Ιδιαίτερη θέση στην ποδοσφαιρική μυθολογία μας, έχουν οι «αμφισβητίες». Άλλοτε πολιτικά αντισυμβατικοί κι άλλοτε «άσωτοι» ή αλάνια, μερικές φορές μοναχικοί ή και «αυτοκαταστροφικοί» αλλά πάντα με έναν ηθικό κώδικα που κέρδιζε την αγάπη από τους περισσότερους, την απομόνωση από άλλους, και συνήθως τον σεβασμό από όλους. Ταλέντα αυθεντικά, και όχι προϊόντα μιας μηχανής, παθιασμένοι αισθηματίες της στρογγυλής θεάς, δημιουργούσαν μια ιδιότυπη αίγλη γύρω από το όνομά τους. Η «Μπάλα αλλιώς» του Δρόμου, παρουσιάζει μια σειρά άρθρων για μερικούς από τους εκφραστές του «επαναστατικού ρομαντισμού» του ποδοσφαίρου.
Μέρος πέμπτο: Στάθης Τσάντζος.
του Νίκου Γ. Λεμονή*
«Ποιος Μαραντόνα και ποιος Πελέ; Άκου φίλε, ο μεγαλύτερος μπαλαδόρος που έχω δει μπροστά μου εγώ, ήταν ο Στάθης ο Τσάντζος…»
Τη φράση αυτή την έχω ακούσει κι εγώ και σίγουρα πολλοί άλλοι άνθρωποι της γενιάς μου, σε ποδοσφαιροκουβέντες με μεγαλύτερους σε ηλικία, νυν ή πρώην ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές στα τοπικά της Αθήνας και του Πειραιά. Ίσως γι’ αυτό τον Στάθη Τσάντζο συνόδευε πάντα ένας θρύλος. Μάλλον πολλοί θρύλοι. Ιστορίες και αφηγήσεις για απίστευτα κατορθώματα στα ξερά γήπεδα της Β’ Εθνικής ή των μικρότερων κατηγοριών.
Κάποτε, λέει ο μύθος, σε μια προπόνηση, όταν πια βάδιζε τα τελευταία του χρόνια στα γήπεδα, έβαλε στοίχημα με συμπαίκτες του, ότι θα ανέβει πάνω στη μπάλα και με τα δύο του πόδια και θα την οδηγήσει από το κέντρο του γηπέδου ως το τέρμα, χωρίς να πατήσει καθόλου στο έδαφος, ντριμπλάροντας διαρκώς – καλύτερα να πούμε χορεύοντας– πάνω στη σφαίρα. Ο θρύλος λέει ότι το κέρδισε εκείνο το στοίχημα. Κι ας αντιβαίνει ένα τέτοιο εγχείρημα, μια τέτοια ακροβατική ενέργεια, σε όλους τους νομούς της Φυσικής. Τι αξία έχει η επιστήμη μπροστά στην απαράμιλλη τέχνη του Στάθη;

Μύθος από τα τοπικά
Ο Στάθης Τσάντζος, που γεννήθηκε στην Αμαλιάδα της Ηλείας και μεγάλωσε στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, στα Λιόσια και στην Πετρούπολη, ήταν ό,τι πλησιέστερο στον ορισμό «παίκτης αλάνας». Από τα παιδιά που τα έβρισκες πρωί-βράδυ στους δρόμους να παίζουν μπάλα, μαθαίνοντας τα μυστικά της στην πράξη, με βασικό οδηγό όχι κάποιο προπονητικό πρόγραμμα, αλλά το ένστικτό τους. Πέρασε από τα τμήματα υποδομής –τα «τσικό» όπως λέγονταν τότε– του Παναθηναϊκού για πολύ λίγο. Για πολύ περισσότερο βρέθηκε στις αναπτυξιακές ομάδες της ΑΕΚ, όπου μάλιστα ο Φάντροκ του έδωσε μερικές προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, όταν ακόμα ο Στάθης ήταν σε ηλικία 13 ετών.
Στην ΑΕΚ τον εντόπισε ένας από τους πατριάρχες των Ελλήνων προπονητών, ο Στέφανος Πετρίτσης, που τον προόριζε για τον Ίκαρο Νέας Ιωνίας, μια από τις ισχυρές ομάδες της Β’ Εθνικής κατηγορίας στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τελικά όμως ο Τσάντζος κατέληξε στα τοπικά για τον Άρη Πετρούπολης, όπου –όντας ακόμα έφηβος– βρήκε χώρο για να χτίσει τον μύθο του. Σύντομα όλη η ποδοσφαιρική Ελλάδα μιλούσε για τον ζογκλέρ της μπάλας. Όπως ήταν λογικό άρχισαν να ενδιαφέρονται για αυτόν ομάδες τις Α΄ Εθνικής. Ιδιαιτέρως ο Απόλλωνας Αθηνών και ο Άρης Θεσσαλονίκης. Η μεταγραφή του όμως δεν προχώρησε. Αιτία; Ότι μαζί με τη φήμη του σπουδαίου ποδοσφαιριστή, τον συνόδευε κι εκείνη του παιδιού με τις πολλές «κακές συνήθειες».
Ο Στάθης κάπνιζε, ο Στάθης έπινε, ο Στάθης έπαιζε χαρτιά (μάλιστα θεωρείτο εξίσου καλός σε αυτά όσο και στο ποδόσφαιρο).
