του Νίκου Σταθόπουλου*

«Όταν μας έδιωξαν απ’ τον Παράδεισο η Μαρία έκλαιγε. Την πήγα τότε στο αντικρινό ξενοδοχείο γιατί έπρεπε να συνεχίσουμε τη ζωή. Όταν βγήκαμε βράδιαζε. Η Μαρία χάιδεψε την κοιλιά της. “Υπάρχει κι η ελπίδα” είπε. Η ελπίδα που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο» γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης, και αναβαπτίζει το έτσι κι αλλιώς ερημικό τοπίο των Χριστουγέννων στην πρωτόπλαστη συνείδηση της μαχόμενης αθωότητας. Διότι τα Χριστούγεννα είναι ένα Πρόσωπο που το απειλούν με θραύση και βεβήλωση, είναι ακριβώς ένα «στοίχημα» για την ελπίδα: Τίποτα δεν έχει κριθεί, γι’ αυτό κι έχουν «πέσει να τα φάνε»! Μισούν θανάσιμα την Αγνότητα της Γέννησης, αφού αυτός ο κόσμος είναι «έτσι» ριγμένος στη Γη, λες από σύμπτωση, χωρίς ρίζα και μοίρα, πώς να συμφιλιωθεί με την Ταυτότητα και την Καρδιά που την υπερασπίζει; Σε μια μηχανοποιημένη ζωή στο «Κράτος της Αγοράς», η υπεράσπιση του «Παραμυθιού των Χριστουγέννων» είναι καθήκον!

ΟΣΟ ΒΑΘΑΙΝΕΙ η ανθρώπινη τραγωδία στο σύγχρονο κόσμο και όσο πυκνώνει η νύχτα στις αποξενωμένες καρδιές, τόσο δυναμώνουν τα τεχνητά φώτα της «Γιορτής» των Χριστουγέννων, τόσο ψηλώνει, σε άψυχη ματαιοδοξία, το «Δέντρο». Συναγωνίζονται οι πρωτεύουσες σε «εικόνα χλιδής», ενώ εξελίσσεται σε ωκεανό η «θάλασσα» από νεόφτωχους, απόκληρους, πεινασμένους. Η Αθήνα των ζητιάνικων επιδομάτων, των αυξανόμενων αστέγων, της διαχεόμενης μιζέριας, των απλησίαστων αγαθών, αυτή η Αθήνα της Φτώχειας και της Επικυριαρχίας, είναι σαν ολόφωτο γιορτινό καράβι σε μια παρανοϊκή φαντασίωση! Η Αθήνα, όλες οι «Αθήνες» του Νεοφιλελεύθερου Πλανήτη, «γιορτάζει» ένα κούφιο τίποτα, Χριστούγεννα χωρίς Χριστό σε φάτνες από συνθετικό χαμένες στην ακαθοριστία «πατρίδων» χωρίς ταυτότητα. Και πλήθη εσωτερικά νεκρών ακολουθούν τις παράτες ψάχνοντας νόημα στα ποικίλα μηδενικά που παράγουν τα σύγχρονα Ινστιτούτα!

Ο πλήρως πραγμοποιημένος «πολιτισμός των εμπόρων», υψηλότατη (αλλά όχι έσχατη…) βαθμίδα του Κόσμου της Οικονομίας, μεθόδευσε τη γενική εκκοσμίκευση, τον εκτοπισμό από την κοινωνική εμπειρία και αίσθηση, του υπερβατικού: «Όλα πλέον αφυδατώθηκαν σε μια μονοδιάστατη χοϊκή αναγωγή, όλα έμειναν χωρίς «μαγεία», «μυστήριο», «άστρο». Ο Ιμπεριαλιστής Άνθρωπος εξόρισε από την επικράτειά του Θεό και Μύθο και Πνεύμα, και φορτώνοντας με «νομοθεσίες προόδου» το Κενό Ψυχής, κατασκεύασε μια «ποθητή» βιτρίνα για κάθε κομματιασμένη καρδιά και ύπαρξη. Το στράγγιγμα της μαγείας, ο περιορισμός του ονείρου στα ελεγχόμενα τετραγωνικά της «συνταγματικής νομιμότητας», έγινε ο Τρόπος μιας ψόφιας κοινωνίας με όλο και λιγότερη δυνατότητα να ικανοποιήσει τον παράφρονα και άσκοπο εθισμό που της επιβάλλουν.

