Της Μαρίας Πετρίτση*
Πηγαίνεις Γ’ Δημοτικού. Μέσα από το παράθυρο του ισογείου κοιτάζεις τα χελιδόνια και τις κορυφές των πεύκων που είναι γεμάτες κουκούλια, γέρικες κάμπιες και μελλοντικές πεταλούδες. Ο δάσκαλος παραδίδει Πατριδογνωσία. Σημειώνει με λευκή κιμωλία στον πίνακα νομούς, ποτάμια, οροσειρές και κλιματολογικές συνθήκες. Μαθαίνεις τα σύνορα και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές μιας χώρας που ονομάζεται πατρίδα και σε αυτήν, χωρίς καν να το ξέρεις, ποντάρεις ήδη πολλά. Το βράδυ, στο κρεβάτι σου, ξαναβλέπεις τις εικόνες της ημέρας όπως βλέπεις τις εικόνες του view master σου. Καμία δεν δακρύζει. Όλες χαμογελούν. Είναι αγνές εικόνες.
Πηγαίνεις Γ’ Γυμνασίου. Έξω από το παράθυρο βλέπεις τα σύννεφα στον ουρανό που καθώς περνάς τις τάξεις κι ανεβαίνεις επίπεδο έρχονται όλο και πιο κοντά σου, και τις νταλίκες που τρέχουν στην Εθνική Οδό Πατρών-Κορίνθου. Ονειρεύεσαι πως ένα πρωί θα μπουκάρεις σε μία από αυτές και θα το σκάσεις. Από το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη, που απευθύνεται στους πολίτες μιας χώρας υπό εξαφάνιση, από την Κοσμογραφία που περιγράφει κόσμους και πλανήτες που δεν υπάρχουν πια, από την επαρχιώτικη μιζέρια που λιμνάζει μέσα σου κι έχει να κάνει με όσα νόμιζες και σιγά σιγά παύεις να νομίζεις. Στο ράδιο ο φορτηγατζής ακούει λαϊκά κι εσύ κοιτάζεις τα χωριά της Πελοποννήσου να μένουν πίσω. Οι μαγικές εικόνες των μελλοντικών σου διαδρομών σε κάνουν να χαμογελάς καθώς η ανάσα σου θολώνει το τζάμι. Καμία από αυτές τις εικόνες δεν είναι απίθανη. Όλες ενδέχεται να συμβούν χάρη στο τολμηρό εφηβικό σου μάτι. Είναι ωραίες εικόνες.
Πηγαίνεις Γ’ Πανεπιστημίου. Έξω από τη Γραμματεία βλέπεις διαδηλωτές, πανό και κλούβες. Έχεις μέρες να φας κανονικό φαγητό. Τρέφεσαι με πατατάκια και πορτοκαλάδες απ’ το μηχάνημα. Οι συμφοιτητές κάνουν βάρδιες στην κατάληψη. Κοιμάστε πάνω σε φέιγ βολάν και υπνόσακους που τα καλοκαίρια γεμίζουν άμμο και φύλλα από τα αρμυρίκια της Ανάφης και της Αμοργού. Γράφετε προκηρύξεις, κατεβάζετε ψηφίσματα, μαθαίνετε τι γίνεται στον έξω κόσμο χάρη στο Φέισμπουκ και στο Τουήτερ. Κάτι ακούγεται για άρση του πανεπιστημιακού ασύλου, για επέμβαση των ΜΑΤ, για μια Υπουργική Απόφαση που καταλύει το Σύνταγμα. Κοιτάζεις τα πρόσωπα των συντρόφων σου, λίγο πριν σας πετάξουν έξω. Όσο απερίσκεπτα και να ‘ναι, οι εικόνες τους σου γεμίζουν την ψυχή. Είναι μαγικές εικόνες.
Δεν πηγαίνεις πουθενά. Είναι Τρίτη, Ιούλιος του 2013 κι είσαι πια μεγάλος. Μόλις σε απέλυσαν από τη δουλειά επειδή το εργοστάσιο κλείνει. Έξω ο κόσμος θυμίζει καζάνι γεμάτο εκρηκτικά. Μέσα, ένας εικοσαεννιάχρονος αργοπεθαίνει από ασφυξία. Κακοποιοί σκοτώνουν κόσμο με το νόμο, πλούσιοι ροκανίζουν το υστέρημα φτωχών, άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν αντέχουν να ζήσουν. Στη μικρή οθόνη ενός ιδιωτικού καναλιού μια εικόνα δακρύζει μπροστά στη μίζερη πραγματικότητα. Έχεις καταλάβει πως τα σύγχρονα θαύματα της πίστης αφορούν πια εικονικές τηλεπερσόνες και όχι εικονίσματα. Δεν απορείς με τα κροκοδείλια δάκρυά της. Δεν σε εντυπωσιάζει η άψογης αισθητικής συγκίνησή της. Εξάλλου το μακιγιάζ της δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Είναι αδιάβροχο, παντός καιρού, αντέχει σε στιγμιαίες περφόρμανς συμπόνιας. Στο γυαλί, ένα dream team σχεδιάζει το επόμενο success story του. Στο δρόμο, ένας άστεγος πεινάει δίπλα σε ένα άδειο ΑΤΜ και το πρόσωπο ενός παιδιού χαράζει ένα σπασμένο μπουκάλι. Είναι φρικτές εικόνες.
Άλλαξαν οι εικόνες της ζωής σου από τότε που ήσουν μικρός. Δακρύζουν για λάθος λόγο, γελάνε χωρίς λόγο, δεν σου απευθύνουν το λόγο, δεν έχουν καν λόγο. Σκέφτεσαι κάποιες άλλες εικόνες, μυστικές, που ζουν μέσα σου και τις νύχτες σε τυλίγουν σαν προστατευτικά σεντόνια. Στη φόδρα τους έχεις ράψει τις αντοχές σου και όσο πείσμα σου έμεινε από παλιά. Ποντάρεις πάνω τους για να μην το βάλεις στα πόδια. Η έξοδος κινδύνου θα είναι η τελευταία σου διαφυγή. Οι δακρυσμένες εικόνες του μυαλού σου είναι το μόνο σου καύσιμο σε μια εποχή απαντοχής. Είναι γενναίες εικόνες.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας