Φυγή σε όλο και πιο αυταρχικές, όλο και πιο ακροδεξιές ισορροπίες. Του Δημήτρη Μπελαντή.
Η επιλογή της κυβέρνησης να κλείσει την ΕΡΤ δημιούργησε έναν πολιτικό σεισμό στην ελληνική κοινωνία, καθώς η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων συνδυάσθηκε με την άρση της ελεύθερης δημόσιας ενημέρωσης ως βασικής διάστασης της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Οργανώθηκε γύρω από την ΕΡΤ ένα μεγάλο κοινωνικό και κινηματικό κέντρο, το οποίο κατακλύσθηκε από χιλιάδες κόσμο, από εργαζόμενους, σωματεία και ενεργούς πολίτες και όπου αποτυπώθηκε για πρώτη φορά μια ορισμένη τακτική ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς με τις σημαίες του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΜΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κυματίζουν δίπλα-δίπλα.
Η πρωτοβουλία Σαμαρά εκφράζει την τάση να οργανωθεί το μνημονιακό μπλοκ σε μια βάση άγριου κοινωνικού αυτοματισμού και αυταρχικής συναίνεσης σε βάρος των εργαζομένων στο Δημόσιο και της δημόσιας περιουσίας. Επίσης, σε μια βάση κατάργησης της ελεύθερης πληροφόρησης. Η στρατηγική του είναι η συγκρότηση ενός κυανόμαυρου κοινωνικού μετώπου το οποίο θα έχει ή δεν θα έχει και τη στήριξη των πρασινορόζ συνιστωσών. Στο πλαίσιο αυτού του μετώπου οι νεοφιλελεύθεροι μοιάζουν όλο και πιο πολύ να χειραφετούνται από τη δημοκρατία και τα κοινοβουλευτικά ήθη. Οι δε κλασικά ακροδεξιοί μοιάζουν να αφομοιώνουν όλο και περισσότερο την ακραία νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία περί «κηφήνων» και περί πλήρους κατάλυσης των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα (βλ. και στάση της Χρυσής Αυγής). Αξίζει, ακόμη, να διαπιστώσουμε ότι η κεντροαριστερά έχει ένα πραγματικό πολιτικό πρόβλημα με το «μαύρο στις οθόνες», αλλά συναινεί ουσιαστικά στο κλείσιμο της ΕΡΤ και στη μετάβαση σε έναν σκιώδη και ελεγχόμενο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Πράγμα που δείχνει πόσο έχει προχωρήσει η αντιδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη συνείδηση εντός του μνημονιακού τόξου.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη μορφή της προσωρινής διαταγής για την επανάληψη της μετάδοσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης εκφράζει μεν μια περιορισμένη και εύθραυστη νίκη, αντανάκλαση της ανόδου του μαζικού κινήματος, αλλά στον πυρήνα της νομιμοποιεί την απόφαση του ίδιου του κλεισίματος της ΕΡΤ. Ναι μεν το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κρίνει αυτοτελώς την αντισυνταγματικότητα της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), πράγμα που νομολογιακά αποφεύγει να κάνει και στην κύρια δίκη, και της υπουργικής απόφασης, αλλά θα μπορούσε να αναστείλει όχι μόνο τη διακοπή της μετάδοσης αλλά και το ίδιο το κλείσιμο της ΕΡΤ με δεδομένους τους άμεσους κινδύνους για τη λειτουργία του δημοσίου αγαθού της ενημέρωσης. Το ότι όχι μόνο δεν το έκανε αλλά, αντιθέτως, έθεσε ως χρονικό ορίζοντα ισχύος της αναστολής την θεωρούμενη ως αυτονόητη ίδρυση του νέου φορέα και όχι την συζήτηση της προσφυγής ή έστω την κύρωση ή μη της ΠΝΠ στη Βουλή, αποδεικνύει μια διάθεση λανθάνουσας υποστήριξης του κυβερνητικού έργου. Άρα, η ΕΡΤ-και αυτό έχει και θετικές πλευρές- κρίνεται ως το τεχνικό όχημα της μετάδοσης και όχι ως ενεργή νομικά πραγματικότητα. Ούτε αναστέλλεται η απόλυση των 2.700 υπαλλήλων. Παρ’ όλα αυτά, ο Σαμαράς φαίνεται να μην πιάνεται από την απόφαση για να προχωρήσει σε κάποιο συμβιβασμό, αλλά να φεύγει προς τα εμπρός μη εφαρμόζοντας την απόφαση (μέχρι σήμερα Πέμπτη) και πιέζοντας σε όλο και πιο αυταρχικές και ακροδεξιές ισορροπίες. Με την στάση του αυτήν, καταδεικνύει ένα βάθεμα της ακροδεξιάς εκτροπής, την οποία μόνο η Αριστερά, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αντιπαλέψει. Σημαντικό ακόμα είναι και το μπλοκάρισμα της Βουλής από τον Σαμαρά με τις προτάσεις νόμων να συζητιούνται στο επέκεινα, την κύρωση της ΠΝΠ να πηγαίνει στον Νοέμβριο και τις τροπολογίες να μην εισάγονται καν σε ψηφοφορία.
Ενδιαφέρουσα είναι ακόμη η εκκωφαντική σιωπή -τουλάχιστον μέχρι την έκδοση της προσωρινής διαταγής του ΣτΕ- των κεντρικών οργάνων της Ε.Ε. (Κομισιόν, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κ.λπ.) στο ζήτημα και του κλεισίματος του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα αλλά και του βάναυσου τρόπου πραγματοποίησής του. Η στάση αυτή, η οποία ταυτίζεται με την απαθή στάση ακόμη και σοσιαλδημοκρατών πρωθυπουργών όπως ο Φρ. Ολάντ και σε πλήρη αντίθεση με φορείς της κοινής γνώμης, της «κοινωνίας των πολιτών» και των κοινωνικών κινημάτων, επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι η Ε.Ε. και η ευρωζώνη σταθεροποιούν και ενισχύουν τα αντιδραστικά τους χαρακτηριστικά και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «ασπίδα της δημοκρατίας». Η ψήφος εμπιστοσύνης της Μέρκελ και του Σόιμπλε σε αυτόν τον Σαμαρά επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Το κρίσιμο ζήτημα αυτών των ημερών που έχουν έναν αέρα από το καλοκαίρι του ’65, είναι να μην εκτονωθεί και να μην υποχωρήσει το μαζικό κίνημα για την προστασία της ΕΡΤ, της δημόσιας περιουσίας και της ίδιας της δημοκρατίας. Αντίθετα, να βαθύνει και να πάρει όλο και πιο συνολικές μορφές. Να συνεχίσουμε την πάλη για την όξυνση των ενδοκυβερνητικών αντιθέσεων και την ανατροπή της κυβέρνησης. Και να πάμε σε εκλογές με τον λαϊκό και κοινωνικό παράγοντα ισχυρό και τη δημόσια σφαίρα και ενημέρωση σε εγρήγορση, όπως ακριβώς τις τελευταίες μέρες.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής