Δείτε: μέρος α’ μέρος β’ μέρος γ’ μέρος δ’ μέρος ε’ μέρος στ’ μέρος ζ’ μέρος η’ μέρος θ‘
Η δεκαετία του 1980 δεν εξελίχθηκε όπως ξεκίνησε. Στο διάβα της, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέμενε κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή, αλλά η αίγλη του υφίστατο φθορές οι οποίες με την τροπή των καταστάσεων αυξάνονταν. Η αθέτηση σημαντικών προεκλογικών θέσεων και δεσμεύσεων, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, αλλά και το «σοσιαλισμό στις 18», είχε εξισορροπηθεί με τις αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, τις προσλήψεις, την κατάργηση ανελεύθερων νόμων, την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κ.λπ., αλλά τα νέα μέτρα «πράσινης» λιτότητας, οι «οικογενειακές» περιπέτειες του πρωθυπουργού και τα εμφανή σημάδια εκφυλισμού, έκαναν το ΠΑΣΟΚ ευάλωτο στις επιθέσεις των συνασπισμένων συμφερόντων προετοιμάζοντας τη ρήξη. Σε κοινωνικό επίπεδο, η αισιοδοξία για ένα αμέριμνο και σταθερά βελτιούμενο επίπεδο ζωής είχε υποστεί κλονισμό και δεν θα ανακτούσε ποτέ πια την αρχική της ένταση.
Ανισόμετρα, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, το λαϊκό τραγούδι, σε όλες του τις μορφές, παρέμενε παραγωγικό και δημοφιλές, με υψηλές πωλήσεις των νέων δίσκων που περιείχαν κάποια επιτυχία, με εκατοντάδες κέντρα διασκέδασης σε καθημερινή λειτουργία και ποικίλες συναυλίες σε θέατρα και γήπεδα σε όλη την επικράτεια. Παρόντες ήταν και οι νέοι καλλιτέχνες που ανήκαν στο ρεύμα του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, ενώ στο χώρο του πιο δυτικότροπου ύφους, με στοιχεία από την ποπ και ροκ μουσική, η προσοχή επικεντρωνόταν σε 4-5 καλλιτέχνες που ξεχώρισαν από την πρώτη μεγάλη φουρνιά.
Στην οδό Μάρνης, άνοιξε το «Ρόδον», παλιός κινηματογράφος που φιλοξένησε σπουδαίους καλλιτέχνες της ροκ μουσικής. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που έπαιξαν στη σκηνή του, ξεχωρίσαμε τον κιθαρίστα John Cipollina, πρώην μέλος του συγκροτήματος Quicksilver Messenger Service και τον Nick Gravenites, ελληνικής καταγωγής μουσικό (η Janis Joplin έχει τραγουδήσει συνθέσεις του), συνεργάτη του Paul Butterfield και μέλος των Blues Band.
Και στις «Αμπάρες», στα Κάτω Πατήσια, θριάμβευε ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος με το ομώνυμο τραγούδι που φέρει τις υπογραφές του κλαρινίστα Βασίλη Σαλέα που το διασκεύασε και του Αντρέα Σπυρόπουλου που έγραψε τα πολύ πετυχημένα λόγια που τραγουδήθηκαν κατά κόρον στα μαγαζιά και τα πανηγύρια.
Ρωμιοί και Οθωμανοί
Στο ντέφι, εκτός από τα σχόλια και τις αναλύσεις που αφορούσαν τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, συνεχίσαμε να παρουσιάζουμε θέματα που είχαν σχέση με την ιστορία και τον πολιτισμό. Ο Τάσος Φαληρέας γινόταν όλο και πιο επικριτικός σχολιάζοντας τις ταινίες που έφτιαχναν οι σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου και συνέχισε να αμφισβητεί τη σύσταση του λεγόμενου ελληνικού ροκ. Στα γραφεία του περιοδικού, στη Σόλωνος, προσκαλέσαμε τρεις σημαντικούς ιστορικούς για να συζητήσουμε θέματα που αφορούν την αλήθεια γύρω από την επανάσταση του 1821 και τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Ο Νίκος Ψυρούκης, ο Βασίλης Σφυρόερας και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος έκαναν ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και αντάλλαξαν απόψεις πάνω σε ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά ή διφορούμενα.
