Η εκδήλωση που οργανώθηκε από τη Βιβλιοθήκη της Νομικής Σχολής και την ομάδα «Δίκαιο και Τέχνη» στο Παλιό Χημείο, στη Φου-Μου-Σου, το Φυσικομαθηματικό των φοιτητικών μας χρόνων, για τα 50 χρόνια από την κατάληψη της Νομικής Σχολής το 1973, μια ενέργεια η οποία συνέτεινε καθοριστικά στο φούντωμα του αντιδικτατορικού κινήματος που κορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, έγινε η αφορμή για μια όμορφη συζήτηση με τον διακεκριμένο μας συνθέτη Χρήστο Λεοντή στο στούντιο του, στην Παιανία.
Η κατάληψη της Νομικής, συγκλόνισε τόσο πολύ τον Χρήστο, που εξ αιτίας των γεγονότων έγραψε ακαριαία ένα από τα πιο εμβληματικά του έργα, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Η εξιστόρηση των γεγονότων, το κίνητρο και η επίδρασή του στην έμπνευση, το σκεπτικό πίσω από τον τρόπο προσέγγισης του έργου και οι δυσκολίες για την υλοποίηση του εγχειρήματος, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μας βάζουν στο κατώφλι αυτής της μαγικής διαδικασίας που λέγεται καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα ως προς την καλλιτεχνική έκφραση στη δικτατορία, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί και την απουσία πολλών καλλιτεχνών από τα μέτωπα της αντιδικτατορικής πάλης.
Στέλιος Ελληνιάδης
Τα γεγονότα
Στέλιος Ελληνιάδης: Χρήστο, να μου πεις την ιστορία με το «Καπνισμένο τσουκάλι». Πώς έγινε το «Καπνισμένο Τσουκάλι»; Πώς σου ήρθε η έμπνευση; Αν πήρες εσύ όλη την πρωτοβουλία, αν ήταν δική σου η ιδέα και πώς υλοποιήθηκε;
Χρήστος Λεοντής: Ούτε καν υπήρξε καμία ιδέα. Γεγονότα υπήρξανε. Τέλη 1972 – αρχές 1973, απ’ ότι θυμούνται οι παλιότεροι, ήτανε σχεδόν ώριμη η κοινωνία να εκδηλωθεί ενάντια στη δικτατορία. Μαζί με όλους κι εγώ και όλος ο κόσμος. Ευκαιρίες ζητούσαμε, σε κάποια διαδήλωση, κρυφά και με κίνδυνο.
Τα γεγονότα της Νομικής Σχολής είχαν σχέση με τις εξετάσεις, με τους συλλόγους, με όλα τα φοιτητικά αιτήματα, τα οποία, όμως, ήτανε ένα φυτίλι που άρπαξε σαν να έριξες βενζίνα μέσα και πήρε αμέσως φωτιά και έγινε εκδήλωση ενάντια στη δικτατορία. Αυτό μέσα σε ελάχιστες μέρες, για να μην πω ώρες.
Έμενα τότε στην Αγία Παρασκευή και είχα ακούσει ότι κάτι γίνεται κάτω. Το ’72 προς ’73, ήμουνα με τον Κουν γιατί τότε άρχισα τη συνεργασία μου και ήμουνα στο σπίτι του. Αυτό ήτανε κοντά. Πάνω απ’ τη Νομική έμενε ο Κουν, κοντά στη Λυκαβηττού και Σκουφά, σ’ αυτό το ύψος. Άκουσα φωνές, κατεβαίνω λίγο παρακάτω και συναντώ ένα φοιτητικό πλήθος να διαμαρτύρεται και να διαδηλώνει. Σ’ αυτά τα ζητήματα είμαι λιγάκι ευσυγκίνητος, γιατί έτυχε με τα «Ιουλιανά», πιο μπροστά, να συμμετέχω σε όλες τις εκδηλώσεις και κάθε μέρα. Τότε είχαμε εκδηλώσεις, ο κόσμος είχε, το 1965, κάθε μέρα. Στο Θέατρο Ακροπόλ ήτανε το κέντρο∙ τη μία το έκανε ο σύλλογος των οικοδόμων, την άλλη των εφοριακών, την άλλη οι λογιστές…
Εκείνη την περίοδο ακριβώς, κάναμε παρέα με τον Μάριο τον Χάκκα, τον συγγραφέα∙ ήμαστε πολύ φίλοι και λέγαμε πάμε κάτω στη διαδήλωση, ποιος έχει σήμερα δεν ξέρουμε, κάποιος θα ‘χει. Κατεβαίναμε και έτυχε να είμαι μερικά μέτρα από το σημείο που σκοτώσανε τον Πέτρουλα. Το έζησα από κοντά. Και έτσι υπήρχε μια κατάσταση μέσα μου κι ακόμα εξακολουθώ να είμαι ευσυγκίνητος σε τέτοια ζητήματα.
