Οι εξελίξεις που αρθρώνονται γύρω από την «υπόθεση Κουφοντίνα» παραπέμπουν με ταχύτητα σε ετερογενείς και ποικίλων κατευθύνσεων χειρισμούς που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός επικίνδυνου πολιτικού σκηνικού. Το θέμα ξεφεύγει από τα χαρακτηριστικά της ατομικής περίπτωσης και σωρεύει δυσμενείς όρους σε μια ήδη εξαιρετικά βεβαρυμένη κατάσταση. Τόσο για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, τον λαό, όσο και για τη χώρα.
Οι επιδιώξεις της κυβερνητικής πλευράς
Είναι εμφανές ότι τα κέντρα που μέχρι αυτή τη στιγμή ορίζουν την κυβερνητική πολιτική, είδαν στο θέμα Κουφοντίνα μία πολιτική «ευκαιρία» προς πολλαπλή και βουλιμική αξιοποίηση. Για την ακρίβεια κατασκεύασαν με εσκεμμένα προκλητικό τρόπο το όλο θέμα. Το αναντίρρητο γεγονός ότι καταστρατηγούν αυθαίρετα και προκλητικά ακόμα και τα όσα οι ίδιοι έχουν θεσπίσει, παίζοντας με τη φωτιά ανεξέλεγκτων κοινωνικών εξελίξεων, από μόνο του δείχνει πολιτική πρόθεση και σχεδιασμό. Δεν έχει σοβαρή βάση ούτε καν ο ισχυρισμός ότι ίσως τώρα έχουν αυτοεγκλωβιστεί. Από όσα αφήνονται να διαρρεύσουν φαίνεται ότι διατηρούνται ανοικτοί παρασκηνιακοί δίαυλοι εκτόνωσης (για την περίπτωση που κριθεί αναγκαίο) που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες – προφανείς άλλωστε – φόρμουλες.
Τι βαρύνει λοιπόν στους πολιτικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης, ποια είναι τα κίνητρα;
Πρώτα απ’ όλα έχει σημασία το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Η ανησυχία απέναντι στην αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία που τροφοδοτείται από έναν συνδυασμό θεμάτων: οικονομική κατάσταση και διαχείριση (από κάθε άποψη) της πανδημίας, εθνικά θέματα, μεταναστευτικό σε διάφορες περιοχές, θέματα κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας. Και επιπλέον, και αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο, δυσφορία που αυτή τη στιγμή έχει τεράστια δυσκολία να εκφραστεί πολιτικά και βρίσκει απέναντί της τα φράγματα που θέτει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (σε αυτό δεν αρκεί η κυβέρνηση ή ευρύτερα η «Δεξιά»). Επιπλέον, μέσα σε αυτή την κατάσταση εμφανίζεται μια νεολαιίστικη κινητικότητα, κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους, που πάει να αρθρώσει μια πρώτη υπολογίσιμου εύρους αντίδραση σε όσα προωθεί η κυβέρνηση στην Ανώτατη Παιδεία. Η κυβερνητική χρήση της πανδημίας σαν «ευκαιρία» προσθέτει καύσιμη ύλη.
Είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση εντάσσει τη χρήση της υπόθεσης Κουφοντίνα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών μεθοδεύσεων και προτεραιοτήτων της που διακρίνεται:
– Για τη χρήση ευρείας κλίμακας καταστολής και τρομοκράτησης των πολιτών και επίδειξης πυγμής, προωθώντας αδίστακτα ένα πλαίσιο περιστολής των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων (αστυνομία στα Πανεπιστήμια, νομικό πλαίσιο για τις διαδηλώσεις, όλων των ειδών, κ.λπ.). Δείχνει ότι βλέπει στη συγκυρία ευκαιρίες για το ξερίζωμα του δημοκρατικού κεκτημένου και του ριζοσπαστικού φρονήματος με βάση εκκίνησης την μεταπολιτευτική περίοδο.