Και αυτό είχε μια διπλή δραματική συνέπεια:

Πρώτα-πρώτα, κάθε όραμα κοινωνικής αλλαγής και αληθινής ανθρώπινης προόδου υπέστη τη θανάσιμη «κοπτορραπτική» του Ορθού Λόγου, έγινε μια «προγραμματική ρύθμιση» χωρίς πνοή, απλώς «προορισμένη» να «διεκπεραιωθεί» από μια Κεντρική Επιτροπή ή ένα Διοικητικό Συμβούλιο. Κάθε «κοινωνική ανάφλεξη» εξαντλείται σε απονοηματοδοτημένες «ταραχές» αφού η «έφοδος στον ουρανό» έχει αποκλειστεί ακόμα και σαν λογοτεχνική μεταφορά: Η τυραννία της αδιέξοδης ενθαδικότητας ενταφιάζει κάθε ανατροπή! Η Επανάσταση είναι «σάλτο στο Επέκεινα», αν το ακυρώσεις, ακυρώνεις το Μέγα Άλμα! Νίκησαν οι αστοί!

Και, δεύτερον, και στο πλαίσιο μιας γραμμικής (σωρευτικής) αντίληψης για την ιστορία, ακυρώθηκε η έννοια της Παράδοσης, ένα ατελευτέτητο Παρόν βασιλεύει όπου όλα γεννιούνται και πεθαίνουν εδώ και τώρα ανά πάσα στιγμή. Τα Χριστούγεννα, εμείς εδώ το ξέρουμε καλά, δεν είναι μια «γιορτή» αλλά ένας Υπαρξιακός Κύκλος που συνέχει την ιστορική κίνηση. Το τεράστιο απόθεμα εθίμων δεν είναι μια «λαογραφική έκσταση» αλλά μικρές αόρατες γέφυρες που ενώνουν το χρόνο σε μια αντιεμπορική συνέχεια. Το ρωμέικο «Χριστός Γεννάται» είναι μια καμπάνα χαράς για τη Νίκη της Συνέχειας: Θέλουν να «εορταστικοποιήσουν» τα Χριστούγεννα για να σπάσουν, ακριβώς, αυτό το πνεύμα διαλεκτικής ροής του χρόνου, οπότε, χωρίς την ιερότητα της Επανάληψης, θα σαρωθούν όλα από το εκάστοτε «πρωτότυπο» Καληνότσες, αυτό το άδειο γλωσσικό σήμα που φέτος πλημμυρίζει με μη νόημα τις οθόνες!

Παγιδευμένος ο ταλαίπωρος άνθρωπος στο αξεπέραστο και της ατελούς του φύσης και των αντινομιών της κοινωνικότητά του, οδηγήθηκε στην απόλυτη ψευδαίσθηση των νέων μύθων που εκφράζανε την εξουσία του Εμπορεύματος και την αστείρευτη εφευρετικότητα των Μάγιστρων του «Οικονομικού Σύμπαντος». Τα Χριστούγεννα εξελίσσονται σε ιδεώδες όχημα για μια φαντασμαγορική παρακμή… «Πετάνε» έξυπνα και κάτι δημαγωγικά «αντι-θεούσικα» για «προσκύνημα στο κάστανο του Παΐσιου», και μέσω μιας υπερμεγαλοποιημένης ανοησίας εντείνουν τη θανάσιμη αποθρησκευτικοποίηση ενός έθνους που του ξεσκίζουν τα ιμάτια και τις σάρκες!

Οι άνθρωποι της φατνικής αποκάλυψης είναι «άξεστοι», δεν έχουν καμιά σχέση με τον «ρασιοναλισμό» και τη «δημοκρατία του woke», δεν ανεμίζουν μεταπτυχιακά και αγνοούν και τον ήχο της λέξης «αλγόριθμος», είναι ο «λαός», οι «κάτω», οι «παρίες», κάτι «περίεργοι» και «τρελαμένοι» και «ασόβαροι» που τηρούν φανατικά τις παραδόσεις και ξέρουν βιωματικά ότι η πίστη, όπως και το κοινωνικό ιδανικό, πράττονται, ενεργούνται, δεν διακηρύσσονται και μετά «κάνω το όχι ναι…»