Πήγα, λοιπόν, στη Νομική Σχολή, ανακατεύτηκα κι εγώ. Συγκινητικός ήτανε ο κόσμος που περνούσε και πέταγε μέσα ένα σάντουιτς, ένα κουτί τσιγάρα, τέτοια πράγματα. Συμπαράσταση στα παιδιά που ήτανε μέσα. Και φούντωσε το πράγμα και πλακώνει η αστυνομία, τα γνωστά…
Σ.Ε.: Ήμουν μέσα στην κατάληψη, γιατί ήμουν φοιτητής στη Νομική τότε.
Χ.Λ.: Εγώ ήμουν απόξω. Τη δεύτερη μέρα, αν θυμάμαι καλά, που είχα κατέβει κάτω, είχαν αγριέψει τα πράγματα.
Σ.Ε.: Είδες όλους τους ασφαλίτες απέξω, βέβαια…
Η έμπνευση
Χ.Λ.: Όλα τα έζησα τα γεγονότα. Είχα ανάψει και ήρθα στο σπίτι. Είχα τους τρεις τόμους του Ρίτσου. Το «Καπνισμένο τσουκάλι» δεν το ήξερα. Είχα διαβάσει τους τρεις τόμους, ήξερα τον Ρίτσο, αλλά ακόμα και σήμερα δεν θυμάμαι τίποτε από ποιήματα. Δεν μπορώ να συγκρατήσω ποιήματα. Και αρχίζω, ξεφυλλίζω, και μένω στο «Καπνισμένο τσουκάλι». Το ίδιο βράδυ, ξενύχτησα κι έκανα τα πρώτα τρία τραγούδια, μέχρι το πρωί. Ε, αυτό ήταν η αρχή. Μέσα σε μία βδομάδα, γιατί ξαναπήγα την άλλη μέρα, είχε τελειώσει.
Θυμάμαι τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, στη διαδήλωση, μας κυνηγούσανε οι χωροφύλακες κι εγώ τρέχοντας βρέθηκα κάπου στην αγορά, στην οδό Αθηνάς. Τότε ήτανε αλλιώτικα, δεν ήτανε φτιαγμένη όπως είναι σήμερα. Είχε κάτι καρότσια που κουβαλούσανε τα λαχανικά…
Σ.Ε.: Μικροπωλητές, γυρολόγοι…
Χ.Λ.: Μπράβο, ναι, ναι. Επειδή ήτανε αστυφύλακες από δω, αστυφύλακες από κει, μπήκα σ’ ένα καρότσι μέσα κι έριξα κάτι καφάσια από πάνω μου μέχρι να φύγουνε! Αυτό ήτανε. Φεύγω από κει και από την οδό Αθηνάς πάω κι ανεβαίνω στην Πλάκα που τραγουδούσε ο Ζωγράφος, στο «Χρυσό Βαρέλι», αν δεν κάνω λάθος, έτσι λεγότανε το μαγαζί. Μια μικρή μπουάτ, πενήντα-εξήντα άτομα χωρούσε, με σκαμνάκια τότε, όπως ήτανε οι μπουάτ, θα τις θυμάσαι εσύ. Μόλις με βλέπει ο Γιώργος, μου λέει, αχ, Χρήστο, έλα, έλα να πεις, έλα να παίξεις ένα τραγούδι. Όπως μπήκα μέσα αναψοκοκκινισμένος, έχοντας φάει και μερικές γκλομπιές, πώς τις λένε, κάθομαι στο πιάνο και μου ‘ρχεται να παίξω τα τραγούδια που είχα κάνει χτες. Ναι. Το «Ξέρουμε», το «Τούτες τις μέρες» και τα «Κόκκινα σημάδια». Τρία, θυμάμαι, είχα παίξει.
