιο μεγάλη και πιο πολύμορφη. Έχοντας το πετυχημένο προηγούμενο ζητήσαμε και πήραμε το θέατρο για πέντε μέρες, για τρία διαφορετικά προγράμματα. Ταυτόχρονα εξασφαλίσαμε την τηλεοπτική τους κάλυψη από την ΕΡΤ. Ο Βασίλης Βασιλικός είχε αναλάβει αναπληρωτής γενικός διευθυντής του κρατικού δικτύου και ήταν πολύ θετικός στις ιδέες και τις δράσεις μας. Ήταν δε τόσο ενθουσιασμένος με το πρόγραμμα που του παρουσιάσαμε που κανόνισε να μεταδοθούν οι συναυλίες όχι μαγνητοσκοπημένες, αλλά ζωντανές, την ώρα που συνέβαιναν. Ήταν κι’ αυτό μια καινοτομία για την υλοποίηση της οποίας η ΕΡΤ έπρεπε να κινητοποιήσει ένα τεράστιο δυναμικό με βάση τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής.

 

Ρεκόρ τηλεθέασης

Στην πρώτη από τις τρεις, επιλέξαμε να είναι επικεφαλής του καλλιτεχνικού σχήματος η Χάρις Αλεξίου. Η Χαρούλα ήταν η τραγουδίστρια της καρδιάς μας∙ με το στυλ και το ρεπερτόριό της ήταν πολύ μέσα στο πνεύμα μας. Μαζί της ήταν ο αδελφός της, ο Γιώργος Σαρρής που είχε το προνόμιο να τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το περίφημο τραγούδι των Νικολόπουλου-Ρασούλη «Με τα φώτα νυσταγμένα (οι νταλίκες)» και η Αθηναϊκή Κομπανία που έγραφε δικά της τραγούδια στο ύφος του ρεμπέτικου.

Η Χαρούλα σε λαοθάλασσα στο Λυκαβηττό… (φωτ. Μ. Καλογερόπουλος, στούντιο Προβολή)

Η Χαρούλα, εκτός από τα «κλασικά» της, τραγούδησε Νικολόπουλο – Ρασούλη (Αν πεθάνει μια αγάπη, Ζήλεια μου κ.ά.) και σμυρνέικα-ρεμπέτικα από «Τα τσίλικα» που περιλάμβαναν συνθέσεις Τούντα, Χατζηχρήστου κ.ά. Αποθεώθηκε.

Οι άνθρωποι της ΕΡΤ μας είπαν ότι ποτέ καμία καλλιτεχνική εκδήλωση στο παρελθόν δεν είχε τόσο υψηλή θεαματικότητα και ότι τηλεφωνούσαν απ’ όλη την Ελλάδα ζητώντας να μην κοπεί η μετάδοση προτού τελειώσει η συναυλία που κράτησε τρεις ώρες!

Μετά τις συναυλίες της Χαρούλας, οργανώσαμε μία συναυλία με κεντρικό πρόσωπο τον Τάκη Μουσαφίρη. Με τα τραγούδια του, είχε απογειωθεί οριστικά ο Δημήτρης Μητροπάνος, αλλά, μετά από πολλά χρόνια παρουσίας στα πάλκα, έβγαινε επιτέλους στο προσκήνιο και η Πίτσα Παπαδοπούλου. Τα τραγούδια «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο», «Σε μια στοίβα καλαμιές», «Πες μου που πουλάν καρδιές», «Θα τα βροντήξω όλα», «Τι αγάπη θεέ μου» κ.ά. που είχαν γίνει μεγάλες επιτυχίες, τα ερμήνευσαν στο Λυκαβηττό με τη συνοδεία μεγάλης ορχήστρας αποτελούμενης από εξαίρετους μουσικούς, συμπεριλαμβάνοντας και τραγούδια του Μουσαφίρη που είχαν γίνει γνωστά από τη Δούκισσα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Ρίτα Σακελλαρίου κ.ά. Η συναυλία αυτή είχε και ένα μέρος με ρεμπέτικα που τραγούδησε ο Μπάμπης Γκολές και ένα μέρος με ηπειρώτικα, λόγω της καταγωγής του Μουσαφίρη, με δημοτικό συγκρότημα επικεφαλής του οποίου ήταν ο Σάββας Σιάτρας. Κι αυτή η συναυλία μεταδόθηκε τηλεοπτικά, χωρίς δυστυχώς το μέρος με τα δημοτικά αφού απροειδοποίητα η ΕΡΤ αποφάσισε να σταματήσει την αναμετάδοση της συναυλίας μετά το τέλος του λαϊκού προγράμματος.