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, σε αντίθεση με τη Λαμπρή, είναι ο ιδεώδης «τόπος» για σκηνοθεσίες όπου τα πάντα γίνονται μια ρευστή φαντασία μεσολαβημένη στο απόλυτο από την «αγάπη», το «συναίσθημα», την «καρδιά», πραγματωμένα σαν Εμπορεύματα. Τη Λαμπρή, ο ανατολικός χριστιανισμός, και ο χριστιανισμός γενικά στο βάθος του, φωτίζει ασυμβίβαστα την έννοια της ζωής μέσω του Θανάτου και της Ανάστασης, άρα δεν προσφέρεται για εμπορική αξιοποίηση, είναι εντελώς «αντεπαναστατικός». Η Λαμπρή δεν περιέχει περιθώρια για «αισιόδοξες ιδεοληψίες», είναι ο θάνατος ως πεπρωμένη προϋπόθεση για την Ανάσταση (εξ ου και η αποστροφή των «προοδευτικών» δυτικής κοπής για το Πάσχα, ενώ είναι ολόθερμοι στο χριστουγεννιάτικο «αγαπητιλίκι»…).

Ενώ τα Χριστούγεννα είναι κατάφορτα με «εύκολους» συμβολισμούς έντονα ανθρωποκεντρικούς, δηλαδή λίαν ταιριαστούς στον απομαγευμένο και μονοδιάστατο γήινο κόσμο που εκλογίκευσε ο Διαφωτισμός. Ακόμα και η Ελλάδα, ένα από τα στερνά οχυρά της «Κουλτούρας της Παράδοσης» με τα Χριστούγεννα να διατηρούν Χριστό και πίστη στο νόημά τους, ακόμα και η Ελλάδα, στο πλαίσιο της οργανικής της αποικιοποίησης, ζει «το θαύμα» μέσω της Διαφήμισης και της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» του Ντίκενς (κι αυτή, σιγά-σιγά, «απαρχαιώνεται» μέσα στη μανία για απόλυτη καρτουνίστικη υποκατάσταση παντός του ζωντανού…).

Η μεν Διαφήμιση τυφλώνει με τα λαμπρά φώτα και την Θεαμα-τική «ευδαιμονοποίηση», πασπαλίζοντας με βλακώδεις μελωδίες «αγάπης» τη διάχυτη κοινωνική παγωνιά: Η Διαφήμιση, και τα συνεπικουρούντα «ΜΜΕ του Πραιτώριου», υποβάλλουν μια ψυχολογία «γιορτής» που ακόμα κι όταν σαρκάζεται όμως επηρεάζει, αφοπλίζει, υπνωτίζει, καλλιεργεί αυταπάτες και προσδοκίες.

Ο δε «Εμπενέζερ», μια ανθρωπιστική γλυκεράτζα δυτικού περιστασιακού «σαμαρειτισμού», μετατρέπει τη Μαγεία της Φάτνης σε «εφιάλτες» μιας «ένοχης συνείδησης», οπότε αναθέτει στον «ψυχοθεραπευτή» τα κοινωνικά συνταγολόγια προσαρμογής στην περιρρέουσα αθλιότητα.

«Πατώνοντας» την Ελλάδα σε τούτες τις στέρνες, εντείνουν το «υπαρξιακό πρόβλημά» της, την αποκόπτουν από τις συναισθηματικές πηγές των ονείρων της, την ίδια ώρα που τις παραμορφώνουν επιτήδεια τις σταθερές και τα «ευαγγέλιά» της (π.χ. φιλμ «Η Φόνισσα» με κανονικό «θάψιμο» της κουλτούρας του Παπαδιαμάντη, η «ροζ σημαία» στο Γενικό Προξενείο με μηδενιστική ελαστικοποίηση της χρήσης του εθνικού συμβόλου…). Κι ενώ στις ΗΠΑ οι παραδόσεις, π.χ. των Ευχαριστιών, τηρούνται ευλαβικά και πανηγυρικά, η Ελλάδα αρχίζει να ονειρεύεται σαν αμερικανική επαρχία! Μαθαίνοντας, με μια «παβλοφική» αυτοαπαξίωση, να σαρκάζουμε Φάτνη και Ποιμένες και Μάγους, μαθαίνουμε να περιφρονούμε παππούδες και γιαγιάδες, παλιά λογοτεχνία που ανέστησε αγωνιστές, τα «πεζούλια» και τα ιερά μας. Και καταντάμε, έτσι, τον Αισχύλο «πρωτόγονο», τον Σολωμό «αναχρονιστικό» και τον Παπαδιαμάντη «αντιδραστικό»: Ποιος άλλος λαός το έχει κάνει αυτό; Ποιο άλλο έθνος έχει αυτοκτονήσει έτσι;

ΩΣΤΟΣΟ, διαβάζουμε, εμείς οι «πρωτόγονοι» των πολιτισμών που συνεχίζουν να αντιστέκονται: «Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα,και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, έλαβον τους δαυλούς των κι έτρεξαν έξω της πύλης και της γεφύρας, και ήρχισαν να τρέχωσιν τον κατήφορον».