Αποκαλυπτικό ήταν και το αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη με αφήγηση του Στέλιου Βαμβακάρη, που ακολούθησε κατά γράμμα το «δρόμο» του πατέρα του, και ένα ψαγμένο άρθρο του Άκη Πάνου που έθετε το έργο του Μάρκου σε μια πιο ουσιαστική βάση, πιο προσωπική και πιο κοινωνική, πολύ αλλιώτικο από όσα έχουν γραφεί και λεχθεί για τον μεγάλο Συριανό δημιουργό. Μια βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η κουλτούρα του ρεμπέτικου και των ανθρώπων που το διαμόρφωσαν και το εκφράσανε με τα τραγούδια, τις ερμηνείες και τον τρόπο ζωής τους.
Επίσης, φέραμε στο προσκήνιο ένα εξαιρετικό ζήτημα μέχρι τότε «κλειστό» για προφανείς λόγους. Ακόμα κι αυτοί που ήξεραν, δεν είχαν ποτέ γνωστοποιήσει ευρύτερα την αλήθεια, ότι πολλοί συνθέτες και οργανοπαίχτες της κλασικής οθωμανικής μουσικής, από τους σημαντικότερους, ήταν Ρωμιοί προερχόμενοι από τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης και από άλλα μέρη της καθ’ ημάς Ανατολής. Ο Νικηφόρος Μεταξάς, ψάλτης στην Πόλη, είχε μοχθήσει για να δημιουργήσει μια σπουδαία ορχήστρα αποτελούμενη από δεξιοτέχνες Τούρκους μουσικούς που παίζουν παραδοσιακά όργανα, την οποία βάφτισε «Βόσπορος» για να παρουσιάζει τα έργα αυτών των Ρωμιών συνθετών στην Τουρκία και την Ελλάδα.
Ήταν τόσο «θερμό» το κλίμα στο χώρο του τραγουδιού από μία τρομερή δυναμική που είχε αναπτυχθεί στη διάρκεια μιας δεκαετίας που προσωπικά με παρέσυρε στην συναρπαστική περιπέτεια του «live» με αρνητική επίπτωση στην έκδοση του περιοδικού. Ένας πυρετός σε σχέση με τη ζωντανή εκτέλεση της μουσικής, στα κέντρα διασκέδασης, τα ρεμπετάδικα, τα πανηγύρια, τις συναυλίες και τα στούντιο. Η επαφή με τους συνθέτες, τους στιχουργούς, τους μουσικούς, τους ηχολήπτες, κυρίως, όμως, με το κοινό, το ακροατήριο, το οποίο είναι το έδαφος μέσα και πάνω στο οποίο γεννιέται και εκδηλώνεται η μουσική και το τραγούδι, οδηγούσε στην καταβύθιση στον πυρήνα του γίγνεσθαι. Στη δεύτερη φάση του περιοδικού, το κέντρο βάρους είχε γύρει στη ζωντανή εκτέλεση και η έκδοση του εντύπου γινόταν με δυσκολία.
Καζαντζίδης και Βιτάλη
Σημαντικό γεγονός για την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και για ένα πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων, είναι η επάνοδος του Στέλιου Καζαντζίδη στη δισκογραφία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, θαυμαστές του όπως ο Μανώλης Ρασούλης είχαν προσπαθήσει με τη συλλογή υπογραφών να πιέσουν για μια λύση στο πρόβλημα που υπήρχε στις σχέσεις του καλλιτέχνη με την εταιρία Μίνως η οποία τον δέσμευε επ’ αόριστον εφ’ όσον αρνιόταν να εκπληρώσει τις λεόντιες υπέρ της εταιρίας υποχρεώσεις που προβλέπονταν από την τελευταία μεταξύ τους σύμβαση. Το 1979, είχαμε κάνει με τον Καζαντζίδη μια μεγάλη συζήτηση, μέρη της οποίας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Μουσική», με σκοπό να εξευρεθεί μια λύση συμβιβαστική ή δικαστική, αλλά ο Στέλιος δεν πίστευε ότι μπορεί να κατανικήσει την εταιρία. Και προτιμούσε την επώδυνη αποχή. Η τελευταία δισκογραφική παρουσία του ήταν με τα τραγούδια του Άκη Πάνου το 1974 («Η ζωή μου όλη», «Το θολωμένο μου μυαλό» κ.ά.)και των Χρήστου Νικολόπουλου-Πυθαγόρα το 1975 («Υπάρχω», «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου» κ.ά.). Η φωτογραφική διάταξη που ψηφίστηκε έντεκα χρόνια αργότερα στη Βουλή με την οποία απελευθερώθηκε από τη σύμβασή του, οδήγησε σε ένα συμβιβασμό με την εταιρία για την οποία ηχογράφησε τραγούδια για ένα και μοναδικό δίσκο με τον τίτλο «Επιστροφή».