Για την ιστορία, η συναυλία αυτή μπήκε εκτάκτως σε αναπλήρωση του αφιερώματος στον Βασίλη Τσιτσάνη που τελικά δεν έγινε, γιατί στο παραπέντε ο μεγάλος δημιουργός ζήτησε να ακυρώσουμε τη συναυλία του επειδή φοβόταν ότι μπορεί να κρυώσει πάνω στο Λυκαβηττό. Ίσως και να μην ήταν ο μοναδικός λόγος αυτός, αλλά έχοντας συνεργαστεί μαζί του ως παραγωγός του ήξερα ότι είχε διάφορες ανασφάλειες που μερικές φορές εντείνονταν πολύ. Ίσως και να μην αισθανόταν πολύ καλά με δεδομένο ότι μερικούς μήνες αργότερα εκδηλώθηκε πολύ επιθετικά το πρόβλημα υγείας που τον πήρε πρόωρα από κοντά μας.

 

Τραγουδώντας από ψηλά: ο Μανώλης Αγγελόπουλος με την Κωνσταντίνα στο Λυκαβηττό (φωτ. Μ. Καλογερόπουλος, στούντιο Προβολή)

Ρατσισμός και στο τραγούδι

Στην τρίτη ενότητα, τιμώμενο πρόσωπο ήταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Η τηλεοπτική μετάδοση αυτής της συναυλίας έδωσε πολλή χαρά σε ανθρώπους που οι προτιμήσεις τους ήταν ανέκαθεν απαξιωμένες από τα κατεστημένα κυκλώματα, αλλά πυροδότησε πρωτοφανούς έκτασης και έντασης αντιδράσεις από τις εφημερίδες και τα περιοδικά που τότε είχαν μεγάλη κυκλοφορία και επιρροή στην κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο. Το ολοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Τα Νέα» με τον προσβλητικό χαρακτηρισμό «Ο αρχιγύφτος στο Λυκαβηττό» αντανακλούσε ένα ρατσιστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η αποδοκιμασία και η απόρριψη των συναυλιών του Αγγελόπουλου από μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων και προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Λιάνης (Τα Νέα), ο Φρέντι Γερμανός και η Φωφώ Βασιλακάκη (Ελευθεροτυπία), ο Δ. Καπράνος (Καθημερινή και Τηλέραμα), ο Ιάκωβος Καμπανέλης (συγγραφέας και διευθυντής του κρατικού ραδιοφώνου), ο Αντώνης Καλογιάννης (τραγουδιστής) κ.ά.

Δεν τους ενοχλούσε μόνο ότι ήταν τσιγγάνος. Τους ενοχλούσε ότι σήκωνε κεφάλι και ακουγόταν με έμφαση και καμάρι η φωνή ενός κόσμου που δεν είχε ανοιχτή πρόσβαση στα ΜΜΕ. Ένας κόσμος τον οποίο μπορούν να διαχειρίζονται οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι, αρκεί να μην εκφράζει άποψη, να μην έχει απαιτήσεις, να μην διεκδικεί ισότιμη μεταχείριση. Οι πολιτικοί έχουν τη λευκή εξουσιοδότηση μέσα από το εκλογικό σύστημα που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, οι δημοσιογράφοι έχουν τα μέσα να επιβάλλουν τι είναι ωραίο και τι άσχημο και οι διανοούμενοι έχουν το αποκλειστικό προνόμιο να προσφέρουν ό,τι αυτοί θεωρούν ποιότητα που οι λαϊκοί δεν κατέχουν ούτε μπορούν να παράγουν. Βέβαια, τις λαϊκές φωνές δεν μπορούν να τις καταπνίξουν, μπορούν όμως να τις κρατήσουν στο περιθώριο, να τις απαξιώσουν και σε καμία περίπτωση να μην τις επιτρέψουν να εκδηλωθούν στο προσκήνιο και να νομιμοποιηθούν σαν σημαντικές και πρωταγωνιστικές. Η ζωντανή μετάδοση των λαϊκών συναυλιών που σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Βασιλικός είχαν σπάσει ρεκόρ τηλεθέασης, κλόνιζε την αυθεντία και την εξουσία των κέντρων και εκείνων που μονοπωλούσαν την επικοινωνία και την αξιολόγηση. Μια ομάδα ανθρώπων που δεν ανήκε στην καθεστηκυία τάξη είχε καταφέρει να διαρρήξει το δομημένο σκηνικό και να αναδείξει την αξία και το κοινωνικό έρεισμα των γνήσιων λαϊκών καλλιτεχνών. Δηλαδή τους μουσικούς, συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές στους οποίους οι «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης επέτρεπαν να υπάρχουν μόνο στα μπουζουξίδικα και τα πανηγύρια. Είχε ξύσει την επιφάνεια για να φανεί η πραγματικότητα. Κι αυτό αναστάτωσε και εξόργισε τους εκμαυλιστές της κουλτούρας και όλους τους παρατρεχάμενους.