Είναι ο Σκιαθίτης, και είναι «στο Χριστό στο Κάστρο», και είναι προς το τέλος, όπου εν μέσω άγριας κακοκαιρίας, ένα πλοιάριο ναυαγεί, και οι «σαλοί» της πίστης αφήνουν το βόλεμα στα ψηλώματα και διασχίζοντας άκρως επικίνδυνα χιονισμένα κατηφορικά μονοπάτια τρέχουν να βοηθήσουν! Δεν είναι οι επαγγελματίες «αλληλέγγυοι» του «χριστιανισμού των ΜΚΟ», αλλά οι «πρόθυμοι» της «απόκληρης βλαχιάς», που σήμερα, έτσι «θεούσηδες» που φέρονται θα ήταν μάλλον «χρυσαυγίτες», ε;

Και είναι αυτή η ουσία των ανατολικών Χριστουγέννων και το μυθικό βάθος της κατασυκοφαντημένης ελληνικής Παράδοσης…

Οι άνθρωποι της φατνικής αποκάλυψης είναι «άξεστοι», δεν έχουν καμιά σχέση με τον «ρασιοναλισμό» και τη «δημοκρατία του woke», δεν ανεμίζουν μεταπτυχιακά και αγνοούν και τον ήχο της λέξης «αλγόριθμος», είναι ο «λαός», οι «κάτω», οι «παρίες», κάτι «περίεργοι» και «τρελαμένοι» και «ασόβαροι» που τηρούν φανατικά τις παραδόσεις και ξέρουν βιωματικά ότι η πίστη, όπως και το κοινωνικό ιδανικό, πράττονται, ενεργούνται, δεν διακηρύσσονται και μετά «κάνω το όχι ναι…». Αυτή είναι η «κοινωνική βάση» των Χριστουγέννων, και όχι οι ψυχικά διαταραγμένοι όχλοι των πεζοδρομίων της Black Friday.

Αυτοί οι «άξεστοι» (οι ανέκαθεν «άξεστοι», από το δίπλα στρώμα του Σπάρτακου μέχρι τους εργάτες στις κουβανέζικες φυτείες του ‘59), δεν «εφαρμόζουν» ούτε κανένα «επαναστατικό Λευιτικό» ούτε καμιά «ντιρεκτίβα», αλλά μόνο εκπληρώνουν τη «φυσική ορμή της φιλανθρωπίας»! Μόνο ένας ακέραιος, αδιάφθορος, τίμιος άνθρωπος θα μπορούσε να βιώνει την απόλυτη δοτικότητα ως ένστικτο, και αυτό θα μπορούσε να ισχύσει μόνο σε μιαν πίστη που θα ξεπερνούσε τη στενότητα του ανθρώπινου υπολογισμού. Ο τρόπος με τον οποίο αποδοκιμάζεται η ισλαμική αντίσταση στον Δυτικό επεκτατισμό, βασίζεται ακριβώς στη «ρασιοναλιστική» απόρριψη της εθελοθυσίας, της ηρωικής αυταπάρνησης: Τρέμουν τη Φάτνη γιατί είναι το πρόπλασμα της εθελοντικής συσπείρωσης γύρω από την Αθωότητα που απαιτεί το βασίλειό της!

Αυτά τα παπαδιαμαντικά «φρικιά» δεν ανταποκρίνονται σε κάποιο «κώδικα αρχών», αλλά στην άμεση κραυγή της ενδότερης ανθρωπινότητας, κι ό,τι τους κάνει ξεχωριστούς είναι η βιασύνη δράσης ώστε να προλάβουν την αναστολή που θα μεσολαβήσει με χίλιες λογικές παγίδες και ενστάσεις. Αυτή ακριβώς η «αποκοτιά», αυτή η «σαλή» αγάπη για τη ζωή, είναι ο πυρήνας μιας Ηθικής που μέσα στην κραταιή παλιανθρωπιά των Αγορών συντηρεί τη Φωτιά της Ελπίδας. Μιας ελπίδας με πρόσωπο, με ταυτότητα, με «ονοματεπώνυμο»! Καλά Χριστούγεννα! 

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!