– Για την προώθηση σκληρών διαχωριστικών μπλοκ και κοινωνικής πόλωσης και αντιπαλότητας, με την εκμετάλλευση όλων των παραγόντων που είναι πρόσφοροι. Τις αδυναμίες πολιτικής έκφρασης, τους πρωτογονισμούς κινηματικών χώρων και πριν απ’ όλα την κίνηση μιας σύνθετης αρχιτεκτονικής που συνδέει την κεντροαριστερά –αρθρωμένη γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ– με τους αριστερούς χώρους πέραν αυτού. Αυτό το διχαστικό κλίμα το προωθεί ταυτόχρονα σε πολλούς χώρους, προσθέτοντας τους «δικούς» της κρίκους στη μακρά αλυσίδα παρόμοιας στόχευσης πολιτικών από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις της περιόδου μετά το 2008.
Πέρα από τα προηγούμενα, η επιδίωξη εκμετάλλευσης της αναξιοπιστίας και της εξ αυτής αστάθειας και των αντιθέσεων εντός ΣΥΡΙΖΑ δεν κρύβεται. Και εδώ η συνισταμένη προκύπτει από διαφορετικά κίνητρα. Από την παράταση του πολιτικού βίου του Μητσοτάκη (με προκήρυξη εκλογών) μέχρι άλλες διαδικασίες που αποσκοπούν σε ευρύτερες αναδομήσεις του πολιτικού σκηνικού.
Όπως είναι αναμενόμενο, το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται δεν ερμηνεύεται μόνο από τις κυβερνητικές κινήσεις και προθέσεις.
Η ανέκφραστη πολιτικά κοινωνική δυσφορία και οι κινήσεις που εκδηλώνονται εντός του πολιτικού συστήματος για την αντιμετώπιση της σωβούσας ροπής προς την πολιτική αστάθεια
Αυτή τη στιγμή γύρω από το θέμα Κουφοντίνα, απέναντι στην κυβέρνηση φαίνεται να εκφράζεται πολιτικά ένα ρεύμα αναφερόμενο στις εκφράσεις του ευρύτερου «αριστερού δικαιωματισμού». Δύο πράγματα θέτουν κατ’ αρχήν τους όρους:
α) Η πολιτική εκτίμηση –κεντρική και καθοδηγητική μέσα σε αυτούς τους χώρους– ότι «η κοινωνία συντηρητικοποιείται». Αυτό το διάβασμα της πραγματικότητας, ειδικά μέσα στην τωρινή συγκυρία, έχει καθοριστικές πολιτικές συνέπειες. Κινείται εξ αντικειμένου σε γραμμή αντιπαράθεσης με την κοινωνική πλειοψηφία –ιδιαίτερα με τα πιο πληβειακά της τμήματα– προσπερνά (ενίοτε και επιδεικτικά) τις απαιτήσεις τους και την πίεση που δέχονται τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματά τους από την κυβερνητική πολιτική εν μέσω πανδημίας. Ένα ολόκληρο ρεπερτόριο πολιτικών αξιολογήσεων έρχεται από «αριστερή πλευρά» να «συλλειτουργήσει» με τις κυβερνητικές επιδιώξεις κοινωνικοπολιτικής καραντίνας και διαχωρισμών: Από τον στιγματισμό ως «φασιστικής» και «εθνολαϊκιστικής» οποιασδήποτε πατριωτικής έκφρασης και ανησυχίας για την υπόσταση της χώρας, μέχρι την υποτίμηση των θεμάτων ασφάλειας σε συνθήκες κοινωνικής αποδιάρθρωσης. Όλα συμπυκνούμενα σε μια συγκεκριμένη «δικαιωματική» αντίληψη. Η πολιτική κριτική αυτής της στάσης δεν αφορά φυσικά την κεντρική σημασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων γενικά, αλλά την αντίθεση με τη σημερινή συγκεκριμένη «δικαιωματική», «παγκοσμιοποιητική», κοσμοπολίτικη προωθούμενη αντίληψη. Για να το πούμε αντίστροφα: δεν χρειάζονται μεγάλες πολιτικές ικανότητες για να καταλάβει κανείς ότι ακόμα και στο επίπεδο της πιο άμεσης τακτικής το λογικό θα ήταν να επιδιώκεται η διεύρυνση του θέματος των δικαιωμάτων θέτοντάς το μέσα στο πολυσχιδές περιβάλλον κοινωνικής καταστολής. Εντυπωσιάζει σε πρώτη ματιά το πόσο οι χειρισμοί κινούνται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση. Του εγκλωβισμού στην συγκεκριμένη «ατομική περίπτωση». Και βέβαια σε αυτή τη βάση προκύπτει πολιτική αδυναμία (απέναντι στην επελαύνουσα «Δεξιά» αφού άλλωστε οι οργανικοί δεσμοί με τη συριζική κεντροαριστερά δεν αφήνουν περιθώρια για την αποκάλυψη του ολέθριου ρόλου και του άλλου πόλου του πολιτικού συστήματος). Έτσι το πράγμα καταλήγει να διαχέεται σε μια διάσπαρτη στην κοινωνική βάση «αριστερή δυστυχισμένη συνείδηση» που μεμψιμοιρεί στο διαδίκτυο για την κοινωνία που «δεν μας ακούει» αφού «είναι ανώριμη και συντηρητικοποιείται» κ.λπ.