Τις αμφιβολίες των μεγάλων θα εκμεταλλευτεί ο Λεβαδειακός, που αγωνιζόταν στην Β΄ Εθνική καλλιεργώντας βλέψεις για άνοδο στην πρώτη κατηγορία. Εκεί στη Λιβαδειά, ο Στάθης Τσάντζος θα παραμείνει για πέντε σεζόν και θα λάμψει. Φίλαθλοι οργάνωναν εκδρομές στη Βοιωτία για να τον δουν να αγωνίζεται ή έτρεχαν όπου αλλού αγωνιζόταν ο Λεβαδειακός για να τον θαυμάσουν. Αυτός και ο Βασίλης Χατζηπαναγής είναι οι μοναδικοί Έλληνες ποδοσφαιριστές για τους οποίους ιδρύθηκαν προσωπικά fan club. Άλλωστε ο ίδιος ο «Βάσια» του ποδοσφαίρου μας έχει δηλώσει δημόσια ότι ο καλύτερος τεχνικά ποδοσφαιριστής που έχει γνωρίσει υπήρξε ο Στάθης ο Τσάντζος.
Θα φύγει από τη Λιβαδειά το καλοκαίρι της χρονιάς που η ομάδα ανέβηκε επιτέλους στην Α΄ Εθνική, καθώς έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και τα πρώτα προβλήματα υγείας που από εκεί και ύστερα θα τον ακολουθούν. Έτσι, θα χάσει την ευκαιρία να παίξει στη μεγάλη κατηγορία. Επόμενος σταθμός η Α.Ε. Μεσολογγίου στη Γ΄ Εθνική. Κι εδώ λατρεύεται σαν θεός.

Με το κομμάτι
Πίσω από τα δελτία του με τις ομάδες, δεν υπάρχουν σαφείς οικονομικές συμφωνίες, ούτε λεπτομερή συμβόλαια. Ο Στάθης παίζει με το κομμάτι. Οι ομάδες τον πληρώνουν «αν και εφ’ όσον». Αν έχει κέφι να αγωνιστεί, αν βάλει γκολ, αν κάνει μια μαγική εμφάνιση. Οι φίλαθλοι τού ζητούν συγκεκριμένες ενέργειες μέσα στο γήπεδο και τον χαρτζιλικώνουν για να τις πραγματοποιήσει. Να περάσει τρεις αμυντικούς στη σειρά, να βάλει γκολ με «σκαφτό» σουτ από το κέντρο ή με «φαλτσαριστή» εκτέλεση κόρνερ ή ότι άλλο τους έρθει στο νου. Ο Στάθης Τσάντζος θυμίζει πια τους λαϊκούς αθλητές μιας άλλης εποχής, σαν τον Τζίμη τον Τίγρη, που πληρώνονται για να παρουσιάζουν τα νούμερά τους στο κοινό.
Παράλληλα έχει ανοιχτή πίστωση σε όλα τα μαγαζιά κάθε περιοχής και κάθε πόλης στην οποία αγωνίζεται. Ενώ οι οπαδοί καθημερινά φροντίζουν να του δείχνουν την αγάπη τους προσφέροντας ότι μπορούν στην οικογένεια του. Τρόφιμα και ό,τι άλλο είδος χρειάζεται.
Μέσα στους αγώνες που συμμετείχε όσο αγωνιζόταν στις επαγγελματικές κατηγορίες του ελληνικού ποδοσφαίρου υπάρχουν και 11 συναντήσεις για το θεσμό του Κυπέλλου Ελλάδος. Σε μια από αυτές ως παίκτης της Α.Ε. Μεσολογγίου αντιμετωπίζει την ΑΕΚ στην Αθήνα. Η Ένωση, όπως ήταν φυσικό θα επικρατήσει εύκολα με σκορ 5-1, όμως όλοι ακόμα θυμούνται και συζητούν την εκτέλεση πέναλτι για το μοναδικό γκολ του Μεσολογγίου, που ανέλαβε ο Στάθης Τσάντζος, και φρόντισε να την καταστήσει αξέχαστη με ένα σκαφτό πλασάρισμα τύπου «Πανένκα».
Ύστερα από το Μεσολόγγι θα βρεθεί σε πολλές ομάδες. ΑΕΚ Λιοσίων, Παναιγιάλειος, Ασκληπιός Επιδαύρου, Πανασιναϊκός Αργολίδος. Η καριέρα του θα κλείσει πάλι στον Άρη Πετρούπολης.
***
Οι μαγικές ιστορίες που τον ακολουθούν με το πέρασμα του χρόνου γίνονται πραγματικοί θρύλοι στις αφηγήσεις των ποδοσφαιρόφιλων. Ο Στάθης Τσάντζος περνάει πια στον χώρο του μύθου. Γίνεται ο τραγικός ήρωας των γηπέδων που έπρεπε να παλεύει όχι μόνο με τους αντιπάλους, αλλά πρώτα και κύρια με τα πάθη του, που έπρεπε πρώτα απ’ όλα να νικήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Να πέφτει και να σηκώνεται διαρκώς.
Κι ο Στάθης Τσάντζος όσα φάουλ κι αν του κάνουν, καταφέρνει πάντα να σηκωθεί. Πάντα, εκτός από τις 13 Ιουλίου του 2004. Ήταν μόλις 43 χρονών.
* Ο Νίκος Γ. Λεμονής είναι Προπονητής Ποδοσφαίρου/ Αθλητικός Παιδαγωγός