Σουρεαλισμός και ρεαλισμός

Δυο διαφορετικές ταινίες με κοινό παρανομαστή την κοινωνική ευαισθησία

Της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

Σε ρήξη με τα διδάγματα του δασκάλου του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον στράφηκε στο σουρεαλισμό, το σχεδόν αιωνόβιο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό ρεύμα που σατιρίζει με μαύρο χιούμορ τους υπαρξιακούς φόβους μας και καυτηριάζει τα καπρίτσια της μπουρζουαζίας.

Μετά τα Τραγούδια απ’ το δεύτερο όροφο (2000) και Εσείς οι ζωντανοί (2007), ο Άντερσον συμπληρώνει την τριλογία του με την ταινία Ένα περιστέρι έκατσε σ’ ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του, που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, φέτος, στη Βενετία.

Ακολουθώντας την ίδια πάντα δομή, ο Άντερσον παραθέτει ανεξάρτητα στιγμιότυπα από τη θλιβερή ζωή καθημερινών ανθρώπων στα ταπεινά διαμερίσματα και στα γειτονικά μπαρ, όπου πίνουν ανάμεσα σε παραληρηματικούς μονόλογους και εμπνευσμένες κορώνες.

Εβδομηντάρηδες πλασιέ πουλούν μασελάκια για βρικόλακες και περίεργες μάσκες, ενώ ζουλώντας σακουλάκια-τρικ σκορπούν ηχογραφημένα γέλια, κόντρα στη γενικευμένη κατήφεια. Οι αναμνήσεις ενός κουφού υπερήλικα μας μεταφέρουν στο μπαρ της κουτσής Λότε, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια χορωδιακή στιχομυθία, στο ρυθμό ενός ύμνου του αμερικάνικου εμφύλιου. Επεισόδια όπως δυο χαμογελαστά κοριτσάκια που παίζουν με σαπουνόφουσκες σ’ ένα μπαλκόνι ελαφρύνουν το κλίμα, ενώ κάποια χωροχρονικά παράδοξα στολίζουν με χιούμορ ένα μακάβριο διαλογισμό στην Ιστορία. Ο πρίγκιπας Κάρολος μπουκάρει έφιππος σ’ ένα ροκ μπαρ, με τα σουηδικά στρατεύματα να παρελαύνουν δοξαστικά στο πίσω πλάνο, ενώ ο αγγλικός αποικιοκρατικός στρατός μαστιγώνει αλύπητα αλυσοδεμένους Αφρικανούς σκλάβους, στοιβάζοντάς τους σε μια τεράστια χάλκινη κυλινδρική κατασκευή, ανατριχιαστικού βασανιστηρίου.

Με βασικό μουσικό μοτίβο της ταινίας ένα παιχνιδιάρικο βαλς, μεταμορφώνεται σε ανώδυνο, το πιο μακάβριο επεισόδιο, δίνοντας χιουμοριστική νότα στο παράλογο αυτό σύμπαν, όπου το αποικιοκρατικό παρελθόν και η υποκρισία μιας ελίτ συσχετίζονται με τη σημερινή παρακμή.

Ενάντια στην καθιερωμένη κινηματογραφική αφήγηση, ο 71χρονος σήμερα Άντερσον αρθρώνει υπαρξιακούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς μέσα από εκπληκτικά ραφιναρισμένες εικαστικές ταινίες, ταμπλό βιβάν όπου η δράση εξελίσσεται αργά στο πίσω πλάνο. Οι αυτόνομες ανεκδοτολογικές ιστοριούλες λειτουργούν όπως οι βινιέτες των κόμικς, αναδύοντας έναν υποδόριο κυνισμό, αντίστοιχα με τους Μόντι Πάιθον. Σκιτσογράφος με κάμερα, αντί για πενάκι, ο Άντερσον οργανώνει πολύ προσεχτικά το κινηματογραφικό του κάδρο, τοποθετώντας υπό γωνία τα αντικείμενα, ώστε να διαγράφεται καθαρά η προοπτική. Οι αλλοπρόσαλλες φυσιογνωμίες με τους ιδιαίτερους σωματότυπους τονίζουν το παρακμιακό στοιχείο, στιγματίζοντας την ανθρώπινη παραίτηση και αδιαφορία, σε μια χορογραφημένη κινησιολογία τύπου Πίνα Μπάους, επαναφέροντας το μπεκετικό παράλογο, σε κινηματογραφημένη εκδοχή. Η ανθρώπινη φύση και ματαιότητα σμιλεύονται με ψυχρούς σκανδιναβικούς φωτισμούς σε μια παλ, μουντών χρωμάτων παλέτα, με φόντο το αστικό τοπίο.