Σε άλλη διάσταση, προσπάθησα να φέρω σε επαφή την Ελένη Βιτάλη με τον Άκη Πάνου προκειμένου να υπάρξει μια δισκογραφική συνεργασία, με δεδομένο ότι η Βιτάλη πίστευε με πάθος στον Άκη Πάνου και ο Άκης θεωρούσε τη Βιτάλη μεγάλη ερμηνεύτρια. Έτσι, πήγαμε στην Ξάνθη, αλλά η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε όχι από διαφωνίες, αλλά από έναν υπέρμετρο συναισθηματισμό που οδήγησε τη συνεργασία σε ναυάγιο.
Το 1987, εξέπεμψε, επί θητείας του Μιλτιάδη Έβερτ, ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθήνα 9,84, χωρίς άδεια και σε κόντρα με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η απήχησή του έδωσε μεγάλη ώθηση στη δημιουργία πολλών ραδιοφωνικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα, που ονομάστηκαν «ελεύθεροι» χωρίς επί της ουσίας να είναι αφού ελέγχονταν από κόμματα, δημάρχους, επιχειρηματίες των ΜΜΕ, εφοπλιστές και μεγαλοεργολάβους.
Στέλιος Ελληνιάδης
Για τον Μάρκο Βαμβακάρη
Αυτός ο άνθρωπος ενώ ήταν τελείως ξένος σε μένανε, γιατί ήταν πολύ μεγάλος για να ’ναι φίλος μου, με επηρέασε καθοριστικά. Αν δεν ήταν ο Μάρκος δεν ξέρω αν θα είχα το κουράγιο που έχω μέχρι σήμερα. Από τις πέντε κουβέντες που μου ’λεγε και από τη στάση του, όχι μόνο απέναντι σε μένα.
Επειδή πάντα ήμουνα κόντρα στα κοινωνικά πράγματα, ασυναίσθητα, μες στα τραγούδια του Μάρκου άκουγα κάποιο αντικοινωνικό – μετάφρασε το όπως θέλεις – στοιχείο, κόντρα στην κοινωνία χωρίς να την πειράζει. Άκουγα έναν άνθρωπο που έλεγε στην κοινωνία «άσε με ήσυχο». Δεν ήταν κόντρα, έλεγε μην μου πας εσύ κόντρα. Δεν ήταν αυτό που σήμερα λέμε αναρχικός, όμως τον ενοχλούσε η οργανωμένη κοινωνία που κάπου του ’μπαινε στα προσωπικά του.
Αυτό πέρναγε μέσα από τα τραγούδια του, ή της παρέας του αν θέλεις. Μιλάω γενικά για το κλίμα της εποχής, γιατί τότε κι εγώ δεν ήξερα ποιο ήτανε του Μάρκου και ποιο του Μπάτη… Από πολύ μικρός τα θυμάμαι, από τα χρόνια που ο νονός μου με πήγαινε βόλτα με την καταβρεχτήρα.
Όταν άκουγα «τζαρές δεν γίνεται παιδιά, να τον πιούμε στη σπηλιά, γιατί μες την πολιτεία φυλακή κι εξορία», δεν ήξερα τίνος ήταν. Άκουγα κάποιους ανθρώπους που είχανε μια αντίθεση με την κοινωνία, αλλά δεν της λέγανε αυτά που άκουγα αργότερα «βρε ντουνιά, να ‘χα μια μπουνιά να κάνει για χίλιους εννιά…».
Με μπολιάσανε αυτά. Υπήρχανε κάποιοι που μου λέγανε ότι την ώρα που δεν τη βρίσκεις με την κοινωνία, την κοπανάς και δεν ασχολείσαι μαζί της. Αυτό μού έκανε στην ψυχοσύνθεσή μου.
(απόσπασμα από το κείμενο «Ο Μάρκος ήταν η αρχή» του Άκη Πάνου για τον Μάρκο Βαμβακάρη, ντέφι, 1987)
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