Έχω την εντύπωση ότι ο Χρήστος Γιανναράς αποχώρησε από κοντά μας την πιο κατάλληλη στιγμή· τη στιγμή που ο λόγος του μπορεί να αποδειχθεί όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος. Και παρ’ όλο που για μένα υπήρξε δάσκαλος και πατέρας πνευματικός, καταλαβαίνω πως δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ιδίως στον δημόσιο λόγο του, που ήταν πολυεπίπεδος και με αρκετές οξείες γωνίες, μπορεί κάποια στιγμή να συμφωνούσες σε κάτι μαζί του και την αμέσως επόμενη να έλεγε κάτι που να σε έκανε έξω φρενών. Ίσως λοιπόν η φυσική απουσία του, η μοιραία απόσυρσή του από την τριβή της επικαιρότητας, να δημιουργεί έναν «κενό χώρο» που να επιτρέπει την επικέντρωση στα ουσιώδη του έργου του. Και αυτό, σε συνδυασμό με τις προκλήσεις των καιρών, μπορεί να αποδειχθεί η πιο κατάλληλη συνθήκη για να καρπίσει η πνευματική κληρονομιά που μας έχει αφήσει.

***

Ο Γιανναράς ήταν χωρίς αμφιβολία ο πιο σημαντικός από μια γενιά θεολόγων που εμφανίστηκαν στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του ’60, κάνοντας μια μεγάλη τομή σε σχέση με τον ευσεβιστικό και ηθικιστικό χριστιανισμό των κυρίαρχων τότε παρεκκλησιαστικών οργανώσεων (Ζωή και Σωτήρας). Ο ίδιος εργάστηκε σε δύο κυρίως χωράφια: το θεολογικό και το πολιτισμικό· που για αυτόν, βέβαια, συναποτελούσαν τις δύο πλευρές – την υπαρξιακή και την ιστορική – ενός και του αυτού ζητήματος.

Το έργο του στο θεολογικό πεδίο ήταν ο εκσυγχρονισμός της χριστιανικής μαρτυρίας· η διαμόρφωση ενός θεολογικού λόγου που να αναμετριέται έντιμα, χωρίς υπεκφυγές, με τα υπαρξιακά ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου: με το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου (τι θα πει να υπάρχεις και να μην υπάρχεις), και με το πρόβλημα της κοινωνίας με την ουσιαστικότερη δυνατή έννοια (της κοινωνίας ως απάντησης στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου). Εχθροί του ήταν ο ατομισμός και η νοησιαρχία (ρασιοναλισμός). Μίλησε για τον άνθρωπο ως «πρόσωπο»· σαν μια ατομικότητα μεν, που όμως δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο σε σχέση, σε αναφορά προς τους άλλους ανθρώπους, σε αναφορά προς τον κόσμο, το φυσικό σύμπαν, και εν τέλει σε αναφορά προς την πηγή της ύπαρξης, αυτήν που ονομάζουμε Θεό ή Αγάπη (που είναι το ίδιο). Στο πλαίσιο αυτό μίλησε για την «εκκλησία» όπως την ξέρουμε από το Ευαγγέλιο και τους εκκλησιαστικούς πατέρες· όχι σαν «θρησκεία», όχι σαν ατομική διανοητική πίστη, αλλά σαν κοινότητα όσων επιθυμούν να μετέχουν στον «τριαδικό» τρόπο ζωής που άφησε κληρονομιά στους μαθητές του ο Ιησούς Χριστός. Μίλησε επίσης και για πολλά άλλα· για την πνευματική και πολιτισμική άβυσσο που χώρισε τη Χριστιανική Ανατολή από τη Χριστιανική Δύση, για τη σημασία της «αποφατικής» και «εικονολογικής» εκκλησιαστικής γλώσσας που δίνει προτεραιότητα στην εμπειρία και όχι στους νοητικούς ορισμούς, κ.λπ.

Το άλλο πεδίο εργασίας του Χρ. Γιανναρά ήταν η εμβάθυνση στα ουσιώδη της νεοελληνικής ταυτότητας, η σπουδή στην τραγική μοίρα του σύγχρονου Ελληνισμού. Έπιασε το νήμα της Γενιάς του ’30 παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο· ξεκινώντας δηλαδή από το σημείο που η συζήτηση περί «ελληνικότητας» συνάντησε τη λαϊκή εκκλησιαστική παράδοση. Και υπ’ αυτό το πρίσμα αναζήτησε τα ουσιώδη του νέου ελληνισμού στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής, στα λαϊκά ήθη, στην κοινότητα, στο πανηγύρι, και πάνω απ’ όλα στην εκκλησιαστική σύναξη. Στη γραμμή αυτή που στα νεώτερα χρόνια περνά από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και φτάνει στον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Κωστή Μοσκώφ, τον Κώστα Ζουράρι και πολλούς άλλους σημερινούς εργάτες του λόγου και της τέχνης, η ιδιαίτερη συμβολή του Χρ. Γιανναρά βρίσκεται στη σύνδεση του νεοελληνικού προβλήματος με την κρίση και τα αδιέξοδα του Δυτικού Πολιτισμού. Από την άποψη αυτή ακόμα και η αδιάκοπη πολεμική του προς τον χριστιανικό ευσεβισμό των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων δεν ήταν παρά μια απόπειρα πνευματικής απεξάρτησης του ελληνικού λαού από μια ιδιαίτερη έκφραση του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης.