Ουσιαστικά, τους είχαμε αναγκάσει να εκδηλωθούν δημόσια, ξεδιάντροπα, αποδεικνύοντας ότι πέρα από την θεσμική λογοκρισία, δια του νόμου, υπήρχε και η άτυπη και αθέατη την οποία ασκούσαν κέντρα και άτομα με εξουσία σε μεγάλη κλίμακα και σε πολλά επίπεδα.

 

Ο Μανώλης με την αξία του

Στο Λυκαβηττό ήταν τόσο μεγάλη η κοσμοσυρροή που η Αστυνομία που είχε την ευθύνη να διευκολύνει τα πλήθη που ανέβαιναν με κάθε μέσο στο λόφο, για να μειώσει την πίεση αποφάσισε αυθαίρετα να ανοίξει τις πόρτες του θεάτρου με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει όλος ο χώρος από χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό θέλαμε να το αποφύγουμε, γιατί μετά την εμπειρία των συναυλιών της προηγούμενης χρονιάς, για να μη συμβεί κανένα ατύχημα, είχαμε αποφασίσει να μην χάνουμε τον έλεγχο των εισερχομένων στο θέατρο. Με την βιαστική, όμως, ενέργεια της αστυνομίας, η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη. Θυμωμένος επί σκηνής, στην έναρξη της συναυλίας που την παρουσίαζε ο ηθοποιός Αντώνης Καφετζόπουλος, κατήγγειλα την αστυνομική αυθαιρεσία και ζήτησα από τους αστυνομικούς που ήταν πλέον άχρηστοι να αποχωρήσουν από το θέατρο. Τότε, ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Κολωνακίου, υπεύθυνος για τις δυνάμεις που υπήρχαν στο λόφο, διέταξε τη σύλληψή μου μόλις απομακρυνθώ από τον κόσμο. Ειδοποιημένος από ένα αστυνομικό που γούσταρε πολύ τον Αγγελόπουλο, πριν τελειώσει η συναυλία διέφυγα με τη μοτοσικλέτα του Γρηγόρη Φαληρέα από την πόρτα που βρισκόταν κάτω από τις κερκίδες και φιλοξενήθηκα εκείνο το βράδυ στο σπίτι του, ξέροντας ότι θα με αναζητούσαν. Βέβαια, έτσι έχασα ένα μέρος από τη συναυλία, αλλά δεν τους έκανα τη χάρη να με ταλαιπωρήσουν στο τμήμα. Την άλλη μέρα το πρωί, με τον συνεργάτη μου Πάνο Δημάκη, πήγαμε κατ’ ευθείαν στο γραφείο του αστυνομικού διευθυντή Μανώλη Μποσινάκη και ζητήσαμε να πάψει η καταδίωξη. Αυτός κάλεσε στο γραφείο του τον αστυνόμο που ήθελε την κεφαλή μου επί πίνακι και, έχοντας παρακολουθήσει τη συναυλία από την τηλεόραση, προσπάθησε να μας συμφιλιώσει παροτρύνοντάς μας να συνεννοηθούμε καλύτερα για τη δεύτερη βραδιά που αναμενόταν να έχει την ίδια κοσμοσυρροή.

Στο δρόμο για το Λυκαβηττό: Μανώλης Αγγελόπουλος, Ελένη Βιτάλη, Ελευθερία Αρβανιτάκη και οι «Οπισθοδρομικοί» Άγγελος Σφακιανάκης και Θοδωρής Παπαδόπουλος (φωτ. Μ. Καλογερόπουλος, στούντιο Προβολή)

Στις συναυλίες συμμετείχαν επίσης η Ελένη Βιτάλη που είχε ήδη φοβερό σουξέ με τα τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου και του Τάκη Σούκα (Παίξε Χρήστο επειγόντως, Βάρα μου το ντέφι, Ανοίχτε τα τρελάδικα κ.λπ.), η Οπισθοδρομική Κομπανία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μεγάλες φόρμες και οι σολίστες Γιάννης Βασιλόπουλος-κλαρίνο, Τάκης Σούκας-ακορντεόν, Λευτέρης Ζέρβας-βιολί και Θοδωρής Καμπουρίδης-μπουζούκι με ενορχηστρωτή τον Νάκη Πετρίδη.

Οι συναυλίες αυτές με τη Χαρούλα, τη Βιτάλη, τον Μητροπάνο, την Πίτσα, τον Γκολέ, τον Χατζηδιάκο, την Ελευθερία, τον Σιάτρα, τον Σούκα, τον Βασιλόπουλο, τον Καμπουρίδη και τον Πετρίδη και ιδίως η παρουσία του Μανώλη Αγγελόπουλου στο Λυκαβηττό και σε όλα τα σπίτια μέσα από την ΕΡΤ, τάραξαν την εικονική πραγματικότητα και ανέδειξαν την άλλη, την υπαρκτή και δημιουργική πλευρά του λαϊκού κόσμου χωρίς φτιασιδώματα ή φερετζέ.