Δεν θέλησα να παίξω το ένα και να σταματήσω. Τα πήρα μια σειρά όλα. 15-20 λεπτά ήτανε και μόλις τα τελειώνω, αισθάνθηκα τα χέρια μου να είναι, από την αγωνία, από τι ποιος ξέρει, σαν να ήτανε κομμένα και έμεινα έτσι. Δεν χειροκροτάει κανείς. Και γυρίζω σιγά-σιγά, κοιτάω προς τα πίσω και βλέπω τα παιδιά όλα, γιατί όλοι ήτανε στην ίδια κατάσταση με μένα, ξυλοφορτωμένοι και λοιπά, αγκαλιασμένοι και κλαίγανε. Ε, έκλαιγα κι εγώ. Αυτή ήτανε η πρώτη εκτέλεση.
Ο Ρίτσος
Σε μια βδομάδα, τα άλλα μου ήρθανε με τη σειρά τους κι αυθόρμητα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Αφού το τελείωσα, θεώρησα καλό να τηλεφωνήσω στον Ρίτσο, να του πω κατ’ αρχήν ότι το μελοποίησα, να τον ενημερώσω επειδή είχα κάνει κάποιες αυθαιρεσίες, ας πούμε∙ είχα μεταφέρει στίχους από δω εκεί, είχα παραλείψει άλλους και λοιπά. Έγραψα στο πιάνο, σ’ ένα πρόχειρο μαγνητόφωνο μια κασέτα για να ‘χουμε ένα τρόπο συνεννόησης. Πήγα στο σπίτι του στην Κόρακα.
Σ.Ε.: Στον Άγιο Νικόλαο, κάτω από την Αχαρνών.
Χ.Λ.: Ο Ρίτσος! Πιο εργατικό άνθρωπο δεν έχω ξαναδεί. Το τηλέφωνό του ήταν ανοιχτό δυόμιση έως τρεις το μεσημέρι. Τις άλλες ώρες εργαζόταν, δεν δεχόταν κανένα τηλεφώνημα, σε όλη του τη ζωή.
Σ.Ε.: Τον ήξερες;
Χ.Λ.: Είχε έρθει στην πρώτη μου συναυλία, το ’63. Με είχαν τιμήσει και ο Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, δυο ποιητές που αγαπούσα πάρα πολύ και τους δυο. Οπότε είχαμε γνωριστεί, δεν κάναμε παρέα, αλλά και στα διάφορα φεστιβάλ που γίνανε μετά συναντιόμαστε, αρκετές φορές. Μαζί μας είχανε καλέσει στα Άσπρα Σπίτια, στην Πεσινέ και είχα παίξει το «Καπνισμένο τσουκάλι». Εκεί μείναμε στο ίδιο ξενοδοχείο, το πρωί ήμασταν μαζί και κάναμε σπουδαίες κουβέντες. Εν πάση περιπτώσει, του πάω την ταινία, την ακούμε, δεν μιλάει καθόλου, το μόνο που θυμάμαι έτσι έντονα γιατί με συγκλόνισε, ακριβώς επειδή πρόκειται για την προσωπικότητα του Ρίτσου, ήτανε και μουσικός, έπαιζε πιάνο, απ’ ότι ξέρεις…
Σ.Ε.: Και ζωγράφιζε…
Χ.Λ.: Ήτανε μία φύση καλλιτεχνική και η γνώμη του για μένα μετρούσε πάρα πολύ. Όταν είσαι στη νεότητά σου, έχεις ανάγκη να ακούσεις ένα ενθαρρυντικό λόγο από ανθρώπους μάλιστα που αγαπάς και που θαυμάζεις. Μου λέει, λοιπόν, ότι «είναι η καλύτερη μελοποιημένη σε ποιήματά μου μουσική».
Σ.Ε.: Ωωω!