Στη συνέντευξη Τύπου στη Βενετία, ο Άντερσον δήλωσε πως αναζητά στο σινεμά την οπτική ποιότητα ζωγραφικών πινάκων, αναφερόμενος στους Γερμανούς ζωγράφους του Μεσοπολέμου Ότο Ντιξ και Γκέοργκ Γκροτζ, αλλά και στον Πίτερ Μπρίγκελ, τον Φλαμανδό ζωγράφο του 16ουαι., με τις συναρπαστικές καθημερινές σκηνές απλών χωρικών. Για τη συγκεκριμένη ταινία αποκάλυψε πως χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια ώστε να πετύχει σωστό φωτισμό και κάδρο σε κάθε πλάνο.

 

Πρόσκληση σε νέους «ένδοξους αγώνες

Την προηγούμενη εβδομάδα βγήκε και η νέα ταινία των αδερφών Νταρντέν Δυο μέρες, μια νύχτα, που πρωτοπροβλήθηκε πέρυσι στις Κάννες. Ο τίτλος υπονοεί το εφιαλτικό σαββατοκύριακο που έχει στη διάθεσή της μια νεαρή εργάτρια (Μαριόν Κοτιγιάρ) για να πείσει τους συναδέλφους της να ψηφίσουν κατά της απόλυσής της, αψηφώντας το πριμ, που τους έχει υποσχεθεί η Διοίκηση. Σε μια κομβική για την ηρωίδα σκηνή, επιστρατεύεται εύστοχα το Gloria (δόξα) των Βαν Μόρισον και Them, ένα ξεσηκωτικό ροκ χιτ από μια ένδοξη εποχή αγώνων (1965).

Οι φημισμένοι για την κοινωνική ευαισθησία τους Βέλγοι κινηματογραφιστές θίγουν το τραγικά επίκαιρο θέμα της εκβιαστικής συναίνεσης των εργαζόμενων στην κατάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Με την αριστουργηματική ρεαλιστική ανθρωποκεντρική γραφή τους, με μια κάμερα να ακολουθεί τους ηθοποιούς δημιουργώντας απαράμιλλη ένταση, στρέφονται για άλλη μια φορά στους ανθρώπους της βιοπάλης, καταγράφοντας την πραγματικότητα ενός σύγχρονου προλεταριάτου, με τις απολύσεις και τις αυτοκτονίες, που παίρνει διαστάσεις επιδημίας πανευρωπαϊκά. Ανιχνεύοντας τις ισορροπίες που διαρρηγνύει η ανεργία στους οικογενειακούς δεσμούς και στον πυρήνα του ζευγαριού, οι Νταρντέν χρησιμοποιούν ένα καλογραμμένο γυναικείο χαρακτήρα, που μέσα από μια σωματοποιημένη και ψυχοφθόρα διαδικασία μαθαίνει να αγωνίζεται και να αντιστέκεται, ανακτώντας τη ναρκωμένη απ’ τη νιρβάνα του καταναλωτισμού ταξική συνείδηση.

Με εξαιρετικές ερμηνείες, σε μια δυνατή και γεμάτη αγωνία ταινία, με την πρωταγωνίστρια να επισκέπτεται έναν- έναν τους συναδέλφους της, αποκαλύπτονται οι ανθρώπινες μικρότητες και επαναπροσδιορίζεται το αυτονόητο: η αξία του αγώνα, η λειτουργική χρησιμότητα των συνδικάτων και η αλληλεγγύη που μετουσιώνουν το ατομικό σε συλλογικό, σε μια ασυνήθιστη, για τους σκηνοθέτες, αισιόδοξη τροπή, καλώντας μέσα από το σινεμά τους θεατές σε νέους «ένδοξους», όπως σηματοδοτεί και το τραγούδι, αγώνες.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!