 

Εχθροί της πατρίδος

Στο ντέφι (τ. 7) που κυκλοφόρησε μετά τις συναυλίες στο Λυκαβηττό, σχολιάσαμε εκτενώς και με αιχμηρό ύφος τις ρατσιστικές επιθέσεις μέσα από τα ΜΜΕ που στρέφονταν εναντίον του Αγγελόπουλου, αλλά και εναντίον του περιοδικού και της παρέας μας γι’ αυτό το έγκλημα που είχαμε διαπράξει, να ανεβάσουμε τον τσιγγάνο στον ιερό λόφο.

«…Η συκοφαντία πάει σύννεφο. Από το «Θησαυρό» που «αποκάλυψε» ότι μόνο από τις συναυλίες του Αγγελόπουλου κερδίσαμε 15.000.000 (!) μέχρι το «παιδί για όλες τις δουλειές» του συγκροτήματος Λαμπράκη που «αποκάλυψε» ότι ο Ελληνιάδης δεν ήταν υπάλληλος αλλά εταίρος (!) της CBS (του διαφεύγει ίσως ότι ήταν και σταθμάρχης της CIA…) και ο Φαληρέας ο θεωρητικός της οικονομικής εκμετάλλευσης των Ελλήνων μέσω του δισκάδικου του!
…Δεν υπήρξε καλλιτεχνικός συντάκτης εντύπου που να μη «ρίχτηκε στη μάχη» ενάντια στο ντέφι (με λίγες εξαιρέσεις) από την «Αυριανή», το «Φαντάζιο» και το «Τηλέραμα» μέχρι τον «Σχολιαστή», τα «Πολιτικά Θέματα» και τη «Μπέσα» (του Αρβανίτικου Συνδέσμου Ελλάδος) με κάτι περί «γύφτων», «τσιφτετελιστών», «ανανήψαντων ροκάδων» (πώς φαίνονται και οι πολιτικοποιημένοι με την ορολογία τους), «λαϊκιστών» και βάλε. Τι αναλύσεις! Τι σοφία! Μας τσακίσανε. Κατουρηθήκαμε από το φόβο μας!»

(απόσπασμα από το σημείωμα της εκδοτικής ομάδας μετά την επίθεση που δέχτηκε με αφορμή τις συναυλίες στο Θέατρο Λυκαβηττού)

 

«…Το ελληνικό τραγούδι με όπλο του την ειλικρίνεια δημιουργείται αυτή τη στιγμή έξω από τις εταιρίες, στα μαγαζιά, στα πανηγύρια, στις γιορτές. Βέβαια, οι εταιρίες θα βγάλουν λεφτά κι απ’ αυτό. Τι να κάνουμε;
Κι αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, φαίνεται πως ενοχλεί πολύ κόσμο επαγγελματιών, που την είχε βρει καλά, με γραφειοκρατία και προοδευτισμό.»

(απόσπασμα από το άρθρο «Συνθέτες ή τραγουδιστές; – Ζήτω ο Κηλαηδόνης» του Τάσου Φαληρέα)

 

«…Για πρώτη φορά η τηλεόραση έδειξε τον Μανώλη Αγγελόπουλο, αυτόν τον θαυμάσιο τραγουδιστή, στην πιο ώριμη και εκφραστική στιγμή της καριέρας του και δεν τους άρεσε! Εντάξει, ρε μάγκες, δεν σας άρεσε. Γιατί όμως να μην τον δουν κάποιοι άλλοι που τους άρεσε;
Νομίζω ότι συμβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα η εξουσία (η ηγεσία της τηλεόρασης εν προκειμένω: Ρωμαίος – Βασιλικός – Αλευράς) να είναι προοδευτικότερη από τους δημοσιογράφους. Εκεί φτάσαμε. Αυτοί που πρέπει να ελέγχουν την εξουσία να είναι πιο αντιδραστικοί από την ίδια την εξουσία. Και μη μας πουν ότι φροντίζουν για την καλλιέργεια του ελληνικού λαού, γιατί, φτάνει πια, μπουχτίσαμε από κάθε είδους λογοκριτές που κόβουν για «το καλό μας». Ο ώριμος ελληνικός λαός, όπως ξέρει αλλού, έτσι ξέρει κι εδώ να κρίνει μόνος του.»

(απόσπασμα από το άρθρο «Τουρκόγυφτοι, τσιφτετελιστές, αμανετζήδες, κομμουνιστές και άλλοι εχθροί της πατρίδος…» του Γιώργου Κοντογιάννη)

 

Δείτε εδώ το επόμενο μέρος στ’

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!