Χ.Λ.: Αυτό μου το είπε ο ίδιος. Και λέω, ίσως είναι υπερβολή. Όχι, μου λέει. Και σταματήσαμε εκεί την κουβέντα. Τέλος πάντων, έφυγα έτσι γεμάτος από το σπίτι του. Μετά από λίγο διάστημα, σε κάνα μήνα περίπου, ακούω τη φωνή με τη μαγνητοταινία, αυτή που του είχα δώσει σε μια άθλια κασέτα κι ένα μικροφωνάκι της πλάκας, την ακούω από το Ράδιο Μόσχα ή από την Ντόιτσε Βέλλε, δεν θυμάμαι, ένα από τους τρεις σταθμούς που ακούγαμε την περίοδο της δικτατορίας. Ακούω τα τραγούδια αυτά που είχα γράψει, τα τρία-τέσσερα, τ’ ακούω από κει. Τα είχε στείλει φαίνεται ο Ρίτσος έξω!
Η υλοποίηση
Σ.Ε.: Η ιδέα για τη συμμετοχή του Ρίτσου στις ηχογραφήσεις από πού προέκυψε; Γιατί έχει μια αρχιτεκτονική, όπως το έχεις κάνει, το έργο. Είναι πιο σύνθετο και, βέβαια, η συμβολή του Ρίτσου, το καθιστά μνημειώδες, ένα σπουδαίο έργο. Από την αποδοχή που είδες εκ μέρους του Ρίτσου, προχώρησες και το δόμησες μ’ αυτό τον τρόπο ή το είχες σκεφτεί εκ των προτέρων;
Χ.Λ.: Στο κείμενο μέσα, αν θα το δεις, που το ‘χω εδώ πέρα, είναι σχεδιασμένο με μολύβι, τι αφαιρώ, τι κρατάω. Μάλιστα, σκεφτόμουνα να μπαίνουν κάποιοι στίχοι σαν προμετωπίδα σε κάθε τραγούδι μπροστά, αλλά μετά, στην μελέτη επάνω, είδα μια αφήγηση και μια παρέμβαση, ένα διάλογο του ποιητή με τον τραγουδιστή. Κι έτσι έγινε. Ήθελα ν’ ακουστούνε και πράγματα τα οποία δεν μελοποιούνται. Αν το δεις σαν φόρμα, αυτό δεν είναι ποίημα, είναι σαν εφημερίδα. Τέτοια γραφτά δεν είναι καθόλου εύκολο να μελοποιηθούν.
Σ.Ε.: Γι’ αυτό ίσως δεν το είχε πιάσει κανένας μέχρι τότε. Ούτε ο Μίκης το είχε πιάσει. Γιατί ήταν μια εποχή, όλη η δεκαετία του ’60, που όλοι της κατηγορίας σου, εννοώ του έντεχνου λαϊκού, ψάχνονταν στην ποίηση μέσα, όλοι. Την κυνηγούσαν, έψαχναν στίχους για μελοποίηση.
Χ.Λ.: Εγώ είχα την εξής νοοτροπία, όπως την έχω και τώρα. Δεν έψαχνα το σουξέ. Δεν ήθελα να γίνει εύκολο για να τραγουδιέται ή για να παιχτεί στην ταβέρνα. Έγραφα ό,τι μου άρεσε. Έχοντας, βέβαια, πάντα υπόψη μου ότι σε κάποιους απευθύνομαι. Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να λύσω εγώ το μουσικό πρόβλημα μέσα από πέντε τραγούδια. Ήξερα ότι το τραγούδι έχει προορισμό. Να τραγουδιέται. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τραγουδιέται μόνο ένα τετράγωνο, κλεισμένο τετράγωνο, σαν φόρμα. Γι’ αυτό και στα δημοτικά τραγούδια βλέπεις οι ρυθμοί που γεννηθήκαν ήταν ακριβώς λόγω της γλώσσας και του μέτρου που υπήρχε στο κάθε ποίημα.
Η γλώσσα μας έχει το προνόμιο να ‘χει τρεις τονισμούς σε σχέση με τα γαλλικά, ας πούμε, που έχουν μόνο τη λήγουσα. Κάθε ένα, λοιπόν, απ’ αυτά, κάθε τραγούδι πάνω σε τέτοιες λέξεις, σου δημιουργεί ρυθμούς άλλους. Αν ακολουθείς το λόγο. Εκτός κι αν τον αγνοήσεις και πεις δεν με ενδιαφέρει. Γι’ αυτό βλέπεις, λέω, «και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά». Κυλάει ο λόγος και αν δει κανείς την παρτιτούρα, σου λέει, τρελάθηκε αυτός; Τρία τέταρτα, εφτά όγδοα, έξι όγδοα, έντεκα όγδοα… Τι σε έπιασε; Αυτά τα έχει η εκκλησία. «Του σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος», εκατό ρυθμοί περάσανε μέσα. Αν τις βάλεις τις νότες έτσι και το γράψεις όπως το λες θα αλλάξει αναγκαστικά το μέτρο στη γραφή σου επάνω. Γιατί η γλώσσα σε οδηγεί. Είναι οδηγός.