β) Ο πολιτικός αέρας που αφήνεται σε μια τάση που προβάλλει την πολιτική δικαίωση του τρόπου δράσης της «17 Νοέμβρη». Η υποτίμηση της «συντηρητικής κοινωνίας» και η αντιπαράθεση μαζί της είναι το συνδετήριο νήμα. Γίνεται παιχνίδι (σε πολλά επίπεδα από εκείνο της άγρας ψήφων μέχρι πιο σύνθετες απαιτήσεις εξασφάλισης επιρροής και πολιτικών συσχετισμών εντός και πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ) με τους χώρους εκείνους του νεολαιίστικου αντισυστημισμού –τμήματα του αναρχικού χώρου– που εμφανίζουν ροπές προς την προσφυγή στην «αυτόκλητη πρωτοπορία» και τις σχετικές ποικιλίες άκρατου, πρωτόγονου υποκειμενισμού. Σήμερα, με ορατά τα δείγματα ενός νέου κύκλου ανόδου του νεολαιίστικου κινήματος και με πιο ναρκοθετημένο παρά ποτέ το ζήτημα της πολιτικής έκφρασης και συνάρθρωσης των αιτημάτων κοινωνικής διεξόδου, γίνεται απόλυτα αναγκαίος ο πολιτικός διαχωρισμός από την πολλαπλή χρεοκοπία και το φιάσκο της πορείας της «17 Νοέμβρη». Το θέμα δεν επιτρέπεται να συγχέεται βολικά με την αστυνομοεγκληματολογική διάσταση που του δίνει η κυβέρνηση. Είναι πολιτικό ζήτημα το «από πού μπορούμε να περιμένουμε την αντίσταση» και δεν χωράει ανοχή σε φτηνούς-φτηνότατους πολιτικαντισμούς που τσιμπολογούν, διαμορφώνουν παρέες, δίνουν αέρα και κάνουν πολιτικό παιχνίδι δικαιώνοντας πολιτικά τον κάθε «αυτόκλητο σωτήρα». Και εδώ είναι αποπροσανατολισμός της σκέψης ο μηρυκασμός των προθέσεων των εμπλεκομένων. Η ζωή χωράει όλο το φάσμα των στάσεων που περιγράφεται από τον θαυμάσιο στίχο του Άλκη Αλκαίου: «τη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα, καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι».
Συμπερασματικά
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές πολύ διαφορετικά ενδεχόμενα φαίνονται πιθανά. Από εξελίξεις που μπορούν να πυροδοτήσουν απρόβλεπτης ευρύτητας και κατεύθυνσης κοινωνικές αντιδράσεις (μέσα σε ένα έτσι κι αλλιώς πολύ εύφλεκτο κοινωνικό και ασταθές σκηνικό) μέχρι μια «αιφνίδια» εκτόνωση και «ανέβασμα άλλου έργου» από τον πολιτικό θίασο που κυριαρχεί. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διατηρήσουμε ένα κριτήριο: η ποιότητα των εξελίξεων θα κριθεί από τη σύνδεση με τις διαθέσεις και τη δυσφορία των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Και από τη δυνατότητα του λαού να υπερβεί τα φράγματα και τους διαχωρισμούς που του έχει επιβάλει σύσσωμο το πολιτικό σύστημα.