***

Σε αυτό ακριβώς το σημείο νομίζω ότι το έργο που αφήνει πίσω του ο Γιανναράς αποκτά μια ιδιαίτερη αξία για τη σύγχρονη ελληνική αριστερά. Αν και ο ίδιος ήταν φορέας μιας μεσοαστικής συντηρητικής κουλτούρας των μέσων του 20ου αιώνα, με βαθιά πίστη σε αξίες όπως η ιεραρχία, ο σεβασμός των θεσμών κλπ, όντας επίσης πολύ δύσπιστος έως εχθρικός προς κάθε εξεγερτική λογική, ωστόσο η οξυδέρκεια και η εντιμότητά του ως πνευματικού ανθρώπου τον έκανε ασυμβίβαστο εχθρό της νεοελληνικής αστοκρατίας, της ξενοδουλείας και του πολιτισμικού πιθηκισμού που βρίσκονται στο υπέδαφος του ελληνικού υπαρξιακού προβλήματος.

Το θέμα δεν είναι βέβαια να πάρει κανείς τοις μετρητοίς κάθε επιμέρους ιδέα ή πρότασή του, αλλά να διαλεχθεί με το βάθος της σκέψης του, που ήταν μια διαρκής αναμέτρηση με τον «εξευρωπαϊσμό», τον νόθο «εκσυγχρονισμό», την «εξατομίκευση» και τον φιλελεύθερο «δικαιωματισμό». Αναμετρήθηκε με όλα αυτά στο όνομα ενός ιθαγενούς λαϊκού αντιπαραδείγματος, με κέντρο την κοινοτική και την εκκλησιαστική εμπειρία. Πολλοί τον κατηγορούν ότι η κοινότητα και όλα τα υπόλοιπα για τα οποία έκανε λόγο ήταν πλάσματα της φαντασίας του. Αλλά αυτοί που το λένε αυτό είναι οι γνωστοί «αντιλαϊκιστές». Κατ’ εμέ τα ζητήματα που έθεσε ο Γιανναράς θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να είναι ανοικτά ερωτήματα στην ατζέντα μιας αυθεντικά λαϊκής σύγχρονης αριστεράς. Και απ’ αυτή την άποψη ήταν τεράστιο λάθος και δείγμα φοβερής ανωριμότητας η επιθετική στάση που κράτησε μεγάλο μέρος της αριστεράς τη δεκαετία του ’80 απέναντι στον Γιανναρά και στους υπόλοιπους «νεορθόδοξους» (ότι δήθεν ήταν σκοταδιστές κτό).

Χάθηκε έτσι μια σπουδαία ευκαιρία για τη μεταπολιτευτική αριστερά να βρει γέφυρες για να περάσει στη νέα «εκσυγχρονισμένη» και «εξατομικευμένη» εποχή έχοντας ανανεώσει τη σχέση της με τη δική της προδικτατορική πατριωτική λαϊκή παράδοση: τον κοινοτισμό του ΕΑΜ, τον δημοκρατικό ήθος του 114, τη λαϊκότητα της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής γενιάς (που τη βρίσκουμε όχι μόνο στους Θεοδωράκη, Χατζηδάκη, Ξαρχάκο κλπ, αλλά και στην ποίηση και στη λογοτεχνία και σε μεγάλο μέρος του τότε ελληνικού κινηματογράφου). Και πρέπει βέβαια να προσθέσουμε τη θεωρητική κληρονομιά των κοινοτιστών, Κωνσταντίνο Καραβίδα και Νίκο Πανταζόπουλο, των αριστερών ιστορικών, Νίκο Ψυρούκη και Νίκο Σβορώνο (ειδικά αυτόν ο Γιανναράς τον είχε διαρκή αναφορά), και πολλών άλλων νεώτερων, όπως ο Κώστας Βεργόπουλος, και τολμώ να πω και ο πολύ αντίπαλός του Άγγελος Ελεφάντης (που στα τελευταία του έχω την εντύπωση πως κατάλαβε τον πολιτικό και πολιτισμικό κίνδυνο που διέτρεχε η ελληνική αριστερά και η χώρα – βλ. τη σημερινή κατάντια των περισσότερων «μαθητών» του). Με όλους αυτούς ο Γιανναράς είχε μια ανοιχτή συζήτηση, άλλοτε ρητή και άλλοτε ανεπίγνωστη. Και αυτό είναι μια ειδική πτυχή του έργου του που μένει να ανακαλυφθεί.

Εν πάση περιπτώσει, αν η ευκαιρία του ’80 και του ’90 χάθηκε, προκύπτει τώρα μια νέα. Στον αντίποδα εκείνων των χρόνων, το υπαρξιακό αδιέξοδο της Ελλάδας συμπίπτει τώρα με το ανάλογο αδιέξοδο ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Όλες οι εξωγενείς σταθερές του ελληνικού αστισμού, αλλά και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας, κλονίζονται: η γεωπολιτική κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται σοβαρά, και οι ίδιες οι δυτικές κοινωνίες βιώνουν τεράστιο ηθικό και πολιτισμικό αδιέξοδο. Σε αυτή λοιπόν την ιστορική συγκυρία ο πολιτισμικός, και θα τολμούσα να πω και ο θεολογικός-υπαρξιακός προβληματισμός του Χρ. Γιανναρά – το πρόσωπο, η κοινότητα, το αίτημα μιας βαθύτερης υπαρξιακής κοινωνίας, η κριτική στον ατομισμό και στον ρασιοναλισμό, ο λαός σαν βιωματικός φορέας μιας ζωντανής πνευματικής παράδοσης, η ελληνική διαφορά προς τη Δύση – όλα αυτά, συνιστούν ένα γόνιμο θεωρητικό έδαφος για την ανάπτυξη της σκέψης, του διαλόγου, της δράσης, όσων αναζητούν μια λαϊκή δημοκρατική διέξοδο στο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας· μια ουσιαστική απάντηση στην ηθική, πολιτισμική και πολιτική κρίση του Ελληνισμού στα χρόνια που έρχονται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!