Απροθυμία και δικαίωση
Σ.Ε.: Ο Ρίτσος, στην ηχογράφηση του έργου, σε δυσκόλεψε καθόλου;
Χ.Λ.: Όχι, αντίθετα. Εσύ που έκανες και δισκάς, θα καταλάβεις τι άθλος ήτανε. Όλο το «Τσουκάλι», όπως είναι, ζωντανό δηλαδή, ορχήστρα, τραγουδιστής, ποιητής κι εγώ, ηχογραφήθηκε σε 22 ώρες! Το καταλαβαίνεις; 22 ώρες κι αυτές σπαστές. Τσόντα στον ένα και τον άλλο. Έγραφε ο Πλέσσας και περισσεύανε δυο ώρες, α, έλα εφτά με εννιά το βράδυ. Την άλλη μέρα το ίδιο. Μέχρι να μπούνε μέσα οι μουσικοί να καθίσουνε, περνούσε η ώρα…
Σ.Ε.: Αυτό δεν το φανταζόμουν, έχοντας ακούσει το «Τσουκάλι» πολλές φορές∙ δεν το φαντάστηκα ότι μπορεί να έγινε τόσο γρήγορα. Σε ορισμένους λαϊκούς δίσκους, δεν χρειάζονταν πολλές ώρες, αλλά το έργο σου δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να έχει ολοκληρωθεί σε λιγότερο από τέσσερα εξάωρα.
Χ.Λ.: Τόσο γρήγορα! Αφού είχε κάνει μερικά μουσικά λάθη ο Νίκος και τ’ άφησα. (σημ. τραγουδάει ένα μέρος). Κάνει ένα βύθισμα, ενώ το ‘χω ίσιο. Όμως, το άφησα, γιατί δεν υπήρχε άλλος χρόνος.
Σ.Ε.: Εντάξει, το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ ωραίο… Βέβαια, δεν βγήκε αμέσως.
Χ.Λ.: Δεν το θέλανε να το κάνουνε. Ο Γιώργος Μακράκης ήτανε τότε παραγωγός∙ δεν το πολυθέλανε και χρησιμοποίησα ένα όρο που είχα στη σύμβαση μου ότι στους έξι δίσκους που θα έκανα, οι τρεις θα ήταν με κοινή συναίνεση. Στους άλλους τρεις θα γράφω ό,τι θέλω κι εσείς θα πληρώνετε μόνο.
Σ.Ε.: Για πολιτικούς λόγους;
Χ.Λ.: Δεν νομίζω. Ήτανε η μόδα με τη Μοσχολιού, με τα λαϊκά.
ΣΕ: Ήταν και η εποχή του ελαφρολαϊκού που γίνονταν μεγάλες επιτυχίες.
Χ.Λ.: Αυτά ψάχνανε. Δεν θέλανε ούτε τον Λόρκα («Αχ έρωτα»), που έκανα μετά τη δικτατορία.
Σ.Ε.: Είχε περάσει λογοκρισία στη δικτατορία το «Τσουκάλι»;
Χ.Λ.: Όχι. Είχα στείλει ένα αντίγραφο. Είχε πάει ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος στον Ζουρνατζή, ότι ήθελα να το παίξω στη συναυλία που δεν έγινε ποτέ, στις 26 Νοέμβρη, Ρίτσος, Μακρυγιάννης, Σολωμός κ.λπ. 25 έγινε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Ο Ζουρνατζής τι είχε, τι έχασε με την υπογραφή που έβαλε σε ένα πρόχειρο χαρτί δικό μου, φωτοτυπία του ποιήματος. Το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε. Το είχα για την ημέρα της συναυλίας αν ερχόντουσαν. Αλλά δεν έγινε ποτέ. Ανεπίσημη ήτανε η υπογραφή, δεν ήτανε σφραγίδα της Προεδρίας. Εν πάση περιπτώσει, όταν ήτανε να παρουσιάσουμε το «Τσουκάλι» σε πρες κόνφερανς, είχα ρωτήσει τον Μακράκη, πόσοι δίσκοι θα είσαι ευχαριστημένος να πουληθούνε; Αυτός, για να μην με στεναχωρήσει, μου λέει, αν πιάσεις τις πέντε χιλιάδες θα ‘μαστε ευτυχείς. Διευθυντής τότε ήταν ο Πίτερ Τζέιμσον.
Γίνεται η πρες κόνφερανς και ο Άγγλος μου λέει να πεις ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε σε 11.000 κομμάτια. Την πρώτη βδομάδα! Κι επί ένα μήνα ήταν το πρώτο νούμερο σε πωλήσεις με δεύτερο ένα δίσκο του Τσιτσάνη. Είχε τρομακτική επιτυχία. Μόλις μου το είπε ο Τζέιμσον κάνω νόημα στον Μακράκη (σημ. βάζει τον δείκτη στον κρόταφο).
Όχι όλοι
Σ.Ε.: Δεν ξέρω αν έχεις σκεφτεί ότι στην περίοδο της δικτατορίας, γράφτηκαν πολύ λίγα έργα με πολιτικό περιεχόμενο. Πολιτικός δίσκος ήτανε το «Τσουκάλι». Τα τραγούδια λειτούργησαν πολιτικά.
Χ.Λ.: Ναι και εξακολουθεί να είναι. Πολιτικό είναι όταν ο λόγος, ο ποιητικός λόγος, το βιβλίο σου, η μουσική σου, αφορά τα παθήματα του κόσμου. Ό,τι τ’ αγκάλιασε ο κόσμος, πάει να πει ότι εκφράζανε τον ίδιο τον κόσμο.
Σ.Ε.: Και επειδή αυτό το έργο έχει μια διαχρονικότητα, αγκαλιάστηκε ανεξάρτητα κι απ’ αυτό. Γιατί ορισμένα που είχαν πολιτικό χαρακτήρα εξαντλήθηκαν μαζί με την εποχή. Πάντως, συνάδελφοί σου, άνθρωποι ταλαντούχοι, σ’ όλη την περίοδο της δικτατορίας γράφανε ανάλαφρα τραγουδάκια! Πολύ ανάλαφρα, σαν να μην είχαμε χούντα.
Χ.Λ.: Ο καθένας σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο, εγώ θέλω να στηρίξω τη δική μου στάση ζωής. Πρόσφατα έγραψα ένα τραγούδι για το παιδάκι που βρήκαν πνιγμένο στον Έβρο. Ανθρώπινες καταστάσεις που σε ταρακουνάνε.
Η ζωή έχει πολλές πτυχές. Και στη δικτατορία και στη δημοκρατία και παντού. Εξαρτάται τι είναι αυτό που συγκινεί τον καλλιτέχνη στην κάθε κατάσταση. Από πού αρπάζεται, ποια είναι η δική του στάση απέναντι στη ζωή, απέναντι στα γεγονότα. Ο άλλος έκανε τον ύμνο της 21ης Απριλίου. Έτσι καταλάβαινε, αυτό έκανε. Εξαρτάται από την ηθική σου στάση, την ψυχοπνευματική σου και ανθρώπινη φτιαξιά, τι είναι αυτό που θα σε συναρπάσει, τι είναι αυτό που θα σε συγκλονίσει, τι είναι αυτό που θα σε παρακινήσει να δημιουργήσεις.
Σ.Ε.: Εσύ έχεις μια σπάνια αντιστοιχία ανάμεσα στο έργο και τη στάση σου. Δυστυχώς, κάποιοι μπήκαν στο πολιτικό τραγούδι, ακόμα και στο πολιτικό κίνημα παίρνοντας κάποιο ρίσκο, επειδή ήτανε η εποχή τέτοια κι όχι επειδή ήταν ο χαρακτήρας τους τέτοιος, γι’ αυτό δεν ήταν τόσο συνεπείς ώστε να κρατήσουν τη σημαία που ύψωναν όσο ήταν νέοι εφ’ όρου ζωής.
Χ.Λ.: Ποιος ξέρει; Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του πορεία.
Σσυνεχίζεται